Η Μελίνα δεν ήταν Αγία. Ήταν μια γυναίκα γεμάτη πάθη και λάθη. Τα πάθη της, ουδέποτε προσπάθησε να τα χαλιναγωγήσει – δεν την ένοιαζε να δείχνει «καθώς πρέπει». Και τα λάθη της, ποτέ δεν επιχείρησε να τα κρύψει κάτω από το χαλί. Τα αναγνώρισε, τα μετάνιωσε, προσπάθησε να τα διορθώσει.
Αν μπορούσε να κάνει έναν απολογισμό της ζωής της, λίγο πριν ο καρκίνος την κερδίσει στο άνισο μπρα-ντε-φερ που έπαιξαν για χρόνια, θα γελούσε με το χαρακτηριστικό, σχεδόν τραγουδιστό γέλιο της. Διότι γλέντησε, διασκέδασε, χόρεψε, ταξίδεψε, ερωτεύτηκε, παθιάστηκε, έκλαψε, αγωνίστηκε. Διότι έζησε. Έζησε δυο – τρεις ζωές, στη συσκευασία της μιας. Με τον τρόπο που ήθελε, χωρίς φραγμούς, περιορισμούς, κοινωνικές συμβάσεις, ηθικές υποχρεώσεις και άλλα τέτοια «μικροαστικά».
Δεν ήταν άλλωστε ποτέ «μικροαστή» η Μελίνα. Ο παππούς της, Σπυρίδων, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια Δήμαρχος Αθηναίων. Ο πατέρας της, Σταμάτης, ήταν Αξιωματικός του Ιππικού, αργότερα Βουλευτής και Υπουργός. Η ίδια γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1920 στην Αθήνα. Στα 18 της, ήξερε ήδη τι θέλει να κάνει – σχεδόν ήξερε τι προοριζόταν να γίνει: το Σεπτέμβρη του 1938 έγινε δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό. Μοιραία γυναίκα ήδη από τα 18 της, πασπαλισμένη με ένα σταριλίκι πρωτόγνωρο, με μια στόφα μοναδική.
Η Μελίνα θα είναι εις τους αιώνες των αιώνων μια από τις σημαντικότερες Ελληνίδες που πάτησαν το πόδι τους σε αυτή τη χώρα, που την ομόρφυναν και την έκαναν καλύτερη. Θα είναι πάντα αυτή που έκανε τους Έλληνες να αγαπήσουν λίγο παραπάνω τον εαυτό τους, όπως ακριβώς εκείνη αγάπησε τη ζωή στον απόλυτο, στον υπερθετικό βαθμό.
Η γυναίκα Μελίνα
Είχε τέσσερις μεγάλες, καθοριστικές σχέσεις στη ζωή της. Δεν ξέρουμε πόσες ακόμα φορές ερωτεύτηκε, ξέρουμε όμως ότι την ερωτεύτηκαν δεκάδες άντρες που δεν μπόρεσαν ποτέ να την έχουν. «Εμένα όποιος άνδρας με γνωρίσει, με το “καλημέρα” χωρίζει τη γυναίκα του», συνήθιζε να λέει, καθώς οι τέσσερις δεσμοί που είχε κάνει, ήταν με παντρεμένους. Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, πάμπλουτο κτηματία Παναγή Χαροκόπο.
Ο γάμος τους, τυπικά, τελειώνει το 1962, αλλά ουσιαστικά κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν, ούσα σπουδάστρια της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου, συνδέεται ερωτικά με τον μαυραγορίτη επιχειρηματία Φειδία Γιαδικιάρογλου. Η επιλογή της αυτή, κατακρίθηκε έντονα: την ώρα που ο ελληνικός λαός λιμοκτονούσε, εκείνη ζούσε μέσα στις ανέσεις. Δεν είχε διστάσει να μιλήσει δημόσια γι’ αυτό, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της για τη μη συμμετοχή της στην Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
«Εγώ δεν είμαι περήφανη για το τι έκανα μέσα στη Κατοχή. Έβλεπες τους ανθρώπους μέσα στα κάρα, τα πτώματα των ανθρώπων και περνούσες. Δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου», αφηγείται στο δημοσιογράφο, Γιώργο Δουατζή. Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Είναι η εποχή όπου ο αδελφός της, Σπύρος, είχε περάσει στην Αντίσταση ως μέλος της ΕΠΟΝ. Πολλές φορές η Μελίνα έπαιρνε κρυφά τα χρήματα του Γιαδικιάρογλου και τα έδινε στον αδερφό της για την Αντίσταση, έκρυβε τόσο τον ίδιο όσο και τους συντρόφους του.
