Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες για το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, οι οποίες αποτυπώνουν τα όσα έζησαν οι επιβάτες της αμαξοστοιχίας και κατόρθωσαν να βγουν ζωντανοί.

Ο Θεόδωρος Κατσιούλης καθόταν στη θέση 41 στο τρίτο βαγόνι, την στιγμή της σύγκρουσης των δύο αμαξοστοιχιών στα Τέμπη, με τον ίδιο να χάνει προς στιγμήν τις αισθήσεις του. Όταν άνοιξε τα μάτια του, όπως εξομολογείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ήταν σαν να είδε τον θάνατό του. «Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα τον θάνατο μου. Ήμουν πεσμένος στο έδαφος, χτυπημένος, παντού είχε σκοτάδι. Έκανα την προσευχή μου», αφηγείται.

«Το βαγόνι», συνεχίζει, «τυλίχθηκε στις φλόγες. Είχε παντού καπνό, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, ακόμα με δυσκολία αναπνέω. Ένας νεαρός προσπαθούσε να σπάσει το παράθυρο, όταν τα κατάφερε με ένα σίδερο, σηκώθηκα για να πηδήξω να βγω από εκεί. Όταν πλησίασα, είδα πως ήμασταν πολύ ψηλά νόμιζα πως ήμασταν σε γέφυρα», τόνισε.

Νοσηλεύτηκε με μικροκατάγματα στο κεφάλι

Ο Θεόδωρος Κατσιούλης είναι πολυτραυματίας και νοσηλεύτηκε για τρεις ημέρες στο γενικό νοσοκομείο Λάρισας. Υπέστη μικροκατάγματα στο κεφάλι, έσπασε τη μύτη του, ενώ το σώμα του είναι γεμάτο μώλωπες και εκδορές από τα τζάμια που έσπασαν και τον τραυμάτισαν.
Αυτό που εστιάζει κατά την εξομολόγησή του είναι οι αντιδράσεις όσων έσπευσαν να βοηθήσουν. «Όλοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και συνεχίζει με διάφορες μικρές ανθρώπινες ιστορίες εν μέσω δραματικών σκηνών: «Μέσα στο σκοτάδι άκουσα τη γυναίκα που καθόταν δίπλα μου, να μου ζητάει να βοηθήσω τα παιδιά της. Τους είχα δει που χαιρετούσαν τον πατέρα τους κατά την επιβίβαση. Πήρα το ένα παιδί στα χέρια, ήταν χλωμό, φοβισμένο και το κράτησα από τα χέρια. Του είπα να μην φοβάται και να πηδήξει από το παράθυρο. Το ίδιο έκανα και με το δεύτερο παιδί. Όλοι βοηθούσαμε, κανένας δεν σκέφτηκε μόνο τον εαυτό του».