Στους ρόλους και την συμμετοχή των υπολοίπων έξι κατηγορουμένων στη στυγερή δολοφονία του Άλκη Καμπανού, αλλά και στον τραυματισμό των δύο φίλων του, αναφέρθηκε και σήμερα εκτενώς η εισαγγελέας της Έδρας Κυριακή Κλιάμπα, κατά τη διάρκεια της αγόρευσής της που συνεχίζεται για τρίτη μέρα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης.
Σε ό,τι αφορά τον ρόλο του καθενός εκ των δώδεκα κατηγορουμένων, επισημαίνονται οι διαδοχικές αντιφάσεις και τα ψέματα που θεωρεί η ίδια ότι αναφέρθηκαν τόσο στην ανακρίτρια αλλά και ενώπιον του δικαστηρίου. Ειδικότερα, ο έβδομος κατηγορούμενος, απασχόλησε λόγω της γενικότερης άρνησής του αλλά και για το γεγονός ότι είπε πως ο ίδιος πήγε να χτυπήσει γιατί το βρήκε ενδιαφέρον.
Η Κυριακή Κλιάμπα τόνισε, πως η προσπάθεια του καθενός να κουκουλώσει και να συγκαλύψει τους υπόλοιπους αλλά και τους εαυτούς τους, οδηγεί σε παραλογισμούς και δείχνει έλλειψη μεταμέλειας. «Τα βίντεο δείχνουν έναν νέο να αποχωρεί με ψηλά το κεφάλι, με περήφανο βήμα. Ο κατηγορούμενος έβλεπε τον χαμό στη σκάλα και έτρεξε για να συμβάλλει και ο ίδιος έπειτα από το σήμα του αρχηγού, πήγε για να επιτεθεί και να χτυπήσει, ώστε όλοι μαζί να επιφέρουν το αποτέλεσμα, τον θάνατο δηλαδή. Δεν μπορεί να μας πείσει ότι πήγε να βοηθήσει τον Άγγελο και ότι πάτησε το αίμα του Άλκη, γιατί δεν ήταν ούτε αυτός ένας θεατής», επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Σχετικά με τον όγδοο κατηγορούμενο η εισαγγελική λειτουργός είπε πως μπορεί να μην έφτασε στο πεδίο μάχης αλλά η συνδρομή του ήταν καθοριστική, αυτός άλλωστε είναι ο λόγος άρνησης να πει την αλήθεια για οποιονδήποτε.
Ο ένατος κατηγορούμενος, «προτίμησε να μας πει ξεκάθαρα ψέματα παρά την αλήθεια που δεν μπορούσε να εκφράσει λόγω οπαδισμού αλλά και ως χρέος στον δωδέκατο. Είναι ο μόνος που δεν συγχρόνισε την ιστορία του με βάση τα βίντεο, καθώς εκείνος επέμενε, άσχετα με το τι όντως φαίνεται». Ομολόγησε όμως, όπως τόνισε η εισαγγελέας, πως πέταξε το κινητό του για να μην εντοπιστεί. «Απάντησε για όλους» είπε χαρακτηριστικά η κα Κλιάμπα. «Είχε το θάρρος να επιβεβαιώσει το ότι στα οπαδικά επεισόδια χτυπούν στα πόδια και στο κεφάλι, όπως και ομολόγησε πως ο σκοπός των επιθέσεων είναι η επιβολή και για αυτό δεν πυροβολούν. Αυτά υποδεικνύουν το μίσος για τον άνθρωπο που λέγεται Αρειανός. Έτσι καταρρίπτεται ο ισχυρισμός πως αν ήθελαν να τους σκοτώσουν, θα το έκαναν άμεσα».
Ο δέκατος κατηγορούμενος σύμφωνα με την εισαγγελέα της Έδρας χτύπησε με το δρεπάνι και τα τρία θύματα, και κατά την διάρκεια της απολογίας του ήταν σαν να αφηγούταν ένα παραμύθι. «Επανέλαβε πάνω από 15 φορές ότι θα μας πει την αλήθεια, αλλά μάλλον γνωρίζει πολύ καλά ότι ψεύδεται. Θυμόταν μόνο τον Δημήτρη και τον Άγγελο, ενώ τον Άλκη δεν τον είχε δει καθόλου, ούτε σαν εικόνα. Μάλλον ο Άλκης ήταν μια σκιά, αλλά δυστυχώς για αυτούς είχε σάρκα και οστά, και του αφαίρεσαν την ζωή. Δεν αφαιρέθηκε μόνη της, όσο κι αν θέλουν να μας πουν οι κατηγορούμενοι ότι κανείς δεν τον χτύπησε, γιατί μάλλον είναι αυτός που θέλουν να ξεχάσουν».