Στα τέλη της δεκαετίας του 40, η Μελίνα γνώρισε τον Πύρρο Σπυρομήλιο με τον οποίο υπήρξαν ζευγάρι για εφτά ολόκληρα χρόνια. Ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και ήρωας του αλβανικού μετώπου. Το 1955 υπήρξε η χρονιά – σταθμός της καριέρας και της ζωής της. Ήταν η χρονιά που πρωταγωνίστησε στην πρώτη κινηματογραφική της ταινία, την Στέλλα. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κατά την προβολή της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ζυλ Ντασέν, με τον οποίο έμεινε μαζί του, έως το τέλος της ζωής της.
Η Μελίνα της μεγάλης οθόνης
Η «Στέλλα», η πρώτη της ταινία, ήταν και η μοναδική που έκανε με ελληνική παραγωγή και την έφερε υποψήφια για βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών. Το 1957 παίζει στην πρώτη της ξενόγλωσση ταινία, σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Εκεί σφραγίστηκε επίσημα ο έρωτας της με τον Ντασέν. Με το «Ποτέ την Κυριακή το 1960», απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση. Η ίδια έγινε διεθνής σταρ και η Ελλάδα παγκόσμιος προορισμός.
Ένα υπέροχο περιστατικό διαδραματίστηκε εκείνη τη χρονιά, τον Μάιο συγκεκριμένα, στις Κάννες, όπου έφτασε η ταινία χωρίς καλά – καλά να έχει μονταριστεί: ο εκπρόσωπος της United Artist, επειδή ήταν φτηνή παραγωγή, μόλις 125 χιλιάδων δολαρίων, δεν τους υποδέχτηκε όπως θα έπρεπε. Ο Ντασέν, νευριασμένος, αποφασίζει να στήσει ένα κανονικό ελληνικό γλέντι με χορό, τραγούδι και πραγματική διασκέδαση. Ποτήρια και πιάτα εκσφενδονίζονται δεξιά κι αριστερά και σπάνε στα πατώματα και η αίθουσα του καζίνο μετατρέπεται σε ταβέρνα, με παρόντες το Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιώργο Ζαμπέτα, την Άννα Χρυσάφη, ορχήστρα και χορευτές.
Στην προβολή της ταινίας, επικρατεί πανζουρλισμός: το κοινό, ξεσπά σε χειροκροτήματα από τους τίτλους αρχής, η ταινία θριάμβευσε και η Μελίνα ήταν η απόλυτη πρωταγωνίστρια του φεστιβάλ – μάλιστα κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ. Το έχασε τελικά από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, αλλά ο Μάνος Χατζιδάκις πήρε το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού. Για την ιστορία, η ταινία των 125 χιλιάδων δολαρίων έφερε με τις πολλαπλές προβολές του σε όλο τον κόσμο αρκετά εκατομμύρια.
Στη «Φαίδρα», το 1962, είχε συμπρωταγωνιστή τον Άντονι Πέρκινς, με τον οποίον γεννήθηκε ένας μεγάλος αλλά πλατωνικός έρωτας. Το «Τοπ Καπί» το 1964, αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της καριέρας της. Ο Πήτερ Ουστίνοφ δεν την συμπάθησε πολύ, διότι προτιμούσε να κάθεται με τις φίλες της στα διαλείμματα των γυρισμάτων παρά να ασχολείται μαζί του, ενώ ο Μαξιμίλαν Σελ δεν της άρεσε γιατί ήταν πάρα πολύ όμορφος για άντρας.
