Υπάρχει ρεκόρ… καύσωνα ή γενικά σε καιρικά φαινόμενα; Προκειμένου να θεωρηθεί επίσημο ένα ρεκόρ, η μέτρησή του πρέπει να έχει γίνει κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, έτσι ώστε να διατηρηθεί η συνοχή μεταξύ των μετρήσεων, ανά τον κόσμο. Αυτό σημαίνει, πως είναι πιθανό έχουν σημειωθεί μεγαλύτερα ρεκόρ από τα επίσημα, γιατί, για παράδειγμα, σημειώθηκαν πριν την εγκατάσταση των σύγχρονων μετεωρολογικών οργάνων ή σε περιοχές που δεν διαθέτουν μετεωρολογικό σταθμό.
Επί ευρωπαϊκού εδάφους πάντως και ασχέτως των ιδιαιτεροτήτων της κάθε περιοχής, η υψηλότερη θερμοκρασία επί ευρωπαϊκού εδάφους έχει καταγραφεί, όπως αναφέρει το Euronews στη χώρα μας. Στην Ελλάδα το 1977 η θερμοκρασία έφτασε τους 48°C στην Ελευσίνα και στο Τατόι – αν και αμφισβητήθηκε έκτοτε.
Την ίδια μέρα το θερμόμετρο έγραψε 44 °C στη Ν. Φιλαδέλφεια, 42 °C στο κέντρο της Αθήνας, 44 °C στη Λάρισα.
Ο πιο φονικός καύσωνας ήταν αυτός του Ιουλίου του 1987, προκαλώντας έως 1.300 νεκρούς, παρότι οι ανώτατες θερμοκρασίες δεν σημείωσαν ρεκόρ. Ωστόσο η διάρκεια του καύσωνα ήταν μεγάλη φτάνοντας τις δέκα συνεχόμενες ημέρες.
Σε άλλες 17 ευρωπαϊκές χώρες έχουν καταγραφεί στον παρελθόν θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 40°C ενώ στην Ιρλανδία όταν γίνεται λόγος για καύσωνα και εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο υδράργυρος έχει καταφέρει να φτάσει έως τους… 33,3°C και αυτό το 1887!
Το… 48άρι της Ελλάδας ακολουθούν η Πορτογαλία με 47,4°C το 2003, η Ισπανία με 47,3°C το 2017 και η Ιταλία με 47°C το 2007.
Η υψηλότερη θερμοκρασία στην Αθήνα κατεγράφη την 26η Ιουνίου 2007, όταν στη Νέα Φιλαδέλφεια το θερμόμετρο έφτασε τους 46,2 βαθμούς Κελσίου (που αποτελεί ρεκόρ όλων των εποχών για τη εν λόγω περιοχή). Στο Θησείο η θερμοκρασία έφτασε τους 44,8 °C, επίσης ρεκόρ όλων των εποχών. Καταρρίφθηκε έτσι ένα ρεκόρ 91 ετών, από τις 21 Ιουνίου 1916, όταν ο μετεωρολογικός σταθμός του Αστεροσκοπείου είχε καταγράψει 43 βαθμούς Κελσίου.
Η μετεωρολογία στην Ελλάδα
Η μετεωρολογία, μια επιστήμη που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα (ήδη στον Αριστοτέλη υπάρχει η λέξη «μετεωρολογία» με τη σημερινή της έννοια), άρχισε να μπαίνει σε επιστημονικά πλαίσια μόλις κατά τον 17ο αιώνα με την εφεύρεση του θερμόμετρου και του βαρόμετρου.
Θα περίμενε κανείς ότι σε μια σχετικά νέα επιστήμη η Ελλάδα θα ήταν ουραγός, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι το 1830 άρχισε η χώρα μας να αποκτά κρατική υπόσταση. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Ήδη από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας είχαν αρχίσει να κινούνται τα νήματα για την ανάπτυξη της Μετεωρολογίας στην Ελλάδα. «Υπεύθυνος» και γι’ αυτό ένας μεγάλος εθνικός ευεργέτης ο Γεώργιος Σίνας. Με παρότρυνση του καθηγητή του Πανεπιστημίου Γεώργιου Βούρη (1802-1860) και του φίλου του, πρεσβευτή της Αυστρίας στην Ελλάδα Anton Prokesh-Osten, ο Σίνας πρόσφερε 500.000 δραχμές για την ίδρυση Αστεροσκοπείου στην Αθήνα.
Θεμελιώθηκε στις 28 Ιουνίου του 1842, στον Λόφο των Νυμφών, εκεί που κατά την αρχαιότητα βρισκόταν το «Ηλιοτρόπιο» του Μέτωνα (σ.σ. Αθηναίος αστρονόμος, γεωμέτρης και μηχανικός του 5ου π.Χ. αιώνα, γνωστός ως εισηγητής της μεταρρύθμισης του ελληνικού ημερολογίου το 433 π.Χ.).
Η λειτουργία του άρχισε το 1846, με πρώτο διευθυντή τον Γεώργιο Βούρη. Το 1858 ο γιος του Γεώργιου Σίνα, Σίμων διόρισε διευθυντή του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών τον Γερμανό αστρονόμο Ιούλιο Σμιτ, τον οποίο και μισθοδοτούσε ως τον θάνατό του.
Ο Σμιτ αναβάθμισε τη μετεωρολογική υπηρεσία του Αστεροσκοπείου εκτελώντας συστηματικά μετεωρολογικές παρατηρήσεις σε διάφορα μέρη της Αττικής και αλλού και δημοσίευσε τις παρατηρήσεις στο έργο “Beitrage zur PhysiKalisehen von Griechland”.
Τον Μάιο του 1930 ιδρύθηκε ανεξάρτητη από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Υπηρεσία Μετεωρολογίας, υπαγόμενη στη Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας. Το 1931, ιδρύθηκε η ΕΜΥ (Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία) η οποία εντάχθηκε στο Υπουργείο Αεροπορίας.