Απεβίωσε σήμερα ο διακεκριμένος Έλληνας ποιητής και μεταφραστής, Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο.

Ο Ν. Α. Παναγιωτόπουλος υπήρξε δημιουργός του «Σύσσημον ή Τα κεφάλαια», ενός έπους της παρακμής που αποτελεί θηριώδες κατόρθωμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, υπήρξε βαθύς γνώστης και μελετητής της παράδοσης και της λογοτεχνίας.

Ήταν μια μοναδική προσωπικότητα των γραμμάτων και των τεχνών, κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στους ποιητικούς και λογοτεχνικούς κύκλους. Ο λόγος του ήταν διάστικτος από αναφορές, πολύσημος, συχνά αινιγματικός, πάντα όμως παραμυθητικός, σαν αρχαίο τραγούδι.

Ήταν βαθύς γνώστης της παράδοσης και της λογοτεχνίας. Ένα ελεύθερο πνεύμα που δεν τον ενδιέφερε καθόλου η δημοσιότητα και η προβολή, ξεχώριζε για τη λιτότητα του βίου του και πάντοτε είχε έναν δισταγμό απέναντι στις φιλοφρονήσεις.

Πηγή έμπνευσης του πολυσχιδούς έργου του ήταν η ποίηση του Γάλλου Κρετιέν ντε Τρουά, τα κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αλλά και το ποιητικό έργο του Μίλτου Σαχτούρη και του Νίκου Καρούζου.

Επιρροές ωστόσο στη γραφή και την ποιητική του γλώσσα είχε και από άλλους, όπως «η αρχαία τραγωδία, ο Πίνδαρος, οι μεσαιωνικές μυθιστορίες, οι ισλανδικές σάγκες αλλά και τα Αυτόγραφα του Σολωμού και το “Μήτηρ Θεού” του Σικελιανού, τα οράματα του Γέιτς, τα “Κάντος” του Πάουντ, η “Ανάβαση” του Σεν-Τζον Περς, τα “Τρία κρυφά ποιήματα” του Σεφέρη και το “Φωτόδεντρο” του Ελύτη» είχε δηλώσει παλιότερα.

Το έργο της ζωής του, αυτό το εκτεταμένο opus incertum, μια μακρά αφήγηση σε ελεύθερο στίχο, που ξεκίνησε να γράφει το 1985, το χαρακτήριζε ως «ένα πνευματικό ταξίδι με αφορμή έναν θάνατο και ένα μνημόσυνο».

Τον απασχολούσε έντονα η δύναμη της γλώσσας, πρέσβευε ότι «η μεγάλη τέχνη γεννιέται μέσα σε δύσκολες συνθήκες» και θεωρούσε ότι η ιερότητα της ζωής είναι κάτι ανώτερο από την πίστη σε Θεό.

Η ζωή του

Γεννήθηκε στα Εξάρχεια το 1945 στην οδό Πλαπούτα. Πέρασε με υποτροφία στο Παν/μιο (γαλλική φιλολογία), αλλά αποφασίζει να μην παρακολουθήσει.

Εργάζεται επί εικοσαετία ως οικονομικός διευθυντής σε φαρμακαποθήκη, μερίδιο της οποίας είχε κληρονομήσει.

Από το 1985 αφιερώνεται αποκλειστικά στη συγγραφή του Σύσσημου ή των Κεφαλαίων, εκτενέστατης ποιητικής σύνθεσης, η οποία τον απασχόλησε άλλη μία εικοσαετία.

Παράλληλα, ασχολείται με τη μετάφραση, ιδίως αρχαίου δράματος. Η «Αντιγόνη» που είδαμε πρόσφατα στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Λ. Βογιατζή και ο «Οιδίποδας» που έπεται στηρίζονται στη δική του μετάφραση.

Το 1988 δημοσιεύει σε πενήντα αντίτυπα εκτός εμπορίου το πρώτο από τα οκτώ Φυλλάδια που έμελλε να συγκροτήσουν το Σύσσημον και το απευθύνει, όπως σημειώνει ο ίδιος, στα «επιλεγμένα πρόσωπα», που συμμερίζονταν τους ποιητικούς του προβληματισμούς.

Τα τριάντα τρία από τα συνολικά τριανταπέντε  Κεφάλαια του έργου κυκλοφόρησαν όλα εκτός εμπορίου σε επτά Φυλλάδια.

Αυτή η αρχική φάση «κλειστής» κυκλοφορίας κράτησε από το 1988 ώς το 1999 και τα Φυλλάδια αυτά, δουλεμένα στη μονοτυπία, εκδόθηκαν διαδοχικά από τον «Εκηβόλο», τη «Λέσχη του Δίσκου», τον «Ίκαρο» και το «Ροδακιό».

Δουλεύοντας τα δύο Κεφάλαια που θα απάρτιζαν το όγδοο (και όπως αποδείχθηκε, τελευταίο) Φυλλάδιο του βιβλίου, ο ποιητής επανεπεξεργάστηκε συνολικά το έργο, που κυκλοφόρησε ολοκληρωμένο το 2006 από την «Ίνδικτο».

Ενώ λοιπόν είμαι άρχοντας
και είμαι φτιαγμένος για τη διασκέδαση
η φύση με βάρυνε με τη μοίρα
να σκέφτομαι δραματικά
να μην ελευθερώνομαι ποτέ από κάτι που κάνω
και αιώνια να δίνω λόγο για τις πράξεις μου
στην ανάγκη και μόνο αυτό
κάνει έναν άνθρωπο άνθρωπο
και μοναχά αυτές οι μαύρες σκέψεις
κάνουν αυτή την τάξη πραγμάτων όπου ανήκω
αθάνατη. Κι όπως διαφιλονικώ συνέχεια
κάτι παλιό
δηλαδή ότι μόνο εγώ είμαι άνθρωπος
το λέω
μα μόλις κάτι τέτοιο πω
στρέφω πάντα απότομα την πλοήγηση της ζωής μου
προς τη δριμύτητα
αφού το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος
σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη.

Απόσπασμα από το
«Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια» ,
εκδόσεις Ινδικτος