Η συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου έσπασε ρεκόρ το 2022, μια τάση που δεν φαίνεται να αντιστρέφεται, προειδοποίησε σήμερα ο ΟΗΕ, ζητώντας να μειωθεί επειγόντως η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων.
Για πρώτη φορά, το 2022, οι μέσες παγκόσμιες συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα (CO2), του αερίου που ευθύνεται περισσότερο για την κλιματική αλλαγή, ξεπέρασαν το 50% των προβιομηχανικών επιπέδων.
Αυτές συνέχισαν να αυξάνονται φέτος, σύμφωνα με το Δελτίο Αερίων του Θερμοκηπίου του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού (WMO), το οποίο δόθηκε στη δημοσιότητα δύο εβδομάδες πριν από την σημαντικότερη διάσκεψη COP που διεξάγεται μετά την συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και η οποία θα πραγματοποιηθεί από τις 30 Νοεμβρίου ως τις 12 Δεκεμβρίου στο Ντουμπάι.
Οι συγκεντρώσεις μεθανίου (CH4) και τα επίπεδα υποξειδίου του αζώτου (N2O) κατέγραψαν επίσης ρεκόρ πέρυσι, καθώς σημείωσαν την μεγαλύτερη ετήσια αύξησή τους που έχει παρατηρηθεί ποτέ.
«Παρά τις προειδοποιήσεις για δεκαετίες από την επιστημονική κοινότητα, τη δημοσίευση χιλιάδων σελίδων εκθέσεων και τη διοργάνωση δεκάδων διασκέψεων για το κλίμα, συνεχίζουμε να πηγαίνουμε προς την κακή κατεύθυνση», τόνισε ο γενικός γραμματέας του WMO Πέτερι Τάαλας.
Ο στόχος της συμφωνίας του 2015 του Παρισιού για το κλίμα προβλέπει τον περιορισμό της ανόδου της θερμοκρασίας στον πλανήτη «αρκετά κάτω» των 2 βαθμών Κελσίου από την προβιομηχανική εποχή (1850-1900) και ει δυνατόν στον 1,5 βαθμό.
Σύμφωνα με προηγούμενη έκθεση του ΟΗΕ, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη το 2022 ήταν υψηλότερη κατά 1,15°C από αυτήν της προβιομηχανικής εποχής.
«Το σημερινό επίπεδο της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου (στην ατμόσφαιρα) μας οδηγεί σε αύξηση των θερμοκρασιών αρκετά μεγαλύτερη από αυτή που προβλέπεται από τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού ως το τέλος του αιώνα», προειδοποίησε ο Τάαλας.
Ο επικεφαλής του WMO σκιαγράφησε μια ζοφερή εικόνα για την κατάσταση του πλανήτη στο μέλλον:
«Οι καιρικές συνθήκες θα γίνουν πιο ακραίες: έντονη ζέστη και καταρρακτώδεις βροχές, λιώσιμο των πάγων, άνοδος της στάθμης της θάλασσας και αύξηση της θερμοκρασίας», και «θα δούμε μια εκτίναξη των κοινωνικο-οικονομικών και περιβαλλοντικών δαπανών».
Το 2022, η συγκέντρωση στην ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα ανερχόταν σε 417,9 μέρη ανά εκατομμύριο (ppm), αυτή του μεθανίου σε 1.923 μέρη ανά δισεκατομμύριο (ppb) και αυτή του υποξειδίου του αζώτου σε 335,8 μέρη ανά δισεκατομμύριο (ppb), δηλαδή αύξηση 150%, 264% και 124% αντίστοιχα σε σύγκριση με το έτος 1750.
Το διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο ευθύνεται κατά περίπου 64% για την υπερθέρμανση του πλανήτη, προέρχεται κυρίως από την καύση ορυκτών καυσίμων και την παραγωγή τσιμέντου, σημειώνει ο WMO.
Όσο συνεχίζονται οι εκπομπές, το CO2 θα συνεχίσει να συγκεντρώνεται στην ατμόσφαιρα και να προκαλεί αύξηση της θερμοκρασίας παγκοσμίως. Δεδομένης της διάρκειας ζωής του διοξειδίου του άνθρακα, η υπερθέρμανση του πλανήτη που παρατηρείται ήδη θα επιμείνει για δεκαετίες, ακόμη κι αν οι καθαρές εκπομπές μειωθούν γρήγορα στο μηδέν.
«Δεν υπάρχει μαγικό ραβδί για να εξαφανίσουμε το πλεονάζον διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα», υπογράμμισε ο Τάαλας, ο οποίος έκρινε ότι «επείγει να μειωθεί η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων».
Το μεθάνιο, το οποίο συμβάλλει κατά περίπου 16% στην κλιματική αλλαγή και είναι επίσης καίριας σημασίας αέριο στην πρόκληση του φαινομένου του θερμοκηπίου, διατηρείται στην ατμόσφαιρα γύρω στα δέκα χρόνια.
Το ποσοστό αύξησής του πέρυσι ήταν ελαφρώς χαμηλότερο σε σύγκριση με το ποσοστό ρεκόρ που παρατηρήθηκε μεταξύ του 2020 και του 2021, αλλά ήταν σε μεγάλο βαθμό υψηλότερο από το ποσοστό της μέσης ετήσιας αύξησής του τα δέκα προηγούμενα χρόνια.
Όσον αφορά το ποσοστό της αύξησης πέρυσι του υποξειδίου του αζώτου, που ευθύνεται κατά 7% για την κλιματική αλλαγή, «δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλό την σύγχρονη εποχή».
Η επιστημονική κοινότητα έχει γνώση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της, αλλά ο WMO επισημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη για περισσότερες πληροφορίες σε διάφορους τομείς, όπως οι «μηχανισμοί ανάδρασης», που είναι για παράδειγμα η αύξηση των εκπομπών άνθρακα από το έδαφος ή η μείωση της απορρόφησης άνθρακα από τους ωκεανούς λόγω της κλιματικής αλλαγής.