Η Νίτα Μπέικερ, έχει μείνει γνωστή ως «Μήδεια του Καλαμακίου», καθώς έπνιξε και τα τρία της παιδιά, όταν έμαθε ότι ο άνδρας της, λοχαγός του αμερικανικού στρατού, Τζολ Μπέικερ, την απατούσε με την Ελληνίδα, Βενετία Σιταρά. Σαν εκδίκηση η 35χρονη αποφάσισε να βάλει τέλος στην ζωή των παιδιών τους, το αιματηρό βράδυ της 27ης Μαΐου 1961.
Ο 36χρονος το 1960 είχε πάρει μετάθεση στην Ελλάδα και έμειναν στο Καλαμάκι με την σύζυγό του, μια ήρεμη αλλά και ψυχρή γυναίκα. Πίστευε πως όλα ήταν καλά, ότι ζούσαν μια ήρεμη ζωή με την οικογένειά τους μέχρι που μια είδηση τα ανέτρεψε όλα. Μια διαφορετική οπτική στην σχέση του έδωσε ο λοχαγός του αμερικανικού στρατού, ο οποίος πίστευε ότι η γυναίκα του τον αντιπαθούσε. Δεν τον άφηνε να την αγγίζει και δεν του συμπεριφερόταν σαν να είναι ζευγάρι.
Η ψυχρότητά της, από όσο φαίνεται, τον έκανε να αναζητήσει αλλού θαλπωρή. Στην Ελλάδα γνώρισε τη Βενετία Σιταρά, με την οποία ανέπτυξε σχέση. Έκαναν βόλτες και βοηθούσε τον Τζολ, ο οποίος της είχε χαρίσει μία φωτογραφική μηχανή. Τις φωτογραφίες αυτές βρήκε η Νίτα στον κίτρινο φάκελο στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του άντρα της. Ποτέ δεν φανταζόταν ότι κάποιες χαρούμενες στιγμές θα γίνονταν η αφορμή για μια ανείπωτη τραγωδία.
Στις 27 Μαΐου, λοιπόν, αφού έβαλε για ύπνο τα τρία της παιδιά άνοιξε τη Βίβλο και διάβασε το «επί του όρους ομιλία», εστιάζοντας στη μοιχεία. Αφού έγραψε κάποιες σκέψεις της, σε μορφή επιστολής, τελειοποίησε το έγκλημα στο μυαλό της. Με ένα κορδόνι στραγγάλισε την κόρη της Κίτι. Μετά πήγε στο διπλανό και έκανε το ίδιο και με την άλλη της κόρη της, την Σουζάνα. Ο 8χρονος γιος της ήταν ο μόνος που αντιστάθηκε, καθώς ξύπνησε όταν η μητέρα του μπήκε στο δωμάτιο. Ο Τζο την έγδαρε στα χέρια, αλλά δεν κατάφερε να σωθεί.
Η τελευταία πράξη ολοκληρώνεται στην 9 το βράδυ, όταν πάει να βάλει τέλος στη ζωή της και με ένα μαχαίρι προσπάθησε να κόψει την καρωτίδα της. Το αίμα κύλησε στον λαιμό της και λιποθύμησε. Ο άντρας της μαζί με έναν συνάδελφό του, τον Αμερικανό λοχαγό Χάβρον, την βρήκε πεσμένη σε μια κηλίδα αίματος, στην κουζίνα. Έτρεξε στα δωμάτια των παιδιών και συνειδητοποίησε ότι δεν αναπνέουν.
Κατέφθασαν άμεσα ασθενοφόρα της Βάσης, που μεταφέρουν λιπόθυμη τη μητέρα και σε νευρικό κλονισμό τον πατέρα στο νοσοκομείο της Βάσης του Ελληνικού. Τις απαντήσεις στο τι την οδήγησε να σκοτώσει τα τρία της παιδιά και στην συνέχεια να προσπαθήσει να αυτοκτονήσει δίνει το γράμμα που είχε γράψει. Στην ουσία πρόκειται για ένα παραλήρημα, που συνέταξε στο peak της ψυχολογικής της κατάρρευσης, όπου κατηγορεί για μοιχεία τον σύζυγό της. Η ίδια δεν μπορεί να μιλήσει, αφού πάλευε για τη ζωή της με συνεχείς μεταγγίσεις αίματος.
