Περιεχόμενα
Η πίτσα, αν και ίσως δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την παντοδύναμη δημοτικότητα του σουβλακιού στην ελληνική κουλτούρα του street food, εξακολουθεί να διατηρεί μία σταθερή και ισχυρή θέση στον τομέα της εστίασης. Η επιτυχία της, όχι μόνο από άποψη τζίρου αλλά και ως φορέας καινοτομίας, είναι αδιαμφισβήτητη.
Η πίτσα έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του κλάδου του delivery στην Ελλάδα, με την είσοδό της στην αγορά πριν από μισό αιώνα να σηματοδοτεί την αρχή της διανομής φαγητού κατ’ οίκον, κάτι που έγινε συνώνυμο με τον τρόπο που καταναλώνουμε φαγητό σήμερα. Από τότε, η πίτσα δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται, με τις επιχειρήσεις εστίασης να συνεχίζουν να καινοτομούν, προσφέροντας νέες γεύσεις, βελτιωμένα προϊόντα και εξαιρετικές υπηρεσίες στους πελάτες τους, προκειμένου να ανταγωνιστούν και να ξεχωρίσουν στην αγορά.
Αυτή η συνεχής ανανέωση και προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς κάνει την πίτσα όχι μόνο αγαπητό φαγητό, αλλά και έναν από τους βασικούς πυλώνες στον τομέα της εστίασης.
Τα μερίδια των ισχυρών «παικτών» στην πίτσα και η ανατροπή
Η αγορά της πίτσας στην Ελλάδα συνεχίζει να αναπτύσσεται παρά το έντονο ανταγωνιστικό περιβάλλον και τις αυξημένες λειτουργικές δαπάνες, όπως είναι το κόστος ενέργειας, πρώτων υλών και μεταφορών. Οι βασικοί «παίκτες» στον τομέα, δηλαδή οι μεγάλες αλυσίδες πίτσας, έχουν καταφέρει να ξεπεράσουν αυτούς τους οικονομικούς σκόπελους και να ενισχύσουν την κερδοφορία τους, διατηρώντας ταυτόχρονα το πελατολόγιο τους, παρά την οικονομική κρίση που πλήττει ευρύτερα τη χώρα.
Η συνολική αξία της αγοράς πίτσας στην Ελλάδα υπολογίζεται μεταξύ 330-370 εκατ. ευρώ, με τον τζίρο να περιλαμβάνει όχι μόνο τις οργανωμένες αλυσίδες, αλλά και τα εκατοντάδες μικρά καταστήματα και εστιατόρια που προσφέρουν πίτσα, ακόμη και αν δεν είναι αποκλειστικά εξειδικευμένα σε αυτή.
Όμως, το τοπίο της αγοράς ενδέχεται να αλλάξει μεσοπρόθεσμα, καθώς από τον επόμενο μήνα αναμένεται η επιστροφή της Pizza Hut στην ελληνική αγορά. Η αμερικανική αλυσίδα, η οποία είχε αποχωρήσει το 2020, επιστρέφει μέσω του κυπριακού ομίλου PHC Franchised Restaurants Public Ltd. Η επάνοδος της Pizza Hut αναμένεται να ανατρέψει τις ισορροπίες στην αγορά της πίτσας, προσφέροντας νέες δυναμικές και πιθανόν εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των ήδη υπάρχοντων «παικτών», οι οποίοι ενδέχεται να αντιμετωπίσουν αυξημένη πίεση για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.
Η επιστροφή της Pizza Hut δεν αφορά απλά μία αλλαγή στον ανταγωνισμό, αλλά και την ενδυνάμωση του τομέα του fast food και του delivery στην ελληνική εστίαση, προσφέροντας πιθανώς νέες προτάσεις και καινοτόμες στρατηγικές για την αγορά της πίτσας.
Pizza Fan… πρώτη με διαφορά
Η Pizza Fan, η οποία ξεκίνησε το 1996 από τον Κωνσταντίνο Αντάρα, κατέχει σήμερα την αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία στην ελληνική αγορά πίτσας. Η εταιρεία, μέσω της μητρικής της εταιρείας Φανάτικς Πίτσα ΕΠΕ, έχει καταφέρει να ενισχύσει τη θέση της, καταγράφοντας σημαντική αύξηση στον τζίρο της.
Το 2023, ο τζίρος της Pizza Fan αυξήθηκε κατά 7,77%, φτάνοντας τα 46,27 εκατ. ευρώ από τα 42,93 εκατ. ευρώ το 2022. Επίσης, τα καθαρά κέρδη μετά φόρων παρουσίασαν άνοδο, φτάνοντας τα 1,61 εκατ. ευρώ από τα 1,45 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρονιά. Αυτά τα θετικά αποτελέσματα δείχνουν τη σταθερή ανάπτυξη της Pizza Fan, παρόλο που το περιθώριο μικτού κέρδους παρουσίασε μία μικρή μείωση κατά 4,51%, καταλήγοντας στο 35,98%, σε σχέση με το 37,68% του 2022.
