Μια τεράστια διαρροή δεδομένων μιας εκ των μεγαλύτερων ιδιωτικών τραπεζών παγκοσμίως, της Credit Suisse, αποκαλύπτει τον μυστικό πλούτο των πελατών της, οι οποίοι εμπλέκονται σε βασανιστήρια, διακίνηση ναρκωτικών, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά και σε άλλα σοβαρά εγκλήματα. Λεπτομέρειες τραπεζικών λογαριασμών – που συνδέονται με 30.000 πελάτες της συγκεκριμένης τράπεζας, από όλο τον κόσμο- φέρνουν στην επιφάνεια ποσά μεγαλύτερα των 100 εκ. ελβετικών φράγκων, τα οποία φυλάσσονται σε ένα από τα πιο γνωστά οικονομικά ινστιτούτα της Ελβετίας.
Η εφημερίδα The Guardian, είναι ένα από τα μιντιακά μέσα που εισχώρησε στα αποκλειστικά αυτά δεδομένα και αποκαλύπτει πώς η Credit Suisse, επανειλημμένως άνοιγε ή διατηρούσε τραπεζικούς λογαριασμούς για πελάτες υψηλού κινδύνου.
Μέσα στα ονόματα που αποκαλύφθηκαν, βρίσκεται ένας έμπορος λευκής σαρκός από τις Φιλιππίνες, ένας μέτοχος χρηματιστηρίου από το Χονγκ Κονγκ ο οποίος έχει φυλακιστεί για δωροδοκία, ένας δισεκατομμυριούχος ο οποίος είχε δώσει εντολή να δολοφονήσουν την, λιβανέζικης καταγωγής, σύντροφο του και ποπ σταρ, διάφορους διευθυντές που είχαν λεηλατήσει κρατική εταιρεία πετρελαίου, καθώς και διεφθαρμένους πολιτικούς ηγέτες από την Αίγυπτο έως την Ουκρανία.
Ένας λογαριασμός του Βατικανού, χρησιμοποιήθηκε για την χρήση 350 εκ. ευρώ, σε μια επένδυση – απάτη για μια ιδιοκτησία με βάση το Λονδίνο, η οποία αποτελεί το κέντρο μιας δικαστικής υπόθεσης με δεκάδες κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένου και ενός καρδινάλιου.
Η τεράστια διαρροή δεδομένων, έγινε ανώνυμα, στην γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung: «Πιστεύω πως το ελβετικό τραπεζικό σύστημα είναι ανήθικο. Οι κανονισμοί προστασίας δεδομένων τους, αποτελούν ξεκάθαρη συγκάλυψη του ντροπιαστικού ρόλου που διαδραματίζουν οι ελβετικές τράπεζες ως συνεργοί σε φοροδιαφεύγοντες», δήλωσε ο πληροφοριοδότης.
Η μεγάλη αποκάλυψη δεν θα μπορούσε να συμβεί σε χειρότερη στιγμή για την Credit Suisse, η οποία απασχόλησε πρόσφατα την κοινή γνώμη για άλλα μεγάλα σκάνδαλα. Τον περασμένο μήνα, έχασε τον πρόεδρο της António Horta-Osório, αφότου ο ίδιος καταπάτησε δύο φορές τα προστατευτικά μέτρα κάτα του Covid-19.
Αυτό, αποτέλεσε απλά το κερασάκι στην τούρτα, έπειτα από μια αμφιλεγόμενη χρονιά, όπου η συγκεκριμένη τράπεζα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση της τροφοδοτικής οικονομικής εταιρείας Greensill Capital και της αμερικανικής χρηματοδοτικής Archegos Capital, γεγονός για το οποίο της επεβλήθη πρόστιμο των 350 εκ. δολαρίων.
Αυτόν τον μήνα, η Credit Suisse, έγινε η πρώτη μεγάλη ελβετική τράπεζα στην ιστορία της χώρας, που βρίσκεται αντιμέτωπη με κατηγορίες για εγκληματικές ενέργειες – τις οποίες αρνείται – όπως ότι βοήθησε στο ξέπλυμα χρήματος εμπορίου κοκαίνης για την βουλγαρική μαφία.
