Τη διαφωνία και τη ρήξη μεταξύ της Βρετανικής κυβέρνησης και του Βρετανικού Μουσείου, που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της επίσκεψης της Μελίνας Μερκούρη στο Λονδίνο το 1983 προκειμένου να θέσει ζήτημα επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα, φέρνουν στο φως προσφάτως αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του Φόρειν Όφις, των οποίων το περιεχόμενο δημοσιοποιήθηκε την Τετάρτη από την ιστοσελίδα «The Art Newspaper».
Σύμφωνα με τα έγγραφα, στελέχη του Βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών ανησυχούσαν ότι η Μερκούρη, τότε υπουργός Πολιτισμού της Ελλάδας, κέρδιζε άνετα το ντιμπέιτ για την επιστροφή των Γλυπτών που είχε πραγματοποιηθεί ανάμεσα στην ίδια και στον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Ντέιβιντ Γουίλσον και είχε μεταδοθεί τηλεοπτικά σαράντα χρόνια πριν, τον Μάιο του 1983.
«Η ζωηρή προσωπικότητά της και ο ρομαντικός αγώνας της προσέλκυσαν αξιοσημείωτο ενδιαφέρον και δημοσιογραφική κάλυψη. Κάποια δραματικά της ξεσπάσματα έφταναν στα όρια της εκζήτησης, αναμφίβολα όμως έκλεψε τα φώτα της δημοσιότητας από τον πρωταγωνιστή της, Ντέιβιντ Γουίλσον», αναφέρουν τα έγγραφα.
Από το Φόρεϊν Όφις καταγράφηκε και η θέση της Μερκούρη ότι τα Γλυπτά είναι «αναπόσπαστο κομμάτι ενός μνημείου που αντιπροσωπεύει το εθνικό πνεύμα της Ελλάδας», καθώς και η απόκριση του Γουίλσον ότι το Βρετανικό Μουσείο είναι ένα μοναδικό διεθνές ίδρυμα «που δεν θα έπρεπε να διαμελιστεί». Ωστόσο, οι Βρετανοί αξιωματούχοι συμπέραναν ότι η Ελληνίδα υπουργός «κέρδισε την αντιπαράθεση άνετα».
Ο τότε Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα, Πέρεγκριν Ρόουντς, πίστευε ότι «τα επιχειρήματα του Γουίλσον είναι πιθανόν αναποτελεσματικά», καθώς και ότι η Βρετανική κυβέρνηση έπρεπε να υιοθετήσει μια πιο σκληρή γραμμή, καθώς «το να αποφύγουμε το ζήτημα μπορεί απλώς να συσσωρεύσει προβλήματα για το μέλλον».