Περιεχόμενα
Την ώρα που στο MEGA βλέπουμε τις 17 Κλωστές, ο Σωτήρης Τσαφούλιας έχει ήδη ξεκινήσει να ετοιμάζει την επόμενη, την 3η του σειρά για την Cosmote TV, βασισμένη πάλι σε αληθινή ιστορία και αυτή τη φορά φαίνεται πως θα ξεφύγει από το βαρύ δράμα και θα κινηθεί προς τη μαύρη κωμωδία. Τουλάχιστον αυτό απορρέει από τα στοιχεία της υπόθεσης με την οποία θα καταπιαστεί.
Ήταν λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1992, όταν οι ειδήσεις και τα κεντρικά δελτία ειδήσεων είχαν ως πρώτο θέμα μία ληστεία που έγινε στην Τράπεζα Εργασίας. Αρχικά δεν δώσαμε πολλή σημασία, στη συνέχεια ωστόσο ακούγοντας το μέγεθος της «λείας» που είχαν οι δράστες αλλά και τη μέθοδο δράσης τους, το «ριφιφί» μπήκε στην καθομιλουμένη ως συνώνυμο μιας καλής μπάζας (και σίγουρα οι δράστες έκαναν καλά Χριστούγεννα εκείνη τη χρονιά).
Η υπόθεση έμεινε ανεξιχνίαστη, παρότι οι έρευνες της αστυνομίας υπήρξαν ενδελεχείς, τίποτα δεν πρόδωσε την ταυτότητά τους, ενώ τα ρεπορτάζ έπαιρναν και έδιναν εκφράζοντας διάφορες θεωρίες σχετικά με τα πρόσωπα που κρύβονταν πίσω από το «ριφιφί του αιώνα», όπως έμεινε γνωστό.
Άραγε πώς θα νιώθουν σήμερα όταν θα παρακολουθήσουν μία σειρά που βασίζεται στο «επίτευγμά» τους, άραγε θα σκεφτούν ότι έκαναν ένα έγκλημα που τελικά δεν υπήρξε τιμωρία, ήταν το τέλειο έγκλημα;
Άραγε θα ζουν ακόμη αυτοί οι άνθρωποι, καλοπερνώντας ίσως και χάρη στα «κέρδη» που αποκόμισαν τότε παρανομώντας;
Στη μικρή οθόνη πάντως θα τους ενσαρκώσει ένα λαμπερό καστ υπό την σκηνοθετική «μπαγκέτα» του Σωτήρη Τσαφούλια.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους θα δούμε τους Ευαγγελία Μουμούρη, Χρήστο Χατζηπαναγιώτη, Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, Πάνο Βλάχο, Βλαδίμηρο Κυριακίδη, Προμηθέα Αλειφερόπουλο, Άρη Λεμπεσόπουλο, Άννα Μενενάκου, Κώστα Φιλίππογλου, Δήμο Γιγαντάκη, Ράνια Παπαδάκου, Αχιλλεά Ζέρβα κ.ά.
Το σενάριο υπογράφουν οι Βασίλης Ρίσβας και Δήμητρα Σακαλή που διαθέτουν μεγάλη εμπειρία στις αστυνομικές σειρές.
Η ιστορία του «ΡΙΦΙΦΙ» ακολουθεί τα γεγονότα γύρω από την περιβόητη ληστεία, όπως
παρουσιάστηκαν μέσα από ρεπορτάζ και ειδήσεις της εποχής, κι έρχεται να καλύψει μυθοπλαστικά
τα δυο μεγάλα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα μέχρι και σήμερα. Ποιοι το έκαναν και γιατί;
Οι Αρχές μίλησαν για οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατικές οργανώσεις και ιδιαίτερα μορφωμένους και αδίστακτους δράστες. Ήταν, όμως, πράγματι έτσι;
Με τη δύναμη της μυθοπλασίας, η νέα παραγωγή της Cosmote tv συνδυάζει τη μεγαλύτερη ληστεία που έγινε ποτέ στην Ελλάδα με μια αληθινή ιστορία ανθρώπινης τραγωδίας, προσφέροντας μας μια ανθρωποκεντρική σειρά, γεμάτη συγκίνηση κι έντονα στοιχεία χιούμορ.