Η ανάπτυξη της Pizza Fan στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο δίκτυο franchise, με την εταιρεία να έχει σήμερα 90 καταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Η συνεχής ανάπτυξή τους αντικατοπτρίζει την επιτυχία του επιχειρηματικού μοντέλου της και τη δημοτικότητα της αλυσίδας. Οι πληροφορίες από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις της εταιρείας αναφέρουν ότι ο αριθμός των καταστημάτων συνεχώς αλλάζει, υπογραμμίζοντας την συνεχιζόμενη επέκταση της Pizza Fan στην ελληνική αγορά.
Η συνεχής ανάπτυξη και η ενίσχυση της θέσης της Pizza Fan στην αγορά είναι εντυπωσιακή και δείχνει πως η εταιρεία κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις και να διατηρήσει την ηγετική της θέση στον ανταγωνιστικό τομέα της πίτσας στην Ελλάδα.
Domino’s Pizza
Η Daufood Greece Μονοπρόσωπη Α.Ε., που είναι ο Master Franchisee της Domino’s Pizza στην Ελλάδα, παρουσίασε εξαιρετικές επιδόσεις το 2023, με αύξηση στις πωλήσεις και την κερδοφορία της. Οι πωλήσεις της ανήλθαν σε 26,42 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 17% σε σχέση με το 2022, όταν είχαν φτάσει τα 22,63 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, η κερδοφορία της εταιρείας παρουσίασε εντυπωσιακή αύξηση, φτάνοντας τα 2,34 εκατ. ευρώ από τα 1,38 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος.
Η Daufood Greece διατηρεί 48 καταστήματα στην Ελλάδα, τα οποία λειτουργούν τόσο ως εταιρικά όσο και μέσω του συστήματος franchise. Η εταιρεία έχει αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες της αγοράς πίτσας στην Ελλάδα.
Σημαντικό είναι επίσης ότι η Daufood είναι ο μεγαλύτερος Master Franchisee της Domino’s Pizza στον κόσμο, διαχειριζόμενη τα δικαιώματα του brand σε 14 χώρες, μεταξύ των οποίων η Πορτογαλία, η Αυστρία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Κύπρος, η Μάλτα, το Κόσοβο, η Σερβία, η Βόρεια Μακεδονία και η Ελλάδα.
Οι επιδόσεις των L’ Artigiano και Roma Pizza
Αύξηση πωλήσεων καταγράφουν και οι δύο μικρότεροι παίκτες της αγοράς πίτσας στην Ελλάδα, η L’ Artigiano και η Roma Pizza.
Στην περίπτωση της L’ Artigiano, μιας ελληνικής εταιρείας που ιδρύθηκε το 1993 από τον Χρήστο Βιτσικάνο στον Βύρωνα, τα έσοδα από πωλήσεις παρουσίασαν αύξηση 5%, φτάνοντας τα 3,73 εκατ. ευρώ το 2023, σε σχέση με τα 3,56 εκατ. ευρώ το 2022. Παράλληλα, η εταιρεία επέστρεψε στην κερδοφορία, με κέρδη 82.955 ευρώ, σε αντίθεση με τις ζημιές των 224.623 ευρώ που είχε το 2022.
Η Roma Pizza, η παλαιότερη από τις τέσσερις μεγάλες αλυσίδες, είδε τις πωλήσεις της να αυξάνονται από 1,34 εκατ. ευρώ το 2022 σε 1,55 εκατ. ευρώ το 2023, ενώ η κερδοφορία της υποχώρησε στα 74.391 ευρώ από τα 262.064 ευρώ του 2022. Η Roma Pizza, η οποία άνοιξε το πρώτο της κατάστημα το 1972 στην Πλατεία Κύπρου στην Καλλιθέα, εξακολουθεί να εξυπηρετεί την περιοχή και διαθέτει σήμερα δεκάδες καταστήματα σε όλη την Ελλάδα.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα παραπάνω μεγέθη αφορούν μόνο τα εταιρικά καταστήματα και ορισμένες χονδρικές πωλήσεις και παροχές υπηρεσιών, χωρίς να περιλαμβάνονται οι συνολικές πωλήσεις από όλα τα καταστήματα της αλυσίδας.
Pizza Hut: Η μεγάλη επιστροφή
Η δεύτερη ευκαιρία της πίτσας Pizza Hut στην Ελλάδα θα ξεκινήσει από το Παγκράτι, με το πρώτο κατάστημα να «στήνεται» στο κτίριο που φιλοξενούσε κατά το παρελθόν το γνωστό καφέ «Λέντζος».
