Θαυμάζω απεριόριστα τους γονείς του Άλκη Καμπανού, του 19χρονου παιδιού που τόσο άδικα, τόσο αναίτια και τόσο παράλογα έχασε τη ζωή του, επειδή μια αγέλη άγριων ζώων βγήκε να «κυνηγήσει» κρατώντας μαχαίρια, ρόπαλα και δρεπάνια.
Ο Αριστείδης και η Μελίνα Καμπανού, μέσα στην απέραντη θλίψη τους, είναι πάντα αξιοπρεπείς, μετρημένοι και σοβαροί, χωρίς ξεσπάσματα, αναθέματα και αφορισμούς – που σε τελική ανάλυση θα είχαν κάθε δικαίωμα να εκφράσουν. Αντιθέτως, από την πρώτη στιγμή, αυτό το οποίο ευχήθηκαν, είναι η θυσία του παιδιού τους να αποτελέσει ένα νέο ξεκίνημα για έναν αθλητισμό χωρίς βία.
Μοιάζουν σαν να έχουν συγχωρήσει τους δολοφόνους του παιδιού τους, με μια δύναμη ψυχής την οποία δεν μπορώ καν να φανταστώ από πού την αντλούν. Ως πατέρας τους συμπονώ, ως πολίτης αυτής της χώρας θλίβομαι, ως άνθρωπος που αγαπά τον αθλητισμό νευριάζω. Διότι έναν χρόνο μετά και μερικούς τόνους κροκοδείλια δάκρυα αργότερα, μετά από ένα σωρό «τσιτάτα» και κούφιες κουβέντες, τίποτα στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει – ούτε καν τα μυαλά των δολοφόνων, όπου ο ένας τα ρίχνει στον διπλανό του και ο τελευταίος στην κακιά την ώρα, όπου οι ομοϊδεάτες τους (και εν δυνάμει δολοφόνοι…) εύχονται «κουράγιο στα φυλακισμένα αδέλφια μας» αντί να βγάλουν το σκασμό και να σκύψουν το κεφάλι από ντροπή, όπου τα περιστατικά οπαδικής βίας συνεχίζονται αλλά δεν γίνονται πρώτο θέμα διότι (ευτυχώς) δεν έχει πεθάνει κανένας άλλος, όπου οι υποσχέσεις για το μαχαίρι που θα φτάσει στο κόκκαλο και «ανοχή – τέλος» έμειναν για άλλη μια φορά κενές περιεχομένου.
Η μετονομασία της οδού Θ. Γαζή σε οδό «Άλκη Καμπανού» στη Θεσσαλονίκη, στο σημείο που δολοφονήθηκε ο Άλκης, είναι μια πράξη ισχυρού συμβολισμού. Για να μην ξεχάσουμε ποτέ τι συνέβη εκεί και – κυρίως – για να μην επαναληφθεί κάτι παρόμοιο ποτέ. Αν ζούσαμε σε μια άλλη χώρα, με ένα διαφορετικό νομικό πλαίσιο, με άλλους παράγοντες στις ΠΑΕ που δεν θα έβλεπαν στις τάξεις των οργανωμένων τον ιδιωτικό τους στρατό, με διαφορετικά μυαλά που δεν θα αναζητούσαν «εκδίκηση» και «αντίποινα» αλλά εξιλέωση, θα έλεγα ότι ο συμβολισμός αυτός εμπεριέχει ελπίδα. Ότι η πινακίδα αυτή, με το όνομά του πάνω, θα είναι ένα μνημείο. Φοβάμαι όμως, ότι πριν καλά – καλά στεγνώσει η μπογιά πάνω στην πινακίδα, θα βρεθούν τα χέρια αυτά που θα τη μουντζουρώσουν, γράφοντας κάποιο οπαδικό ή χυδαίο μήνυμα. Ώστε να μην ξεχνιόμαστε σε ποια χώρα ζούμε.