Το 1965, γυρίζει για το αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο ABC, ένα αφιέρωμα με τίτλο «Η Ελλάδα της Μελίνας». Αντίστοιχα είχαν γυρίσει η Σοφία Λόρεν και η Ελίζαμπεθ Τέιλορ για τις γενέτειρες τους. Το 1966 γυρίζει την ταινία «Κάποιος μπορούσε να πεθάνει» – ο Τζέιμς Γκαρνερ την κυνήγησε και την φλέρταρε με επιμονή αλλά ατύχησε. Στο φινάλε της ταινίας ακούγεται ο Φρανκ Σινάτρα στο τραγούδι «Strangers in the night», το οποίο αρχικά είχε προταθεί να τραγουδήσει η Μελίνα Μερκούρη.
Σημαντική στιγμή στην κινηματογραφική της καριέρα είναι το φιλμ «Υπόσχεση την αυγή» το 1970, όπου υποδύεται τη μάνα που μεγαλώνει και γερνάει δίπλα στον γόη της εποχής Ασάφ Νταγιάν. Η ταινία «Δοκιμή» του 1974 είναι εμπνευσμένη από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Συμμετέχουν μια σειρά από σπουδαίες προσωπικότητες όπως ο Λόρενς Ολιβιέ, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Μίκης Θεοδωράκης και άλλοι. Το 1977 γυρίζει το τελευταίο της φιλμ «Κραυγή γυναικών», βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα.
Όταν η Μελίνα φλέρταρε με το θάνατο
Στην περίοδο της κατοχής έφτασε για πρώτη φορά κοντά στον θάνατο. Ένα απόγευμα καθώς βρισκόταν σε ένα μπαρ της Ομόνοιας μαζί με τη Δέσπω Διαμαντίδου, τον Ανδρέα Φιλιππίδη και με τον τότε δεσμό της Φειδία, μπήκαν τρεις άνδρες των SS και διέταξαν την παρέα να πάει κοντά τους. Όλοι υπάκουσαν, εκτός από τη Μελίνα. «Θα μετρήσω ως το τρία και θα πυροβολήσω» την προειδοποίησε ένας Γερμανός και λίγο μετά πυροβόλησε, κάνοντας θρύψαλα το ποτήρι δίπλα στον αγκώνα της. Η Μελίνα πετάχτηκε με οργή πάνω και άρχισε να τον βρίζει, παραβλέποντας ότι θα μπορούσε να την πυροβολήσει ξανά. Η Στρατιωτική Αστυνομία μάζεψε τους στρατιώτες και κάπως έτσι σώθηκε η ζωή της.
Κατά τη διάρκεια της επταετίας, χρησιμοποίησε τη φήμη της για να πολεμήσει τη Χούντα, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα, να απαγορεύσει η λογοκρισία τους δίσκους και τις ταινίες της και να δημευτεί όλη η περιουσία της. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα.
Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων του «Illya Darling» στις Η.Π.Α, ξεκίνησε να κάνει τις πρώτες της δηλώσεις εναντίον της Χούντας, στην Αμερικανική τηλεόραση. Από εκείνη την περίοδο άρχισαν και οι απειλές κατά της ζωής της. Τηλεφωνήματα, εκατοντάδες γράμματα, ακόμα και εικόνες σεξουαλικών βασανιστηρίων και διαστροφής. Το FBI έχοντας πληροφορίες ότι επίκειται δολοφονική επίθεση εναντίον της, της παραχωρεί αστυνομική προστασία.
Μια μέρα, ένα αυτοκίνητο πλευρίζει το δικό της. Την βρίζουν με χυδαίες εκφράσεις. Εκείνη ανοίγει το παράθυρο για να τους απαντήσει ανάλογα και αντικρύζει την κάνη ενός όπλου να τη σημαδεύει. Σώθηκε διότι οι άγνωστοι άντρες αντιλήφθηκαν την παρουσία του αστυνομικού στο αυτοκίνητό της.
Στις 7 Μαρτίου του 1969, έγινε απόπειρα βομβιστικής επίθεσης στο θέατρο της Γένοβας, με σκοπό τη δολοφονία της. Η βόμβα ανακαλύφθηκε τυχαία, μετά από έλεγχο της σκηνής. Είχε τοποθετηθεί ακριβώς στο σημείο που θα μιλούσε η Μελίνα. Αμέσως κλήθηκε η πυροσβεστική και η αστυνομία της πόλης. Αφού την τοποθέτησαν στο προαύλιο του θεάτρου, η βόμβα εξερράγη ευτυχώς χωρίς θύματα. Μια άλλη απόπειρα επίθεσης εναντίον της έγινε στο Τορίνο.