Η ιστορία πίσω από τη μυθοπλασία
Πρόκειται για μία υπόθεση που έκανε τη φαντασία τόσο της κοινωνίας αλλά και των δημοσιογράφων να οργιάζει. Πολλά τα σενάρια που παρουσιάστηκαν κατά καιρούς, οι υποθέσεις και τα πρόσωπα που εικαζόταν ότι κρύβονταν πίσω από το «ριφιφί του αιώνα» στην Τράπεζα Εργασίας (δεν υπάρχει πλέον αυτή η τράπεζα).
Το προφίλ των δραστών, έτσι όπως βγήκε εκείνη την εποχή στη δημοσιότητα, περιέγραφε ανθρώπους που ήταν καλοί γνώστες των χώρων της Τράπεζας Εργασίας του Νέου Κόσμου, υψηλής μόρφωσης και με οργανωτικές ικανότητες.
Κάποιοι είπαν ότι ίσως στελεχιακό δυναμικό της ίδιας της τράπεζας, κάποιοι ότι επρόκειτο για μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή…
Όλα ξεκίνησαν στις 19-20 Δεκεμβρίου του 1992, όταν έγινε γνωστό ότι ληστές έσκαψαν βαθύ τούνελ και με αυτό τον τρόπο μπούκαραν στο κτίριο της Τράπεζας Εργασίας και απέσπασαν 5 δισεκατομμύρια δραχμές (15 εκατομμύρια ευρώ), ποσό αμύθητο εκείνη την εποχή, αν σκεφτούμε ότι με δέκα χιλιάρικα νοίκιαζες σπίτι.
Το πρωί της Δευτέρας 21 Δεκεμβρίου του 1992 οι υπάλληλοι του υποκαταστήματος της Τράπεζας Εργασίας στην οδό Καλλιρόης 19 ανακάλυψαν μία τρύπα στο υπόγειο και 301 από τις συνολικά 1151 θυρίδες, άδειες.
Οι δράστες είχαν διαπράξει τη ληστεία μέσα στο Σαββατοκύριακο που η τράπεζα ήταν κλειστή. Όπως αποδείχτηκε στη διάρκεια της έρευνας είχαν καταφέρει να σκάψουν ένα τούνελ 23 μέτρων σε ένα από τα πιο κεντρικά σημεία της Αθήνας περνώντας απαρατήρητοι. Το τούνελ περνούσε κάτω από την οδό Καλλιρόης, και η είσοδός τους βρισκόταν κοντά στην κοίτη του ποταμού Ιλισσού.
Ήταν κυριολεκτικά εντυπωσιακό ότι κατάφεραν να φέρουν σε πέρας ένα τόσο μεγάλο έργο, ακολουθώντας όλους τους κανόνες στατικής και ασφάλειας, το πρόβλημα του εξαερισμού, κρατούσαν το έδαφος για να μην υποχωρήσει με υποστυλώματα, ενώ κατά μήκος του 23 μέτρων τούνελ είχαν εγκαταστήσει ράγες επάνω στις οποίες κινούταν ένα μικρό βαγόνι.
Πάνω σε αυτό έβαζαν τα μπάζα από την εκσκαφή και τα μετέφεραν έξω απ’ το τούνελ. Όπως αργότερα είπαν οι ειδικοί που συμμετείχαν στην έρευνα, τα «μπάζα ισοδυναμούσαν με δέκα αυτοκίνητα», οπότε παραμένει γρίφος επίσης πού μεταφέρθηκαν όλα αυτά τα μπάζα.
Κανείς δεν τους είδε να σκάβουν, κανείς δεν γνωρίζει πώς κινήθηκαν ή πώς ξεφορτώθηκαν τόσα μπάζα…
Όπως εικάζεται, χρειάστηκαν πάνω από δέκα μέρες για να κάνουν τη διάνοιξη του τούνελ, ενώ αργότερα υπήρξαν αναφορές για περίεργους ήχους που άκουγαν οι κάτοικοι της περιοχής.
Ο τρόπος που επέλεξαν, όπως συμπέραναν οι ερευνητές της αστυνομίας, για να μπορέσουν να περάσουν απαρατήρητοι, ήταν να μεταμφιεστούν σε υπαλλήλους της ΕΥΔΑΠ και έτσι δεν κίνησαν υποψίες στους περίοικους και τους περαστικούς.