Την ίδια στάση άγνοιας με τους υπόλοιπους, αυτήν του «δεν είδα, δεν ξέρω», κράτησε και ο ενδέκατος κατηγορούμενος, καθώς όταν ο ίδιος μιλούσε για την δολοφονική επίθεση, περιορίστηκε σε ελάχιστα. «Είδε σίγουρα τον δέκατο να χτυπά τον Δ.Κ.. Δεν είδε όμως τίποτα σχετικά με τον Άλκη, δεν ήταν καν σκιά για αυτόν, αλλά αόρατος. Λησμόνησε όμως ότι υπάρχουν τα βίντεο και δεν πρόσεξε ότι φαίνεται καθαρά να φεύγει από το ύψος του σημείου που βρίσκεται αιμόφυρτος ο Άλκης. Ο ίδιος, έπειτα από τις συνέχειες και πιεστικές ερωτήσεις της Έδρας, είπε πως δεν γίνεται τα χτυπήματα του Άγγελου και του Άλκη να έχουν γίνει μόνο από έναν, και σε 1-2 δευτερόλεπτα, και επιβεβαίωσε πως χτυπούσαν κι άλλοι, πολύ, με όλη τους τη δύναμη και ανελέητα».
Ο δωδέκατος κατηγορούμενος, σύμφωνα με την εισαγγελέα, θέλησε να πείσει το δικαστήριο ότι δεν ασχολείται με το ποδόσφαιρο και ειδικά με τον ΠΑΟΚ, όπως και ότι είναι ένας απλός φίλαθλος.
«Η αλήθεια είναι ότι ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος είναι οργανωμένος από πολύ νωρίς, όσο κι αν προσπάθησε να μας πείσει για το αντίθετο. Τίποτα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τα λεγόμενα του διαψεύδονται από τον Άγγελο, από τους μάρτυρες, αλλά και τις απολογίες των συγκατηγορούμενων. Μας είπε ότι δεν είδε τα όπλα επειδή κοιτούσε το κινητό, δεν είδε ούτε το στειλιαρι ούτε το δρεπάνι. Έγινε μια απελπισμένη προσπάθεια από τους υπόλοιπους έντεκα κατηγορουμένους να μας πουν ότι δεν τον ξέρουν, ωστόσο ο δωδέκατος όχι απλά γνώριζε γιατί πήγαινε στον σύνδεσμο εκείνη τη μέρα, αλλά ήταν απόλυτα οργανωμένοι και ασφαλείς για την φονική επίθεση. Γνώριζε πως αυτές οι επιθέσεις δεν κρατούν πολύ και είναι καταδρομικές». Ο ίδιος ανέφερε στην απολογία του στην ανακρίτρια ότι ντρεπόταν να ρωτήσει που πηγαίνουν, όταν έφυγαν από τον σύνδεσμο γιατί υπήρχε αναστάτωση. Ενώπιον του δικαστηρίου βέβαια, ο ίδιος επικαλέστηκε την δειλία, και είπε πως στην ανακρίτρια είπε ψέματα για να μην αποκαλύψει ότι ήξερε ότι πήγαν για να μαλώσουν. «Αυτή όμως δεν είναι η αλήθεια. Ένας “στρατιώτης” απαγορεύεται να δειλιάζει, να ντρέπεται και να οπισθοχωρεί».
Η εισαγγελέας ήταν «καταπέλτης» και στη δεύτερη μέρα αγόρευσής της, την Πέμπτη, αναφερόμενη στους έξι πρώτους κατηγορούμενους. Μεταξύ άλλων, επανέλαβε ότι σκοπός των δώδεκα κατηγορουμένων ήταν να αφαιρέσουν τις ζωές των αιωνίων εχθρών τους και ότι κανένας από αυτούς δεν ήταν απλώς θεατής, τονίζοντας πως ο πρώτος κατηγορούμενος είναι αυτός που οργάνωσε την δολοφονική επίθεση, ενώ χαρακτήρισε παρωδία την ομολογία του δευτέρου.
Η εισαγγελέας αναμένεται να καταλήξει στην κατάθεση της πρότασής της.