Θα ήταν πολύ όμορφο να σκεφτούμε ότι η μετονομασία του δρόμου, θα μπορούσε να γίνει η απαρχή για κάτι νέο, καλύτερο, γεμάτο υγεία. Δυστυχώς, στον έναν χρόνο που έχει περάσει από εκείνη τη μέρα, δεν έχουμε δει τίποτα που να μας κάνει να αισιοδοξούμε – πέρα από τα παιδάκια στον αγώνα μπάσκετ ΠΑΟΚ – Παναθηναϊκού, που κάθισαν μαζί και πέρασαν το μήνυμα για το πώς πρέπει να είναι ο αθλητισμός. Αρκεί όμως ο παιδικός αυθορμητισμός και η χαριτωμένη «αφέλεια» για να αλλάξει κάτι;
Φοβάμαι πως όχι. Σε μια χώρα που ασχολείται με κάτι τραγικό ή σημαντικό, μέχρι να σκάσει ένας χωρισμός στη σόου-μπιζ ή το φιλί του Μπισμπίκη στη Βανδή ή ο εκνευρισμός του Βέρτη ή τα νούμερα τηλεθέασης στην πρωινή ζώνη, σε τι μπορούμε να ελπίζουμε πραγματικά;
Δεν γίνεται να προσπαθείς να κρύψεις τα σκουπίδια κάτω από το χαλί, ειδικά όταν προσπαθείς να κρύψεις τα σκουπίδια κάτω από ένα στρώμα από άλλα σκουπίδια. Και τα πανό που σηκώθηκαν τις τελευταίες μέρες σε διάφορα γήπεδα, είναι τέτοια: πέρα από το προφανές, ότι στοχοποιούν ανθρώπους, ότι παραβιάζουν ή βιάζουν το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση, ότι σήμερα είναι «στόχος» ο τάδε δημοσιογράφος ή ο δείνα πολιτικός και αύριο μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε δεν γουστάρει η οπαδική αγέλη, ποιοι είναι αυτοί που κουνάνε το δάχτυλο; Είναι αυτοί που δολοφόνησαν τον Άλκη Καμπανό και τον Μιχάλη Φιλόπουλο. Αυτοί που βγαίνουν παγανιά με λοστούς και μαχαίρια. Αυτοί που πυροβολούν συν-οπαδούς τους. Αυτοί που καίνε συνδέσμους, που μπουκάρουν στα γήπεδα, που πετάνε φωτοβολίδες μέσα στον κόσμο. Είναι αυτοί που πουλάνε ναρκωτικά και προστασία. Αυτοί που «σφιχταγκαλιάστηκαν» τα τελευταία χρόνια με τη Χρυσή Αυγή για να κάνουν «δουλίτσες» και «ειδικές αποστολές». Αυτοί που στρατολογούν παιδιά 16 και 17 ετών και τους μαθαίνουν «τα κόλπα».
Αυτοί ορίζουν τη σημερινή ηθική; Αυτοί παριστάνουν τους αυτόκλητους Εισαγγελείς και αυτό-αναγορεύονται σε «Δικαστές Ντρεντ» που θα πάρουν το νόμο στα χέρια τους, που «προειδοποιούν» και απειλούν; Μιλάνε για δικαιοσύνη αυτοί που την έχουν καταπατήσει; Μιλάνε για το σωστό οι άνθρωποι που αψηφούν τον ποινικό κώδικα και είναι εκτός φυλακής μόνο και μόνο διότι οι δικαστικές αίθουσες είναι πηγμένες από χιλιάδες υποθέσεις που εκκρεμούν; Και καλά αυτοί που τα λένε, τόσο νιώθουν, τόσα κάνουν. Εσείς, οι υπόλοιποι, οι «κανονικοί άνθρωποι», που αγαπάτε τις ομάδες σας αλλά δεν βγήκατε ποτέ να σφάξετε κανέναν ή να ανοίξετε κάποιο κεφάλι, που δεν διανοηθήκατε ποτέ να κάψετε κάποιον ζωντανό επειδή έτυχε να υποστηρίζει μια άλλη ομάδα, με τι μυαλά αποθεώνετε την καφρίλα, τις απειλές, την υποκίνηση σε βία, επειδή έτυχε το όνομα αυτού που αναγράφεται στο πανό να μην το γουστάρετε; Θα είχατε άραγε την ίδια στάση πάνω στα πράγματα, αν το όνομα πάνω στο πανό ήταν κάποιος που συμπαθείτε; Αν ήταν το δικό σας όνομα ή το όνομα του παιδιού σας;
Μιλώντας για παιδιά, ας κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε: το παιδί του Αριστείδη και της Μελίνας Καμπανού, ο Άλκης, είναι στο χώμα εδώ και έναν χρόνο. Και το όνομά του, υπάρχει σε μια ταμπέλα δρόμου. Αυτό οφείλουμε να προβάλουμε ως κοινωνία, να σεβαστούμε, να προβάλλουμε και να θυμόμαστε και όχι τα ονόματα πάνω στα υβριστικά πανό. Διαφορετικά, είμαστε καταδικασμένοι να επαναλάβουμε και να ξαναζήσουμε την ιστορία, με τον πιο τραγικό τρόπο.