Η τοποθεσία είναι στρατηγική, καθώς το Παγκράτι είναι μια ζωντανή γειτονιά που συνδυάζει παραδοσιακά και μοντέρνα στοιχεία, προσελκύοντας τόσο κατοίκους όσο και επισκέπτες. Αναμένουμε να δούμε την ανταπόκριση του ελληνικού κοινού σε αυτή τη νέα αρχή για την πίτσα Pizza Hut. Μπορεί η Αθηνά Οικονομάκου στον ρόλο της στη σειρά Έχω Παιδιά να λέει «Η Παγκράτι» και να μην πλησιάζει γιατί θεωρεί ότι θα κολλήσει «φτωχίλα», αλλά η επιστροφή της πίτσας με πρώτο βήμα εκεί, είναι επιλογή με ελάχιστο ρίσκο.
Ο όμιλος PHC φαίνεται να επενδύει δυναμικά στην ελληνική αγορά, διευρύνοντας το χαρτοφυλάκιό του με γνωστές αλυσίδες εστιατορίων. Ήδη η επιτυχημένη παρουσία των Wagamama σε σημεία-κλειδιά, όπως η Κηφισιά, το Golden Hall και το κέντρο της Αθήνας (Αιόλου και Κολοκοτρώνη), αποδεικνύει τη στρατηγική του ομίλου να εστιάζει σε περιοχές υψηλής επισκεψιμότητας και εμπορικής δραστηριότητας.
Με την επαναφορά της πίτσας της Pizza Hut, ο όμιλος ενισχύει τη θέση του στον τομέα της εστίασης, καλύπτοντας ένα ευρύτερο φάσμα προτιμήσεων – από την ασιατική κουζίνα του Wagamama μέχρι την κλασική αμερικανική πίτσα της Pizza Hut. Αυτή η πολυμορφία μπορεί να τον καταστήσει έναν από τους πρωταγωνιστές στην ελληνική αγορά της εστίασης.
Ο Λύσανδρος Ιωάννου αποτελεί έναν καταξιωμένο επιχειρηματία με μακρά εμπειρία στον τομέα της εστίασης και των καταναλωτικών προϊόντων. Υπό την ηγεσία του, ο όμιλος PHC έχει καταφέρει να αναπτύξει ένα εντυπωσιακό χαρτοφυλάκιο διεθνών brands, όπως Pizza Hut, Paul, Burger King, Jamie’s Italian, Caffè Nero, Wagamama και άλλα, εδραιώνοντας τη θέση του στην Κύπρο και την Ελλάδα.
Με συνολικά 120 καταστήματα, κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 120 εκατομμύρια ευρώ και περισσότερους από 3.000 εργαζομένους, ο όμιλος PHC είναι ένας από τους σημαντικότερους παίκτες στην αγορά της εστίασης στην περιοχή. Η εμπειρία του Ιωάννου σε πολυεθνικές εταιρείες όπως η Pepsi Cola International και η Procter & Gamble έχει συμβάλει καθοριστικά στη στρατηγική ανάπτυξη του ομίλου, προσφέροντας του τη γνώση και την ευελιξία να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της αγοράς.
Η στρατηγική εισαγωγή νέων brands και η αξιοποίηση των τάσεων της παγκόσμιας γαστρονομικής σκηνής αποτελούν βασικά στοιχεία της επιτυχίας του ομίλου, με τον Λύσανδρο Ιωάννου να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της ανάπτυξης. Η εστίαση στην ποιότητα, η καινοτομία και η στρατηγική επιλογή τοποθεσιών συμβάλλουν στη συνεχή επέκταση και επιτυχία του ομίλου στην αγορά.
Πιθανόν και δεύτερη φορά Taco Bell
Η Food Plus, η οποία ανήκει στον όμιλο Ιωάννου (JP Avax, Intercontinental, Yes Hotels κ.λπ.), φαίνεται να εξετάζει την πιθανότητα να επεκτείνει τις δραστηριότητές της με την προσθήκη ενός ακόμα μεγάλου brand από την YUM! Brands Inc., πέρα από την αλυσίδα KFC. Συγκεκριμένα, η εταιρεία ενδέχεται να φέρει και την αλυσίδα εστιατορίων Taco Bell στην Ελλάδα.
Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται από μια πρόσφατη αγγελία που αναρτήθηκε στη σελίδα της Food Plus στο LinkedIn, αναζητώντας brand manager για να αναλάβει την ανάπτυξη ενός νέου παγκόσμιου QSR brand (Quick Service Restaurant) το 2025. Αυτό υποδεικνύει ότι η Food Plus σχεδιάζει να επεκταθεί με ένα νέο μεγάλο brand του τομέα της γρήγορης εστίασης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Taco Bell είχε ήδη προσπαθήσει να εισέλθει στην ελληνική αγορά 14 χρόνια πριν, επικεντρώνοντας τις προσπάθειές της στην ανάπτυξη καταστημάτων σε μεγάλα εμπορικά κέντρα. Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή δεν είχε την επιτυχία που αναμενόταν και η αλυσίδα αποχώρησε από την Ελλάδα. Τώρα, με την αναζήτηση brand manager και τα σχέδια επέκτασης της Food Plus, φαίνεται ότι η Taco Bell μπορεί να επανέλθει στη χώρα με ανανεωμένη στρατηγική.