Αφού έγινε η ληστεία, τότε ανακαλύφθηκε ότι η «αποχέτευση» την οποία υποτίθεται πως επισκεύαζαν, ήταν η είσοδος του τούνελ.
Τα μόνα ευρήματα που άφησαν πίσω τους, ήταν μία ηλεκτρογεννήτρια, το μικρό βαγονέτο, μερικά εργαλεία και ένας χάρτης της περιοχής. Εντούτοις, κανένα ίχνος από τα παραπάνω δεν αποτελούσε στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει στη σύλληψή τους.
Όσον αφορά τον τρόπο δράσης τους κατά την εισβολή στην τράπεζα, οι δράστες όταν ολοκλήρωσαν το σκάψιμο, βρέθηκαν μπροστά σε έναν τοίχο από ατσάλι σχεδόν πέντε εκατοστών.
Κατάφεραν να τον διαρρήξουν και να εισέλθουν στο υπόγειο, χρησιμοποιώντας ένα επαγγελματικό σετ οξυγονοκόλλησης, ενώ εντύπωση προξένησε ότι οι ληστές δεν ανησύχησαν για την ενεργοποίηση του συναγερμού.
Βέβαια εκείνη την εποχή τα μέτρα ασφαλείας ήταν χαλαρά (όπως και γενικότερα η ζωή μας, για αυτό και ως σύλληψη ακόμη μία τέτοια ληστεία συγκλόνιζε).
Ο διευθυντής της τράπεζας και ο υπεύθυνος ασφαλείας θεώρησαν ότι ο συναγερμός είχε πάθει κάποια βλάβη (πόσο… αφελείς;), και για αυτό τον λόγο χτύπησε τέσσερις φορές μέσα στο Σαββατοκύριακο, ενώ δεν υπήρχε ένδειξη παραβίασης της εισόδου, γεγονός που ενίσχυσε την σκέψη ότι δεν υπήρχε κάποιο σημαντικό πρόβλημα, καθώς ο διευθυντής την πρώτη φορά που ήχησε ο συναγερμός πήγε ο ίδιος να ελέγξει τι συμβαίνει.
Την ώρα λοιπόν που τα διοικητικά στελέχη της τράπεζας ένιωθαν ασφαλή, οι δράστες κατάφεραν να ανοίξουν 301 θυρίδες από τις 1151 συνολικά που διέθετε η τράπεζα και άρπαζαν χρήματα, ράβδους χρυσού και κοσμήματα συνολικής αξίας σχεδόν 5 δισεκατομμυρίων δραχμών που αντιστοιχούν σε περίπου 15 εκατομμύρια ευρώ.
Ένα στοιχείο που θεωρήθηκε σημαντικό ήταν ότι οι δράστες κινήθηκαν στοχευμένα. Δεν άνοιξαν τυχαίες θυρίδες, αλλά συγκεκριμένες, γεγονός που τότε οδήγησε τις Αρχές στο συμπέρασμα ότι στην υπόθεση εμπλέκονταν υπάλληλοι της τράπεζας.
Ένα στοιχείο στη θάλασσα και η μαρτυρία του τσιλιαδόρου
Οι έρευνες ωστόσο απέβησαν άκαρπες… Έπειτα από 22 μέρες από τη μέρα που πραγματοποιήθηκε το ριφιφί, όμως, προέκυψαν νέα στοιχεία που θεωρήθηκε ότι συνδέονταν με τη ληστεία: στις 12 Ιανουαρίου του 1993 ανακαλύφθηκαν τυχαία σε μια παραλία της Βραυρώνας ομόλογα και επιταγές που προέρχονταν από το υποκατάστημα του Νέου Κόσμου.
Ο τότε αρχηγός ΕΛ. ΑΣ. Στέφανος Μακρής, είχε δηλώσει μπροστά στους δημοσιογράφους:
«Βρέθηκαν επιπλέοντα της θαλάσσης, κουτιά που είχανε μέσα διάφορα αντικείμενα, πιθανώς κοσμήματα, βρέθηκαν διάφορες σακούλες, γραμμάτια και συναλλαγματικές. Γίνονται στον ίδιο χώρο και έρευνες περαιτέρω για ανεύρεση τυχόν και άλλων αντικειμένων ή εντοπισμό του σκάφους».
