5 Ιουλίου 2004. Ο ήλιος είναι πληθωρικός και σε ιδρώνει σε κάθε σου βήμα. Εγώ, 13 ετών, παρέα με τη μάνα μου, την αδερφή μου, έναν παιδικό φίλο, τον Βαγγέλη, την αδερφή του Χρύσα και τη μαμά τους που έκανε παρέα με τη δική μου. Οι πατεράδες μας στις δουλειές τους. Εμείς έχουμε ξεκινήσει από τις 3-4 το μεσημέρι για να πάμε στο Καλλιμάρμαρο. Πιστεύαμε ότι θα βρούμε εύκολα θέσεις να κάτσουμε. Μας πήρε μιάμιση ώρα. Κι εμείς ήμασταν από τους τυχερούς. 6 ώρες μετά, υποδεχόμασταν τους ήρωες του Euro 2004.

Έτσι τους αποκαλούσαμε όλοι το 2004: ήρωες. Ήταν η ωραίοτερη μέρα της ζωής μας. Ή και όχι. Όταν όμως είσαι ένα αγοράκι που όλη του η ζωή είναι η μπάλα και δη τα καλοκαίρια, που έχει σταθερό ραντεβού με τους φίλους του στην πλατεία και δεν χρειάζεται καν να πάρει τηλέφωνο ο ένας τον άλλον, εκείνο το βράδυ της 4ης Ιουλίου, μέχρι και το βράδυ της επόμενης ημέρας…Τι λέω, εκείνος ο μήνας από τις 10 Ιουνίου μέχρι τον τελικό του Euro 2004, ήταν ο ωραιότερος της παιδικής μου ηλικίας.

Θυμάμαι το πρώτο ματς με την Πορτογαλία, το εναρκτήριο του Euro 2004, το είχα δει σε επανάληψη. Το ματς με την Ισπανία το είχα δει στο μίνι μάρκετ της γειτονιάς που το δούλευε μια φίλη της μάνας μου. Ήταν το καλοκαίρι της Ά προς Β΄Γυμνασίου. Αυτό σήμαινε πως για μένα ήταν η πρώτη χρονιά με εξεταστική το καλοκαίρι.

Όλα τα ματς μέχρι τον ημιτελικό με την Τσεχία, τα είχα δει με τον παπού και τη γιαγιά. Είχαν μόλις μετακομίσει από τη γειτονιά που μένω, στη Γλυφάδα. Ο ημιτελικός και ο τελικός είναι οι δύο πιο έντονες στιγμές ευδαιμονίας που θυμάμαι από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Και είναι οι πηγές που τις γέννησαν.

Στην πλατεία της γειτονιάς, ένας μεγάλος πεζόδρομος γεμάτος με καφετέριες και 3 σουβλατζίδικα, ήταν γεμάτος κάθε μέρα ασφυκτικά για 10 μέρες. Καθόμασταν στις καφετέριες να πιούμε χυμό ή καμία μπύρα στα πολύ μουλωχτά από τους γονείς μας και παράλληλα παραγγέλναμε από το σουβλατζίδικο δίπλα ένα τυλιχτό. Και κανείς δεν είχε πρόβλημα. Δουλίτσα να υπάρχει για όλους. Τότε ήταν μια εποχή που ακόμα μαθαίναμε το ευρώ, μπορούσες ακόμα να δώσεις δραχμές και το τυλιχτό έκανε 1.20.

Δεν υπήρχαν όλα αυτά τα περίεργα που συναντάς σήμερα. Τότε, το πιο extreme ήταν να πάρεις δίπιτο και να βάλεις ταυτόχρονα σος και τζατζίκι. Εγώ που ήμουν ένας 13χρονος μπούλης που στο σχολείο τον φώναζαν «χοντροκώλη», το έκανα.

Το βράδυ της 4ης Ιουλίου, είχαμε συνεννοηθεί όλοι οι φίλοι μεταξύ μας, είχαμε πιάσει από τις 5 το απόγευμα ένα τραπέζι στη γωνιακή καφετέρια. Εκεί όπου λίγες εβδομάδες πριν βλέπαμε την Πανάθα να σηκώνει πρωτάθλημα – το πρώτο της συνειδητής ζωής μου – θα βλέπαμε την Εθνική Ελλάδος να γίνεται πρωταθλήτρια στην Ευρώπη, τη Μέκκα του ποδοσφαίρου.

Το άγχος ήταν έντονο σε όλους. Είχαν κάνει την εμφάνιση τους πλανόδιοι που πουλούσαν μπλουζάκια με τη σημαία της Ελλάδας, σαν αυτό που φορούσε ο Σάκης στο Shake It, σημαίες και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Το πρώτη ημίχρονο έφυγε σχετικά ήρεμα. 

