Εξετάζοντας τις πιθανές συνέπειες των εν λόγω συνθηκών στον τουρισμό, η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt παρατηρεί πως «μέχρι στιγμής η Ελλάδα βίωσε ένα καλοκαίρι ακραίων καταστάσεων: τον πιο βροχερό Ιούνιο των τελευταίων δεκαετιών διαδέχθηκε ο πιο ζεστός Ιούλιος από την έναρξη των μετεωρολογικών καταγραφών. Στην Αθήνα οι αρχές απαγόρευσαν την πρόσβαση στην Ακρόπολη κατά τις μεσημεριανές ώρες, λόγω υψηλού κινδύνου θερμοπληξίας».
«Πάντα είχαμε κύματα καύσωνα, όμως αυτά γίνονται πλέον συχνότερα, πιο ακραία και με μεγαλύτερη διάρκεια» ανέφερε ο Χρήστος Ζερεφός, επόπτης του Κέντρου Έρευνας Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών.
Η HB επισημαίνει πάντως ότι «οι ταξιδιωτικοί πράκτορες αντιδρούν ήδη: πολλοί εξ αυτών προσφέρουν πλέον ταξίδια στην Ελλάδα από τον Μάρτιο μέχρι και τον Νοέμβριο. Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου συνεπάγεται λιγότερα πλήθη και λιγότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις» σχολίασε ο Κώστας Συνολάκης, πρόεδρος του Ελληνικού Επιστημονικού Συμβουλίου για την Κλιματική Αλλαγή.
Ο επιστήμονας δεν αναμένει άμεσες επιπτώσεις στον τουρισμό, ωστόσο αναμένει δραστικές μακροπρόθεσμες συνέπειες:
«Εκτιμάται ότι η Μεσόγειος Θάλασσα θα μπορούσε να ανυψωθεί κατά περίπου ένα μέτρο μέχρι το 2100». Οι ελληνικές ακτές θα βρεθούν έτσι αντιμέτωπες με ένα «σημαντικό ζήτημα διάβρωσης ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης παρέμβασης και του κακού σχεδιασμού των παράκτιων εγκαταστάσεων».