Για αυτοσχεδιασμούς, ευρεσιτεχνίες και προχειρότητα κάνει λόγο ο ψυχίατρος Δημήτρης Παπαδημητριάδης, αναφορικά με το ευαίσθητο θέμα της ταυτοποίησης των σορών των θυμάτων της σιδηροδρομικής τραγωδίας στα Τέμπη, όπου σήμερα αναμένεται να ολοκληρωθεί στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας. Ο γιατρός με ανάρτησή του στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook αναφέρει πως η απόφαση του υπουργείου Υγείας σχετικά με τα σφραγισμένα φέρετρα δεν καλύπτεται από επιστημονικά κριτήρια.
Όπως είπε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, η συγκεκριμένη απόφαση ελήφθη για λόγους ψυχικής οδύνης, καθώς η πλειονότητα των σορών δεν μπορούσαν καν να αναγνωριστούν, λόγω της πολύ κακής κατάστασης στην οποία περιήλθαν. Σύμφωνα με τους ιατροδικαστές υπάρχουν σοροί απανθρακωμένες και διαμελισμένες, ενώ και γι’ αυτές που μπορούσαν να αναγνωριστούν, πάλι ζητήθηκε η ταυτοποίηση DNA ώστε οι συγγενείς να είναι σίγουροι.
Ωστόσο, ο κ. Παπαδημητριάδης επικαλούμενος την επιστημονική έρευνα των Chapple και Ziebland ”Viewing the body after bereavement due to a traumatic death”, του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, αναφέρει μεταξύ άλλων πως θα πρέπει να δίνεται στους συγγενείς το δικαίωμα της επιλογής καθώς αποτελεί ζήτημα αξιοπρέπειας και σεβασμού:
“Ακόμη και μετά από έναν τραυματικό θάνατο, οι συγγενείς θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να δουν το πτώμα και χρόνο για να αποφασίσουν ποιο μέλος της οικογένειας, αν υπάρχει, θα αναγνωρίσει τα λείψανα. Οι υπάλληλοι θα πρέπει να προετοιμάσουν τους συγγενείς για το τι μπορεί να δουν και να εξηγήσουν τυχόν νομικούς λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να αγγίξει κανείς το πτώμα. Οι κατευθυντήριες γραμμές για την επαγγελματική πρακτική πρέπει να είναι ευαίσθητες στις ανάγκες και τις προτιμήσεις των ανθρώπων που θρηνούν από τραυματικό θάνατο.”
Και αυτό γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται ότι το σώμα δεν έχει χάσει την κοινωνική του ταυτότητα, οπότε χρειάζονται να βεβαιωθούν ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο “φροντίζεται”, ή για να το αποχαιρετήσουν. Κάποιοι έχουν την ανάγκη να αγγίξουν το πτώμα, με την ησυχία τους. Διαφορετικές πρακτικές αποστερούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Οδηγούν πολλές οικογένειες στην αίσθηση ότι το πτώμα έχει γίνει ιδιοκτησία της αστυνομίας ή δεν παρέχουν την ευκαιρία για το “κλείσιμο” που είναι εντελώς απαραίτητο στην πολύωρη ή πολυήμερη αγωνία.
Η ανάρτηση του Ψυχιάτρου Δημήτρη Παπαδημητριάδη
”ΜΕ ΠΟΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ δεν επιτράπηκε στις οικογένειες να δουν τα σώματα ή τα λείψανα των ανθρώπων τους “για το καλό της ψυχικής υγείας τους”;
Αυτοσχεδιασμοί, ευρεσιτεχνίες και προχειρότητα… όχι μόνο στα ζητήματα της ασφάλειας, αλλά και στην πιο ευαίσθητη στιγμή.
Η επιστημονική έρευνα προτείνει λοιπόν ότι “ακόμη και μετά από έναν τραυματικό θάνατο, οι συγγενείς θα πρέπει να έχουν την ευκαιρία να δουν το πτώμα και χρόνο για να αποφασίσουν ποιο μέλος της οικογένειας, αν υπάρχει, θα αναγνωρίσει τα λείψανα. Οι υπάλληλοι θα πρέπει να προετοιμάσουν τους συγγενείς για το τι μπορεί να δουν και να εξηγήσουν τυχόν νομικούς λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να αγγίξει κανείς το πτώμα. Οι κατευθυντήριες γραμμές για την επαγγελματική πρακτική πρέπει να είναι ευαίσθητες στις ανάγκες και τις προτιμήσεις των ανθρώπων που θρηνούν από τραυματικό θάνατο.”
Και αυτό γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται ότι το σώμα δεν έχει χάσει την κοινωνική του ταυτότητα, οπότε χρειάζονται να βεβαιωθούν ότι το αγαπημένο τους πρόσωπο “φροντίζεται”, ή για να το αποχαιρετήσουν. Κάποιοι έχουν την ανάγκη να αγγίξουν το πτώμα, με την ησυχία τους.
Διαφορετικές πρακτικές αποστερούν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Οδηγούν πολλές οικογένειες στην αίσθηση ότι το πτώμα έχει γίνει ιδιοκτησία της αστυνομίας ή δεν παρέχουν την ευκαιρία για το “κλείσιμο” που είναι εντελώς απαραίτητο στην πολύωρη ή πολυήμερη αγωνία.
Η θέαση του πτώματος φέρνει στο προσκήνιο την πραγματικότητα του θανάτου – και αυτό μπορεί πράγματι να είναι σοκαριστικό ή οδυνηρό -, αλλά, σύμφωνα με την επιστημονική έρευνα λίγοι δηλώνουν ότι το μετανιώνουν, αντίθετα στην εντύπωση που μπορεί πρόχειρα να σχηματίζουμε οι υπόλοιποι.
Στο τέλος της ημέρας, ο σεβασμός σε αυτό το δικαίωμα είναι ζήτημα αξιοπρέπειας”