Εάν ο ρυθμός της υπερθέρμανσης του πλανήτη παραμείνει ανεξέλεγκτος θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στους ανθρώπους, θέτοντάς τους σε επικίνδυνες θερμές συνθήκες. Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Sustainability, αξιολόγησε τον αντίκτυπο στους ανθρώπους εάν ο πλανήτης συνεχίσει την προβλεπόμενη τροχιά του και θερμανθεί 2,7 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, σε σύγκριση με τις προβιομηχανικές θερμοκρασίες.

Λαμβάνοντας υπόψη τόσο την αναμενόμενη υπερθέρμανση του πλανήτη όσο και την αύξηση του πληθυσμού, η μελέτη διαπίστωσε ότι μέχρι το 2030 περίπου δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι θα αντιμετωπίζουν μέσες θερμοκρασίες 29 βαθμών Κελσίου (84 βαθμούς Φαρενάιτ) ή υψηλότερες.

Ο Timothy Lenton, ένας από τους δύο κύριους συγγραφείς της μελέτης, αναφέρει πως το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορούσε να βρεθεί σε κλιματικές συνθήκες που δεν υποστηρίζουν την «ανθρώπινη άνθηση».

Σύμφωνα με την έκθεση, η θέση αποτελείται από μέρη όπου η μέση ετήσια θερμοκρασία κυμαίνεται από 13 βαθμούς Κελσίου (55 βαθμούς Φαρενάιτ) έως περίπου 27 βαθμούς Κελσίου (81 βαθμούς Κελσίου). Έξω από αυτή τη βιοθέση, οι συνθήκες τείνουν να είναι πολύ ζεστές, πολύ κρύες ή πολύ ξηρές.

Η μελέτη καθόρισε ότι ενώ λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού εκτίθεται επί του παρόντος σε επικίνδυνη ζέστη, με μέσες θερμοκρασίες 29 βαθμών Κελσίου ή υψηλότερες, η κλιματική αλλαγή έχει ήδη θέσει περισσότερους από 600 εκατομμύρια ανθρώπους έξω από τη βιοθέση.

Εάν η Γη θερμανθεί 2,7 βαθμούς Κελσίου, η Ινδία, η Νιγηρία, η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες και το Πακιστάν θα είναι οι πέντε πρώτες χώρες με τον περισσότερο πληθυσμό που εκτίθεται σε επικίνδυνα επίπεδα θερμότητας, σύμφωνα με τη μελέτη.

Ολόκληρος ο πληθυσμός ορισμένων χωρών, όπως η Μπουρκίνα Φάσο και το Μάλι, καθώς και μικρά νησιά που ήδη κινδυνεύουν από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, θα αντιμετωπίσουν άνευ προηγουμένου υψηλές θερμοκρασίες.

Στα χειρότερα σενάρια, εάν η Γη θερμανθεί κατά 3,6 ή ακόμα και 4,4 βαθμούς Κελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα, ο μισός παγκόσμιος πληθυσμός θα βρισκόταν εκτός της κλιματικής βιοθέσης, αποτελώντας αυτό που η έκθεση αποκαλεί «υπαρξιακό κίνδυνο».

Σύμφωνα με την έκθεση, η διαβίωση εκτός της βιοθέσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας, καθώς η έκθεση σε θερμοκρασίες άνω των 40 βαθμών Κελσίου θα μπορούσε να είναι θανατηφόρα, ειδικά εάν η υγρασία είναι τόσο υψηλή που το σώμα δεν μπορεί πλέον να κρυώσει σε θερμοκρασία που μπορεί να διατηρήσει κανονικές λειτουργίες.

Η υπερβολική ζέστη προβλέπεται επίσης να μειώσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών και να αυξήσει τις συγκρούσεις και την εξάπλωση ασθενειών.

Οι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει εδώ και καιρό ότι η θέρμανση πέραν του 1,5 βαθμού Κελσίου θα είχε ως αποτέλεσμα καταστροφικές και δυνητικά μη αναστρέψιμες αλλαγές. Καθώς οι περιοχές εντός της βιοθέσης του κλίματος συρρικνώνονται καθώς οι παγκόσμιες θερμοκρασίες αυξάνονται, ένα μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού θα εκτίθεται επίσης πιο συχνά σε ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως ξηρασίες, καταιγίδες, πυρκαγιές και καύσωνες.

Νωρίτερα αυτό το μήνα, ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός ανακοίνωσε ότι μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, υπάρχει πιθανότητα 66% η θερμοκρασία του πλανήτη να είναι περισσότερο από 1,5 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη από τα προβιομηχανικά επίπεδα για τουλάχιστον ένα χρόνο.