Ο Τύπος την χαρακτήριζε «Μήδεια» του Καλαμακίου
Όταν συνήλθε, έδωσε την πρώτη της κατάθεση. «Πριν από έξι μήνες ήμουν η πιο ευτυχισμένη μητέρα στον κόσμο. Μετά έμαθα ότι ο άντρας μου με απατούσε με μια άλλη. Δεν έπρεπε να ζήσουμε ούτε εγώ ούτε τα παιδιά μου». Η φωτογραφία που βρίσκει τυχαία, που απεικονίζει τον σύζυγό της αγκαλιά με μια «ωραία γυναίκα» και το κραγιόν στο πουκάμισό του, ήταν αρκετά για να την οδηγήσουν στην παράνοια.
Καθ’όλη τη διάρκεια της ανάκρισης δεν ρώτησε ποτέ τι απέγιναν τα παιδιά της, ούτε θυμόταν την απόπειρα αυτοκτονίας της. Προφανώς δεν φάνηκε να το μετανιώνει, ούτε ζήτησε ποτέ συγγνώμη. Η διάγνωση των ψυχιάτρων και το δικαστήριο αποφάσισε τον εγκλεισμό της σε ένα ψυχιατρείο, αποδεχόμενο ότι στη διάρκεια των φόνων βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση. «Ψυχογενής μελαγχολία σοβαρής μορφής» ήταν το πόρισμα, ενώ ο Τύπος την χαρακτήρισε «σύγχρονη Μήδεια». Η μελαγχολία της είναι ψυχογενής, λόγω της συμπεριφοράς του συζύγου. Φοβόταν ότι εάν πέθαινε η ίδια, τότε εκείνος θα φερόταν στα παιδιά τους, όπως φέρθηκε σε εκείνη. Δεν απαντά άμεσα όμως στο γιατί σκότωσε τα παιδιά της.
Οι ψυχίατροι αποφαίνονται ότι κατά τη διάρκεια των δολοφονιών η κατηγορουμένη «…είχε ελαττωμένη ικανότητα να αντιληφθεί τι έπραττε», ένα ακόμα ελαφρυντικό. Παραμένει ανέκφραστη και συνεχίζει να λέει ότι θέλει να πεθάνει. Το δικαστήριο όμως κηρύττει την ετυμηγορία των ενόρκων πεπλανημένη, με αποτέλεσμα η δίκη να επαναληφθεί την άνοιξη του 1962, αυτήν τη φορά στο Κακουργιοδικείο Πειραιά, καθώς ένας Έλληνας Εισαγγελέας δεν πείστηκε.
Έγινε για πρώτη φορά λόγος για ενδοοικογενειακή βία από τη πλευρά του άντρα της. Ακόμα, επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς του, ότι δεν είχαν κοιμηθεί ποτέ μαζί από όταν ήρθαν στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι δεν ήθελε να την αγγίζει γιατί τον φοβόταν. Παραμένει ανέκφραστη και ψυχρή, παρά την φορτισμένη κατάθεση του συζύγου της, ο οποίος αποκάλυψε όσα αντίκρισε. Καθοριστική για την απόφαση του δικαστηρίου είναι η κατάθεση του ψυχιάτρου Μικρόπουλου, που την εξέτασε μόλις δύο ημέρες μετά το έγκλημα. «Νομίζω ότι η κατηγορουμένη είχε αντίληψη του τι έκανε, αλλά διέπραξε το έγκλημα ακριβώς επειδή είχε ανώριμη προσωπικότητα και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζωή μαζί με τον σύζυγό της».
Της επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 16 ετών, αλλά δύο χρόνια αργότερα έλαβε χάρη και επέστρεψε στις ΗΠΑ. Σε επιστολή προς τον δικηγόρο της αναφέρει πως θεραπεύτηκε από τα ψυχολογικά της προβλήματα, ενώ νοσταλγεί την Ελλάδα, παρά τα όσα είχε διαπράξει.
Μάλιστα, με αφορμή το ειδεχθές έγκλημα, γυρίστηκε ταινία το 1978, από τον Ζυλ Ντασέν με τίτλο “A dream of passion” («Κραυγή γυναικών» ή «Η άλλη Μήδεια»). Η Μελίνα Μερκούρη ενσάρκωσε μια ηθοποιό που έψαξε την υπόθεση και επισκέφτηκε τη Νίτα Μπέικερ στις φυλακές Κορυδαλλού.
Πηγή ιστορίας: mixanitouxronou.gr