Η Μελίνα είχε ξεκινήσει την ομιλία της καταγγέλλοντας τη Χούντα. Μια φάλαγγα από εξαγριωμένους φασίστες ήταν έτοιμοι να της επιτεθούν. Εκείνη την στιγμή μπήκαν μπροστά μέλη του Κ.Κ. Ιταλίας, την περικύκλωσαν δημιουργώντας έτσι μια ανθρώπινη “ασπίδα” με σκοπό να την προστατέψουν, τραγουδώντας προς το μέρος τους, το γνωστό ιταλικό αντιστασιακό τραγούδι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Bella Ciao.
Η Μελίνα της πολιτικής
Επέστρεψε στην Ελλάδα με την πτώση της Χούντας. Αρχικά δέχθηκε πρόταση από το ΚΚΕ, αλλά τελικά αποφάσισε να ιδρύσει το ΠΑΣΟΚ με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Στις εκλογές του 1974 δεν κατάφερε να εκλεγεί στη Β’ Πειραιώς για λίγες ψήφους αλλά τα κατάφερε το 1977 και υπηρέτησε, ανελλιπώς, την Βουλή των Ελλήνων μέχρι το θάνατό της, τα τελευταία χρόνια ως βουλευτής Επικρατείας. Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου της ζήτησε να κατέβει στη Β’ Πειραιά, η Μελίνα απόρησε. «Β’ Πειραιά; Μα εγώ είμαι βέρα Αθηναία!» Κι ο Αντρέας της αποκρίθηκε: «Ναι, αλλά εσύ έχεις κάνει διάσημα τα Παιδιά του Πειραιά», σε ένα μαρκετινίστικο κόλπο, πριν καν ανακαλυφθεί η έννοια του μάρκετινγκ.
Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν. Έδωσε έμφαση στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, καθώς και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
«Υπάρχουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα. Δεν υπάρχουν Ελγίνεια Μάρμαρα» είχε τονίσει στην ομιλία της το 1986 στην Οξφόρδη, παρουσία και του Μπόρις Τζόνσον. Λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1982, η Μελίνα Μερκούρη είχε βρεθεί στο Μεξικό στο πλαίσιο της Γενικής Διάσκεψης της Unesco. «…πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας. Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας…».
Ένα πράγμα είναι σίγουρο: αν ποτέ μας επιστραφούν τα Γλυπτά από το Βρετανικό Μουσείο, θα το χρωστάμε σε μεγάλο βαθμό στον αγώνα της, την επιμονή της, την προσπάθεια που έκανε μέχρι την τελευταία της ανάσα να φωνάξει σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου για την κλοπή αυτή, την ιστορική αδικία που κρατάει αιώνες και την ανάγκη να επιστρέψουν τα Γλυπτά στο σπίτι τους και να επανενωθούν με τα υπόλοιπα. «…Ελπίζω να δω τα Μάρμαρα πίσω στην Αθήνα προτού πεθάνω. Αν όμως έρθουν αργότερα, εγώ θα ξαναγεννηθώ…», είχε πει.
Το τελευταίο αντίο
Έχασε την άνιση μάχη με τον καρκίνο την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994, στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης. Στις 10 Μαρτίου, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού. Ο θάνατός της προκάλεσε πρωτόγνωρες εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο.
Την ώρα της κηδείας της, τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά, ενώ σβήνουν τα φώτα για ένα λεπτό σε ένδειξη πένθους. Σύμφωνα με τους New York Times, αποτελεί πρακτική που συνηθίζεται για τους Αμερικανούς ηθοποιούς που πρωταγωνίστησαν στις θεατρικές σκηνές της Νέας Υόρκης. Η Μελίνα υπήρξε η μοναδική ξένη ηθοποιός που τιμήθηκε με αυτό τον τρόπο από το Μπρόντγουεϊ.