Πολύ χαμηλά έχει πέσει η στάθμη του νερού της τεχνητής λίμνης του Κάτω Σχολαρίου κάτι για το οποίο φταίει η παρατεταμένης λειψυδρία που μαστίζει και τις περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Οι καταστροφικές συνέπειες της ανομβρίας, τον τελευταίο χρόνο, φανερώνουν αποκαρδιωτικές εικόνες, με την τεχνητή λίμνη στο Σχολάρι να έχει σχεδόν εξαφανιστεί.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ της ΕΡΤ, το νερό που φαίνεται κάπου αμυδρά, είναι όσο απέμεινε από την άλλοτε γεμάτη τεχνητή λίμνη της περιοχής, η οποία βρίσκεται σε απόσταση μόλις 25 χιλιομέτρων από τη Θεσσαλονίκη. Παλαιότερα το βάθος της ξεπερνούσε τα 3 μέτρα.

Η λίμνη δημιουργήθηκε πριν από 38 χρόνια με την κατασκευή φράγματος για τον τεχνητό εμπλουτισμό του υπόγειου υδροφορέα και την εξυπηρέτηση της άρδευσης συγκεντρώνοντας ουσιαστικά τα όμβρια ύδατα.

Στο πέρασμα των χρόνων δημιουργήθηκε ένας πανέμορφος βιότοπος με πλούσια χλωρίδα και πανίδα. Η έκταση της λίμνης υπό κανονικές συνθήκες φτάνει περίπου τα 40 στρέμματα. Φυσικά όλα αυτά απέχουν πολύ από τη σημερινή εικόνα.

Ο υδροταμιευτήρας στο Κάτω Σχολάρι συγκέντρωνε κάθε χρόνο περισσότερα από 100.000 κυβικά μέτρα νερού, τα οποία χρησιμοποιούνταν για την άρδευση των γύρω χωραφιών. Φέτος, για πρώτη φορά στην ιστορία της λίμνης, δεν υπάρχει καθόλου νερό.

Σε ποσοστό τουλάχιστον 40% τα νερά της λίμνης χρησιμοποιούνταν για την άρδευση περίπου 1000 στρεμμάτων. Από τη στιγμή που στέγνωσε η λίμνη οι ανάγκες εξυπηρετούνται από γεωτρήσεις και οι αγρότες φοβούνται για τα χειρότερα.

Κάτω Σχολάρι: Ένας προσφυγικός οικισμός με πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία

Το Κάτω Σχολάρι είναι κτισμένο στα νοτιοδυτικά όρια των νομών Θεσσαλονίκης – Χαλκιδικής, παράλληλα προς τον κεντρικό οδικό άξονα προς Χαλκιδική.

Ο οικισμός είναι κτισμένος σε θέση που περιβάλλεται από ρέματα με έντονη βλάστηση και άλση, έχει πολύ καλό νότιο προσανατολισμό, ενώ στα δυτικά του και σε μικρή απόσταση διέρχεται η εθνική οδός Θεσσαλονίκης – Νέων Μουδανιών.

Απέχει 25 χιλιόμετρα. από τη Θεσσαλονίκη και 7 χιλιόμετρα. από τις ακτές της Επανομής. Είναι προσφυγικός οικισμός με πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σχετική αύξηση του πληθυσμού και ανάλογη οικοδομική δραστηριότητα. Στην περιοχή υπάρχουν αρκετές βιοτεχνικές μονάδες ήπιας όχλησης, ωστόσο οι περιοχές γεωργικής εκμετάλλευσης καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη έκταση.