Η υποψηφιότητα για την καλύτερη σκηνοθεσία στα Όσκαρ του 2022, είναι η δεύτερη για την Jane Campion, καθώς ήταν υποψήφια το 1994 για το «The Piano». Η 67χρονη Νεοζηλανδή σκηνοθέτης απουσίαζε από τη δημιουργία ταινιών μεγάλου μήκους ταινιών για περισσότερο από μια δεκαετία. Η επιστροφή της, την έκανε την πρώτη γυναίκα με δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ σκηνοθεσίας!
Μπορεί η αποχή της από την σκηνοθεσία ταινιών την τελευταία δεκαετία να την ωφέλησε, αφού το «The Power of the Dog» βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Thomas Savage του 1967, διεκδικεί 12 Όσκαρ. Μέχρι και σήμερα, μόνο δύο γυναίκες, η Kathryn Bigelow και η Chloé Zhao, έχουν κερδίσει βραβείο για την καλύτερη σκηνοθεσία. Η Campion πάντως διέπρεψε στην Ευρώπη, συγκεκριμένα στο Φεστιβάλ των Καννών, όχι στις ΗΠΑ, κάτι ασυνήθιστο για έναν αγγλόφωνο σκηνοθέτη.
«Σκεφτόμουν πραγματικά να αποσυρθώ πριν κάνω αυτή την ταινία», λέει, «αλλά μετά σκέφτηκα ότι θα έκανε μεγάλη επιτυχία – το Power of the Dog-. Είχα διαβάσει το βιβλίο και μου άρεσε και μετά συνέχισα να το σκέφτομαι. Όταν έκανα μια κίνηση να μάθω ποιος είχε τα δικαιώματα, τότε κατάλαβα ότι με είχε κερδίσει. Έπρεπε να το κάνω».
Γεννημένη σε μια δημιουργική οικογένεια, καθώς οι γονείς της ίδρυσαν τη θεατρική ομάδα New Zealand Players, σπούδασε ανθρωπολογία στο πανεπιστήμιο του Wellington. Μετακόμισε στο Λονδίνο και εγγράφηκε στο Chelsea School of Art. Το 1980, τόσο από απογοήτευση με τη ζωγραφική όσο οτιδήποτε άλλο, έφτιαξε μια μικρού μήκους ταινία με το όνομα Tissues. Το βρήκε τόσο λυτρωτικό που άρχισε να σπουδάζει κινηματογράφο στο κολέγιο του Σίδνεϊ.
«Η δημιουργία ταινιών με απελευθέρωσε», λέει. «Πριν το βρω, είχα πολλή ενέργεια, αλλά είχα χαθεί ως προς το πώς να το εκφράσω ή ακόμα και να συμπεριφέρομαι στον κόσμο. Βρήκα την πρόκληση να κάνω μια ταινία τόσο συναρπαστική, σαν να είχα βρει τον εαυτό μου».
Οι ταινίες της Jane Campion
Η πρώτη μικρού μήκους ταινία της Campion, Peel (1982), κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα Ταινίας Μικρού Μήκους στο Φεστιβάλ Καννών το 1986. Ακολούθησαν και άλλα βραβεία για τα μικρού μήκους Passionless Moments (1983), A Girl’s Own Story (1984) και After Hours (1984). Αφού άφησε την Αυστραλιανή Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης, σκηνοθέτησε ένα επεισόδιο για την ελαφριά ψυχαγωγική σειρά του ABC, Dancing Daze (1986), η οποία οδήγησε στην πρώτη της τηλεοπτική ταινία, Two Friends (1986), σε παραγωγή Jan Chapman.
Το ντεμπούτο της στις μεγάλου μήκους, έκανε με το Sweetie (1989), και κέρδισε διεθνή βραβεία. Ακολούθησε το An Angel at My Table, όπου εξιστόρησε την πολυτάραχη ζωή της συγγραφέα Janet Frame, η οποία επέζησε από την παιδική φτώχεια, την ψυχική ασθένεια και τον εγκλεισμό και έγινε από τις πιο διάσημες συγγραφείς της Νέας Ζηλανδίας. Η ταινία επαινέθηκε από τους κριτικούς, αλλά δεν κέρδισε το Χρυσό Λέοντα για τον οποίο είχε προταθεί.
Περαιτέρω αναγνώριση ήρθε με το An Angel at My Table (1990), μια βιογραφική ταινία για τη ζωή της Νεοζηλανδής συγγραφέα Janet Frame, σε σενάριο της Laura Jones. Στην συνέχεια ήρθε το The Piano (1993), που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών το 1993 και της χάρισε περαιτέρω αναγνώριση. Για την ίδια ταινία κέρδισε βραβεία Καλύτερης Σκηνοθεσίας από το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Κινηματογράφου και ένα Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου το 1994.
Μάλιστα, το 2014 ήταν επικεφαλής της κριτικής επιτροπής για το κύριο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Καννών. Η αναγνώριση που της χάρισαν οι Κάννες ενίσχυσε την πίστη της Campion στη δική της καλλιτεχνική ευαισθησία και έκφραση. Επίσης, βοήθησε στην προώθηση του νεοζηλανδέζικου κινηματογράφου, δίνοντάς του ένα προφίλ που έλειπε μέχρι την ακμή του Αυστραλιανού Νέου Κύματος στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Το ότι μια γυναίκα ξεχώρισε σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο, προσέδιδε κάτι έξτρα στη μυστηριώδη αίσθηση της διαφορετικότητας της. Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, τον οποίο μοιράστηκε με τον Chen Kaige για το Farewell My Concubine, ήταν μία από τις δύο μόνο γυναίκες μεταξύ των 23 σκηνοθετών στο διαγωνισμό. Φέτος, η Γαλλίδα σκηνοθέτης, Julia Ducournau έγινε η δεύτερη γυναίκα που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα, μετά από 28 χρόνια.
