Desaparecidos. Αυτή είναι η πιο συχνή λέξη που θα συναντήσει κάποιος σε μπάνερ στην περιφέρεια της Chihuahua στο Μεξικό. Εξαφανισμένοι. Αγνοούμενοι. Πιθανότατα νεκροί, αλλά ποιος ξέρει… Αυτά χαρακτηρίζουν 100.000 ανθρώπους σε όλο το Μεξικό που θεωρούνται ως αγνοούμενοι τα τελευταία 50 χρόνια. Κάποιοι απήχθησαν από τα δικτατορικά καθεστώτα, άλλοι από τα καρτέλ ναρκωτικών. Τα πτώματα τους δε βρέθηκαν ποτέ. Κι όσα βρέθηκαν, δεν είναι καθόλου εύκολο να τους αναγνωρίσουν.
Νεκροί δίχως όνομα. Σε αυτή τη δεκαετία που πέρασε, η κόντρα των καρτέλ μεγάλωσε και το καρτέλ του Χουάρεζ, της δεύτερης μεγαλύτερης πόλης της Chihuahua, έγινε πιο βίαιο, πιο αιμοδιψές υπό την ηγεσία του Βισέντε Καρίγιο Φουέντες και τώρα του Χουάν Πάμπλο Λεντέζμα. Πριν μια εβδομάδα, το καρτέλ του Χουάρεζ εισέβαλε σε ένα σπίτι και σκότωσε 7 άτομα. Πρώτα, είχε επιτρέψει σε μια μητέρα να βγει από εκεί με το παιδί της.
Στην πόλη που ονομάζεται «Το πέρασμα του Βορρά», το αιματοκύλισμα είναι καθημερινό, με μόλις 5 ημέρες να μένουν ελεύθερες από δολοφονίες και τους νεκρούς να φτάνουν τους 1.644 το 2020. Πρόκειται για αριθμό που συνιστά την 4η χειρότερη επίδοση για την Chihuahua. Το 80% των θανάτων σχετίζονταν με το εμπόριο ναρκωτικών. Από τον Σεπτέμβριο του 2020 ως τον Ιούλιο, 6.453 άνθρωποι βρέθηκαν νεκροί.
«Είναι μια φριχτή αβεβαιότητα που δεν εύχομαι σε κανέναν. Αν ήξερα ότι είναι νεκρός, τότε θα γνώριζα ότι δεν υποφέρει. Όμως δεν το ξέρω και είναι βασανιστήριο αυτό» λέει στους New York Times η Νοέμι Παδίγια Αλντάζ, της οποίας ο 20χρονος γιος Κάρλος αγνοείται εδώ και δύο χρόνια.
Η Νοέμι είναι μία από τις χιλιάδες γυναίκες που βγαίνουν καθημερινά στο Χουάρεζ για να κάνουν αναγνώριση πτώματος. Είναι αρκετές οι ημέρες μέσα στο μήνα που τις φωνάζουν οι αρχές για να δουν μήπως κάποιος νεκρός είναι ο γιος, ο άντρας, ο πατέρας τους.
Σχεδόν 7.000 δολοφονημένοι σε 10 μήνες στην Chihuahua
Από κάποιους δεν έχει μείνει τίποτα εκτός από ένα ματωμένο παντελόνι ή ένα ματωμένο μπλουζάκι. Οστά που συλλέγονται, συνήθως από την έρημο της Σιέρα Μάδρε, αποτελούν δύσκολα ευρήματα για να γίνει η αναγνώριση. Οι ίδιες οι γυναίκες ψάχνουν στο έδαφος για την πιθανότητα να είναι θαμμένος κάποιος. Από εκεί και μετά ξεκινάει ένα ξεσκόνισμα από το χώμα και η ελπίδα να εμφανιστεί κάτι μικρό από το dna που να επιτρέψει την αναγνώριση.
Από το 1964, όταν και σχηματίστηκε η Εθνική Επιτροπή Αναζήτησης του Μεξικό, 100.000 άνθρωποι είναι αγνοούμενοι. Οι οικογένειες τους δεν ξέρουν αν πέθαναν, δεν έχουν την ευκαιρία να θρηνήσουν και να πάνε παρακάτω τη ζωή τους. Συντηρείται μια ζοφερή ελπίδα.
Κάθε χρόνο στο Μεξικό πεθαίνουν 30.000 άνθρωποι από δολοφονίες. Στην Chihuahua είναι συχνό το θέαμα πτωμάτων κρεμασμένων σε γέφυρες ή πεταμένων στην άκρη επαρχιακών δρόμων. Ακόμα και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί περιλαμβάνουν προειδοποιήσεις για κάτι τέτοιο.
Το 2019, όταν η Κάρλα Κιντάνα-Οσούνα, δικηγόρος από το Χάρβαρντ, ξεκίνησε να ηγείται των προσπαθειών της Εθνικής Επιτροπής, υπήρχαν 40.000 ανοιχτές υποθέσεις. Μέσα σε δύο χρόνια ήταν 2.5 φορές παραπάνω. «Η πρόκληση είναι αβυσσαλέα, είναι τιτάνια. Όσο δεν υπάρχει δικαιοσύνη, τόσο θα δίνεται το μήνυμα ότι μπορεί να συνεχιστεί αυτό» εξηγεί.
«Η εξαφάνιση είναι η χειρότερη μορφή βασανιστηρίου για τους συγγενείς» εξηγεί η Αντζέλινα Μαρτίνεζ, καθηγήτρια πολιτικής επιστήμης στη Μασσαχουσέτη και ειδική στην κατάσταση που επικρατεί στη Λατινική Αμερική.
Το 2014, στο χωριό Ayotzinapa εξαφανίστηκαν στο πετάρισμα ενός βλεφάρου 43 μαθητές. Ο αρχιερευνητής Ενρίκε Πένια Νιέτο συνέταξε αναφορά στην οποία έκανε λόγο για απαγωγή τους από τα καρτέλ ναρκωτικών. Η διεθνής κοινότητα ερευνητών καταδίκασε την αναφορά και υποστήριξε πως υπήρξε βασανισμός και συγκάλυψη από πίσω. Οι 43 μαθητές είναι νεκροί, αλλά κανείς δε γνωρίζει που είναι τα πτώματα τους.
Παρά το ότι η κυβέρνηση του Ομπραδόρ έχει διαθέσει εξελιγμένη τεχνολογία στους ιατροδικαστές και drones για την ανίχνευση, η κατάσταση δεν καλυτερεύει. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι ανίκανη να το σταματήσει» αναφέρει ο Σέζαρ Πενίτσε Εσπεχέλ, ο ανώτατος δικαστής της Chihuahua.
«Κάποιες φορές λέω μέσα μου ότι είναι ακόμα ζωντανός. Άλλες πάλι δεν το πιστεύω. Συνεχίζω όμως να έχω την ελπίδα» λέει η Παδίγια.