Η Αττική στο πράσινο, Βόρειο και Νότιο Αιγαίο και Κρήτη στο πράσινο και κιτρινοπορτοκαλί και όλη η υπόλοιπη Ελλάδα στο πορτοκαλί και κόκκινο. Αυτή είναι η κατάσταση όπως διαμορφώνεται στην έρευνα της διαΝέοσις για την πιο πλούσια περιφέρεια της χώρας, αλλά και την πιο φτωχή.
Από το 2017 ως το 2022, διάστημα το οποίο εξέτασαν οι ερευνητές, η Αττική είναι με ανοδική πορεία η πιο πλούσια περιοχή της Ελλάδας, με το 2022, χρονιά που θεωρείται το τέρμα της πανδημίας και η αρχή μιας νέας εποχής, να φέρνει την Αττική στο 32% πιο πάνω ως προς το μέσο διαθέσιμο εισόδημα. Δηλαδή, ο μέσος κάτοικος Αττικής έχει 32% περισσότερα έσοδα από τον μέσο όρο εισοδήματος, όπως διαμορφώνεται από τα νούμερα στις 13 περιφέρειες της χώρας.
Τα στοιχεία της έρευνας προέρχονται από τα δεδομένα της έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, της γνωστής SILC που διενεργείται πανευρωπαϊκά από τη Eurostat, και ειδικότερα στην Ελλάδα από την ΕΛΣΤΑΤ.
Στις υπόλοιπες περιφέρειες, το Νότιο και Βόρειο Αιγαίο κρατούνται σε νορμάλ επίπεδα και με μηδενική αλλαγή σε σχέση με τα στατιστικά προ πανδημίας, όπως συμβαίνει και με την Κρήτη, που είναι ένα πλούσιο και αυτόνομο νησί.
Στις υπόλοιπες 9 περιφέρειες υπάρχει το χάος, η απόσταση είναι μεγάλη και αποτυπώνεται η μεγάλη ανισότητα που υπάρχει στα εισοδήματα στη χώρα, κάτι που αναγκάζει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων κάποιους ανθρώπους να έρχονται προς την πλούσια περιφέρεια της Αττικής, σε μια περίοδο που υποτίθεται ότι η αποκέντρωση έχει αρχίσει να γίνεται όλο και πιο έντονη ως επιλογή.
Εκτός από το εθνικό διάμεσο εισόδημα και την απόκλιση που παρατηρείται ανάμεσα στην πιο πλούσια περιφέρεια και την πιο φτωχή, ενδεικτικά της ανισότητας είναι και τα ποσοστά φτώχειας σε κάθε περιφέρεια.
Από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας, οι 6 βρίσκονται στον μέσο όρο ή χαμηλότερα, με την Κρήτη να έχει τη μικρότερη φτώχεια και όχι την πιο πλούσια περιφέρεια της Αττικής, και οι υπόλοιπες 7 (περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Δυτικής Ελλάδας, Βορείου Αιγαίου, Θεσσαλίας και Πελοποννήσου) είναι πάνω από τον εθνικό μέσο όρο που βρίσκεται στο 18,4%.