Κάπως έτσι σχηματίστηκε ένα σενάριο που ήθελε τους ληστές να το έχουν σκάσει μέσω θαλάσσης με πλοίο προς το εξωτερικό και θεωρείται η πιο επικρατούσα θεωρία έως και σήμερα. Στοιχεία πάντως για τους δράστες η αστυνομία δεν μπόρεσε να βρει παρότι τους είχαν επικηρύξει με200 εκατομμύρια δραχμές.
Δύο χρόνια μετά, όμως, τον Ιούλιο του 1994, ένας Σύρος κρατούμενος του Κορυδαλλού, ισχυρίστηκε ότι γνώριζε τους δράστες της ληστείας της Εμπορικής Τράπεζας.
Όπως ισχυριζόταν, είχε συμμετάσχει στη ληστεία, ως τσιλιαδόρος. Είπε επίσης ότι είχε αναλάβει να σχεδιάσει τα υποστυλώματα που χρησιμοποιήθηκαν στο τούνελ, με αμοιβή 30 εκατ. Δραχμών, την οποία δεν έλαβε ποτέ.
Αντιθέτως, έλαβε μόνο 3 εκατ. δρχ. μετά το ριφιφί και για αυτό τον λόγο αποφάσισε να δώσει στοιχεία στις Αρχές.
Ο Χαλίντ, όπως ονομαζόταν, ως δράστες τον υποδιευθυντή του υποκαταστήματος, Αναγνώστη Καλαφάτη, τον υπάλληλο των ΕΛΤΑ, Λάμπρο Κότσαλο και τους επιχειρηματίες, Στέλιο Κολοβό, Διονύσιο Παπασταματάτο και Εμμανουήλ Σπανουδάκη.
Συνολικά «έδωσε» 17 άτομα. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους όμως ο Χαλίντ θα αναστείλει την κατάθεσή του, μιλώντας και πάλι στην τηλεόραση. Το 1995, το Συμβούλιο Εφετών με βούλευμά του, απάλλαξε από όλες τις κατηγορίες όλους τους παραπάνω.
Τα σενάρια και οι μύθοι ενός… ριφιφί
Τα σενάρια που αναπτύχθηκαν για το τι τελικά συνέβη στη ληστεία του αιώνα, αλλά και για τους δράστες στα επόμενα χρόνια ήταν πολλά.
Ένα από αυτά ήθελε πίσω από τη ληστεία του αιώνα να βρίσκονται μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, ειδικότερα της τρομοκρατικής οργάνωσης, Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας (ΕΛΑ) που εκείνη την εποχή είχε έντονη δράση, σε συνεργασία με υπαλλήλους άλλων υποκαταστημάτων της Τράπεζας Εργασίας, οι οποίοι βοήθησαν την οργάνωση να προχωρήσει στη ληστεία.
Ακούστηκε επίσης ότι επρόκειτο για επιχείρηση της ιταλικής μαφίας, με σύνδεσμο έναν Έλληνα, οι οποίοι ήρθαν στη χώρα μας και με την τεχνογνωσία που κατείχαν διέπραξαν το έγκλημα. Μάλιστα κάποιο χρονικό διάστημα αργότερα συνελήφθησαν τα μέλη μίας σπείρας εξειδικευμένης σε ριφιφί στη γειτονική Ιταλία.
Κυκλοφόρησε και η φήμη ότι στις θυρίδες της τράπεζας έκρυβαν κοκαΐνη και για αυτό το λόγο με κάποιο τρόπο η υπόθεση συγκαλύφτηκε και δεν δόθηκαν ποτέ επαρκείς απαντήσεις που θα οδηγούσαν στους δράστες.
Αποκυήματα της φαντασίας, ψήγματα αλήθειας, μαρτυρίες που ίσως συγκαλύφτηκαν; Κανείς δεν γνωρίζει… Ίσως ένα τέλειο έγκλημα που δεν κατάφερε ποτέ κανείς να λύσει τον γρίφο του…