Σχεδόν δύο εβδομάδες έχουν περάσει από τη στιγμή που στον θεσσαλικό κάμπο σταμάτησε ο χρόνος. Τότε δηλαδή που μία επιβατική και μία εμπορική αμαξοστοιχία συγκρούστηκαν, παρασύροντας στον θάνατο 57 ανθρώπους και προξενώντας σωματικά αλλά και ψυχικά τραύματα σε πολλούς περισσότερους, οι οποίοι ίσως να μην καταφέρουν να τα ξεπεράσουν ποτέ.
Όλες αυτές τις μέρες, βλέπουν το φως της δημοσιότητας απίστευτες ιστορίες από τους ανθρώπους που βρίσκονταν στο τρένο του θανάτου και κατάφεραν να βγουν ζωντανοί. Φρίκη, ουρλιαχτά, σκοτάδι και φόβος είναι τα στοιχεία που υπάρχουν σε όλες αυτές τις ιστορίες.
Μία εξ αυτών είναι του Στέργιου Μιναέμη, ο οποίος βρισκόταν στο βαγόνι 3 και μίλησε στον Alpha για τις πρώτες στιγμές μετά τη μοιραία σύγκρουση.
«Βρισκόμουν στη θέση 51 στο βαγόνι 3 με σκοπό να φτάσουμε Θεσσαλονίκη, να βρω ένα μέρος να νοικιάσω γιατί με περίμενε ήδη ο αδελφός μου και να ξεκινήσουμε μια νέα αρχή. Μια μεγάλη βαλίτσα, ένα μπουφάν, τον υπολογιστή μου και το κινητό μου.
Δεν σώθηκε τίποτα. Έγιναν όλα κάρβουνο. Διάβαζα ένα άρθρο στο κινητό μου και θυμάμαι το παιδί που καθόταν απέναντι μου. Πρώτα είδα το παιδί να πετάγεται στα αριστερά μου και να σκάει δίπλα μου και μετά κατάλαβα ότι υπήρχε φρενάρισμα ή σύγκρουση.
Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε εκείνη τη στιγμή τι έγινε. Αν είχε πεταχτεί κάτι στις ράγες, αν εκτροχιαστήκαμε ή αν τρακάραμε με άλλο τρένο.
Το πρώτο μου μέλημα ήταν να βρω από που θα φύγουμε. Δεν συγκρίνεται το βαγόνι από το πώς μπήκαμε με το πως ήταν όταν φύγαμε.
Δεν είχες την αίσθηση του χώρου, δεν σου ήταν κάτι οικείο αλλά όλα ήταν μια μάζα, ένα χάος δεν ήξερες τι ήταν κουπέ, τι ήταν διάδρομος, τι ήταν τζάμι. Δεν ήξερες ποιο ήταν το πάνω, το κάτω, το αριστερά και το δεξιά.
Μας έδωσε ο Θεός εκείνη τη στιγμή ένα παράθυρο, μέσα από τον καπνό, που βλέπαμε καθαρά τον δρόμο. Μέσα από ένα απόλυτο σκοτάδι, φωτιές δίπλα από το παράθυρο, καπνός, δεν είχαμε οξυγόνο και ήμασταν με μια, δυο ανάσες. Τρίτη ανάσα δεν ξέρω αν πρόλαβε κάποιος να πάρει πριν κλείσουν όλα.
Είδαμε την πίσσα, τον δρόμο, τα φώτα και από εκεί καταλάβαμε ότι θα σωθούμε. Το ύψος ήταν μεγάλο, περίπου στα δύο μέτρα. Μέσα δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα, καιγόμασταν κιόλας. Εκεί λέω «αγόρι μου ή θα πηδήξεις και αν ακρωτηριαστείς, ακρωτηριάστηκες γιατί κάτω είχε σίδερα σαν λεπίδες από το τρακάρισμα, ή θα καείς ζωντανός και θα μείνεις από οξυγόνο».
Οπότε δεν ήταν κάτι διαπραγματεύσιμο. Ήταν μονόδρομος και προσπαθούσαμε να βγούμε προς τον δρόμο που δεν ήταν τόσο εύκολο» κατέληξε ο Στέργιος Μιναέμης για το βράδυ το οποίο όπως δήλωσε δεν θα σβήσει ποτέ από τη μνήμη του.