Το σύντομο φλερτ της Campion με το Hollywood
Το όνομά της μπήκε στους κύκλους των indie ταινιών. Οι γυναίκες στις ταινίες έμοιαζαν να ζουν στους εσωτερικούς τους κόσμους, οι παράξενες ζωές τους παρακολουθούνται στενά και απεικονίζονταν σαν ονειροπόλημα. Όλα πήγαιναν κόντρα με το πρότυπο του Hollywood. Η οπτική της φαινόταν σχεδόν παραβατική για τα δεδομένα του.
Η ίδια πάλεψε για να διαπρέψει, αλλά δεν έχασε το στοιχείο που την διαχωρίζει. Αξιοποίησε την μοναδικότητά της και μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι είναι ένας πραγματικά περίεργος κινηματογραφιστής. Η εμμονή της με την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, με την αφή των αντικειμένων, με φετιχιστικά σύμβολα συχνά κυριαρχεί στις δημιουργίες της. Το ίδιο και οι κρυφές επιθυμίες και τα θέλω ενός ταραγμένου ατόμου του οποίου η αληθινή φύση καταπιέζεται από τις κομφορμιστικές αξίες της οικογένειας και της κοινότητας. Ωστόσο, η άνοδός στην στο Hollywood ήταν μια πρόκληση που έπρεπε να αντιμετωπίσει.
Μπήκε στη βιομηχανία με τους δικούς της όρους με το The Piano, αλλά στη συνέχεια προσπάθησε, με διάφορους βαθμούς επιτυχίας, να συμμορφωθεί με το πρότυπο. Το μεταγενέστερο έργο της έτεινε να πολώσει τις απόψεις. Στο The Portrait of a Lady (1996), βασισμένο στο μυθιστόρημα του Henry James, (συμμετείχαν οι Nicole Kidman , John Malkovich), είδε την Campion να συνεργάζεται με τον Harvey Keitel για δεύτερη φορά (η πρώτη ήταν το The Piano). Στην πραγματικότητα, ήταν μια πυρετώδης αποδόμηση, σχεδόν μεταμοντέρνα στην παρουσίαση του χαρακτήρα και του περιστατικού. Η προσέγγιση των χαρακτήρων και των γεγονότων δεν πέρασε απαρατήρητη.
Επτά χρόνια αργότερα, το «The Cut» θεωρήθηκε ακόμα πιο περίεργο. Διασκευάζοντας ένα ερωτικό θρίλερ της Susanna Moore, η Campion άλλαξε τελείως το περιεχόμενο, κάνοντας το τελείως αντισυμβατικό. Διεύρυνε καλύτερα τη δυναμική της εξουσίας στις ετεροφυλοφιλικές σχέσεις και τόλμησε να εξετάσει τη μερικές φορές θολή φύση της συναίνεσης. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν ενθουσίασε σχεδόν κανέναν. Έτσι, η εμπορική και κριτική του αποτυχία σήμανε το τέλος του αρχικού της φλερτ με το Hollywood.
Ακολούθησε μια παύση για έξι χρόνια, στα οποία ανέλαβε να εκπαιδεύσει κατ’οίκον την κόρη της, Alice, η οποία πλέον είναι ηθοποιός. Παράλληλα, συνσκηνοθέτησε την 2η σεζόν του Top of the Lake με την ιστορία να μετακομίζει στο Σύδνεϋ και το Harbor City του Χονγκ Κονγκ. Η σειρά συνέχειας με τίτλο Top of the Lake: China Girl κυκλοφόρησε το 2017. Γυρισμένη και γυρισμένη στο Σίδνεϊ, Top of the Lake: China Girl παρουσιάζει την Alice Englert,την κόρη της, σε πρωταγωνιστικό ρόλο.
To «The Power of the Dog» είναι πρωτόγνωρο ακόμα και για την ίδια. Πρόκειται για ένα αμερικανικό western με άνδρες πρωταγωνιστές. Οι ταινίες της θίγουν το θέματα των φύλων, όπως η αποπλάνηση και η γυναικεία σεξουαλική δύναμη. Αυτό οδήγησε ορισμένους να χαρακτηρίσουν το σύνολο της δουλειάς της Campion ως φεμινιστικό. Πάντως, ειδικεύεται στη δημιουργία αντιφεμινιστικών κόσμων για τους χαρακτήρες της, τους οποίους βλέπουμε να παλεύουν για την θέση τους στην κοινωνία.
Τέλος, θα ανοίξει μια σχολή pop-up κινηματογράφου, γιατί μισεί πόσο άνιση είναι η εκπαίδευση για τους ανθρώπους με χρήματα και τους ανθρώπους χωρίς χρήματα, αναφέρει χαρακτηριστικά. «Θα δουλέψω δωρεάν και θα ξεκινήσω αυτή τη σχολή κινηματογράφου και το Netflix θα με στηρίξει». Το μοναδικό δημιουργικό ταξίδι της Campion δεν σταματά. Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι το πάθος που πυροδότησε τον νεότερο εαυτό της έχει μετριαστεί από την ηλικία και την εμπειρία.
«Όταν ήμουν νέος και ξεκινούσα, το να κάνω ταινίες ήταν τόσο αναζωογονητικό και φαινόταν ότι με βοηθούσε να ζήσω με καλό τρόπο. Ένιωσα ότι έπρεπε να το κάνω. Αλλά με τα χρόνια, αυτή η ανάγκη άλλαξε. Πραγματικά δεν το έχω πια».