Η omerta της Credit Suisse
Παρόλα αυτά, οι πληροφορίες που διαδόθηκαν, μπορεί να αφορούν παραπάνω από μια τράπεζες, απειλώντας την Ελβετία με μια επικείμενη κρίση. Τα ελβετικά οικονομικά ινστιτούτα, διαχειρίζονται περίπου 6.3 τρισεκατομμύρια ευρώ, τα μισά περίπου δηλαδή των πελατών τους σε διεθνές επίπεδο.
Η συγκεκριμένη αποκάλυψη ρίχνει φως στις σκοτεινές δραστηριότητες των ελβετικών τραπεζών. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζει κατάδικους και εκείνους που ξεπλένουν χρήμα, οι οποίοι άνοιγαν λογαριασμούς ανενόχλητοι και μπορούσαν να τους διατηρήσουν ενεργούς για χρόνια, ενόσω διενεργούσαν παράνομα. Τέλος, δείχνει πως το απροσπέλαστο σύστημα ασφαλείας των ελβετικών τραπεζών, βοήθησε στην λεηλασία χωρών του αναπτυσσόμενου κόσμου.
Παρότι η ίδια η Credit Suisse, ανέφερε πως δεν θα προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο σχετικά με τους πελάτες – σκάνδαλο, δήλωσε πως «έχουν τεθεί ήδη ενέργειες σε ισχύ, σχετικά με την πολιτική και τις νομοθεσίες της τράπεζας σε ανάλογες περιόδους και πως τα συγκεκριμένα ζητήματα έχουν ήδη διευθετηθεί».
Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, η ελβετική τράπεζα πάγωσε λογαριασμούς που ανήκαν σε προβληματικούς πελάτες. Παρόλα αυτά, τίθεται ακόμη το ερώτημα του κατά πόσο γρήγορα έσπευσε να τους κλείσει. Για παράδειγμα, ένας πελάτης, ο Σουηδός τεχνικός υπολογιστών, Stefan Sederholm, άνοιξε λογαριασμό στην Credit Suisse, το 2008, και κατάφερε να τον διατηρήσει ενεργό για δυόμιση χρόνια έπειτα από την καταδίκη του για εμπόριο λευκής σαρκός στις Φιλιππίνες, κατά την οποία του επεβλήθη ισόβια κάθειρξη.
Οι ελβετικές τράπεζες, καλλιεργούσαν την έμπιστη φήμη τους από το 1713, όταν το Μεγάλο Συμβούλιο της Γενεύης, απαγόρευσε στους τραπεζίτες να αποκαλύπτουν λεπτομέρειες σχετικά με τις περιουσίες που κατατίθεντο σε Ευρωπαίους αριστοκράτες. Σύντομα, η Ελβετία μετατράπηκε σε φορολογικό παράδεισο για πολλούς εκπροσώπους της παγκόσμιας ελίτ και των τραπεζιτών τους και έγινε παγκοσμίως γνωστή για το καθήκον της να κρατά σιγή ιχθύος όσο αφορά τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών της.
Ο κανονισμός ενισχύθηκε όταν το 1934, εισάχθηκε για πρώτη φορά ο ελβετικός τραπεζικός νόμος ιδιωτικότητας, ο οποίος ποινικοποίησε την αναμετάδοση τραπεζικών πληροφοριών σε ξένες αρχές. Μέσα σε δεκαετίες, πλούσιοι πελάτες ανά τον κόσμο, εμπιστεύτηκαν τις περιουσίες και τις συναλλαγές τους σε ελβετικές τράπεζες. Μερικές φορές, αυτό σήμαινε πως είχαν κάτι να κρύψουν.
Παρά τα μεγάλα σκάνδαλα που αποκαλύπτονται, αρχής γενομένης από το 1986 στη νεότερη ιστορία, με τον Φιλιππινέζο δικτάτορα Ferdinand Marcos και την σύζυγο του Ιmelda, που υπέκλεψαν 10 δισ.δολάρια από το κράτος, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του πρώτου, με τις… ευλογίες της Credit Suisse, ο Σύνδεσμος Ελβετών Τραπεζιτών, δηλώνει μέχρι σήμερα: «Έχουμε απόλυτη διαφάνεια, η Ελβετία δεν έχει τίποτα να κρύψει».
Πηγή: The Guardian