Δικαστήριο του Ισημερινού αποφάσισε να ανακληθεί η χορήγηση υπηκοότητας στον Julian Assange, ιδρυτή του WikiLeaks. Ο ίδιος παραμένει έγκλειστος στη φυλακή υψίστης ασφαλείας Μπέλμαρς στο Λονδίνο. Το διοικητικό δικαστήριο του Κίτο αποφάνθηκε πως έγιναν διαδικαστικά σφάλματα όταν χορηγήθηκε η υπηκοότητα του Ισημερινού στον Αυστραλό το 2017, ενώ οι ΗΠΑ ζητούν την έκδοσή του.
Η πολιτογράφηση επανεξετάζεται όταν χορηγείται βάσει της απόκρυψης σχετικών γεγονότων, ψευδών εγγράφων ή απάτης. Οι αρχές του Ισημερινού ανέφεραν ότι η επιστολή πολιτογράφησης του Assange είχε πολλές ασυνέπειες, διαφορετικές υπογραφές, την πιθανή αλλαγή εγγράφων και μη καταβληθέντα τέλη, μεταξύ άλλων ζητημάτων.
Ο Carlos Poveda, δικηγόρος του Assange, είπε ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα διαδικασία, ενώ δεν επιτράπηκε στον κατηγορούμενο να είναι παρόν στην υπόθεση. Τόνισε ότι θα καταθέσει προσφυγές ζητώντας διευκρίνιση της απόφασης. «Περισσότερο από τη σημασία της ιθαγένειας, είναι θέμα σεβασμού των δικαιωμάτων και της δέουσας διαδικασίας για την αφαίρεση της ιθαγένειας.»
Οι υποστηρικτές του έργου του και οργανώσεις υπεράσπισης της ελευθεροτυπίας τονίζουν ότι είναι δημοσιογράφος-ερευνητής που αποκάλυψε εγκλήματα πολέμου και προειδοποιούν ότι η υπόθεση δημιουργεί πολύ ανησυχητικό νομικό προηγούμενο.
Πώς και πότε έλαβε την υπηκοότητα
Ο Assange κατέφυγε στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο το 2012 για να αποφύγει την έκδοσή του. Του χορηγήθηκε άσυλο και κατόπιν η υπηκοότητα της χώρας της Λατινικής Αμερικής. Η κυβέρνηση του Ισημερινού σχεδίαζε να του δώσει διπλωματικό καθεστώς, που θα του επέτρεπε να φύγει με ασφάλεια από την πρεσβεία. Μετά την αλλαγή κυβέρνησης στον Ισημερινό, η σχέση ανάμεσα στις αρχές της χώρας και τον Assange επιδεινώθηκε.
Μετά την ανάκληση το 2019 του ασύλου που του είχε χορηγηθεί η βρετανική αστυνομία μπήκε στον χώρο της πρεσβείας και συνέλαβε βιαίως τον Αυστραλό, που κατηγορείτο για παραβίαση των όρων της προσωρινής αποφυλάκισής του από τη δικαιοσύνη του Ηνωμένου Βασιλείου.
Κατηγορείται πως συνωμότησε με την πρώην αναλύτρια του αμερικανικού στρατού Τσέλσι Μάνινγκ για να αποκτήσει και να αποκαλύψει τεράστιο όγκο απόρρητων στρατιωτικών και διπλωματικών εγγράφων το 2010. Τα έγγραφα, που αφορούσαν ιδίως τους πολέμους στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, δημοσιοποιήθηκαν μέσω του WikiLeaks, ενώ συνεργάστηκε επίσης με κορυφαία διεθνή μέσα ενημέρωσης που προχώρησαν σε σειρά αποκαλύψεων.
Σε βάρος του ιδρυτή του ιστότοπου έχουν ασκηθεί 18 κατηγορίες από την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία επιχειρηματολογεί μεταξύ άλλων πως έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή πληροφοριοδοτών των ΗΠΑ. Εάν κριθεί ένοχος, αντιμετωπίζει ποινή κάθειρξης 175 ετών.