Στο 57ο λεπτό ήρθε η στιγμή που έκανε ένα ολόκληρο έθνος να ξεχάσει πως είναι μικρό και να νιώσει μεγάλο. Όλοι μας αγκαλιαζόμασταν και πιστεύαμε ότι ξαφνικά το μπόι μας είχε αυξηθεί. Βλέπαμε τον Γκαγκάτση να δακρύζει, αναρωτιόμασταν γιατί δεν δείχνει η κάμερα τον Καραμανλή και λέγαμε πως από δω και πέρα θα μας σέβονται όλοι. Αλλά και θα μας πολεμήσουν γιατί τους πήραμε το Euro. Την είχαμε στο αίμα μας τη συνωμοσία.

Χαιτέμποροι, αρκουδιάρηδες με 3 στρώματα τρίχας στην πλάτη, Αλβανοί και Έλληνες, οικοδόμοι και αριστοκράτες της φακής, ήταν μαζεμένοι σε αυτή την πλατεία εκείνο το βράδυ. Και αγκαλιάστηκαν. Ξέχασαν όσα τους χωρίζουν και ούρλιαξαν ως το στερέωμα για να ενώσουν την ψυχή τους με άλλα 10 εκατομμύρια.

Από το γκολ του Χαριστέα, μέχρι το σφύριγμα της λήξης, τα αχ και βαχ ήταν σε τακτά διαστήματα. Όταν ο Μερκ σφύριξε στο 94 για τελευταία φορά, έγινε αυτό που έλεγε ο Βερνίκος λίγο μετά, όταν σήκωσε ο Ζαγοράκης το Κύπελλο Ευρώπης. Ήμασταν στον 7ο ουρανό όλοι αδέρφια.

Δεν το σκεφτήκαμε στιγμή. Εγώ ο 13χρονος, ο 14χρονος Βαγγέλης και ο 15χρονος Τάσος, γίναμε ένα μπουλούκι με τους γονείς μας και πήγαμε μέσα στη νύχτα με τα πόδια από τη Γούβα στο Παναθηναϊκό Στάδιο και συμμετείχαμε με συνθήματα και φωνές στο πάρτι δεκάδων χιλιάδων που είχε στηθεί. Κόρνες, σημαίες, παντού το μπλε και το λευκό.

Οι γονείς μας κάποια στιγμή αποφασίζουν να μας πάρουν από κει και να γυρίσουμε. Δεν είχαμε χορτάσει. Στον γυρισμό τους ειρωνευόμασταν πως μας πάνε για νάνι και θα μας δώσουν και το γαλατάκι μας. Πόσο αγόρια ήμασταν…

Κάνενα επόμενο καλοκαίρι της ζωής μου μέχρι την ενηλικίωση δεν ήταν σαν αυτό του 2004. Μπορεί να φταίει που ήμουν πια έφηβος. Αυτό σημαίνει σκιρτήματα, δυσκολία στην προσέγγιση των κοριτσιών, εφίδρωση, φόβος, πίεση στο σχολείο και πολλά ακόμα που με κυνηγούσαν από τότε και για αρκετά χρόνια μετά. 

Πολλές φορές σκέφτομαι ότι δεν είμαι και πολύ διαφορετικός από την ευθύτητα και την ειλικρίνεια εκείνου του 13χρονου, το 2004. Σίγουρα είμαι πιο καθαρός, αλλά δε νομίζω πως οι εμπειρίες της ζωής μου με έκαναν και κανέναν σπουδαίο. Ίσως εκείνος ο 13χρονος να ήταν πολύτιμος σήμερα. Τα όσα ένιωσε εκείνο το βράδυ πάντως, μάλλον θα τα έπαιζα σε επανάληψη αν υπήρχε Παράδεισος και ήταν αυτή η φάση, να ξαναζείς τις στιγμές της ζωής σου σε λούπα.

Το Euro 2004 ήταν σημαντικό για τις καριέρες 23 ποδοσφαιριστών. Ήταν όμως πιο σημαντικό για τις ζωές τόσων εκατομμυρίων. Ήταν πολύ σημαντικό για τον Στέργιο του 2004 που ακόμα ψάχνει κομμάτια του εαυτού του σε εκείνο το βράδυ, σε εκείνον τον Στέργιο, τον πιο άνετο, με λιγότερη ανάγκη να ερωτεύεται κοπέλες και να αγαπάει ανθρώπους.

Με τον Στέργιο που μπορούσε και να αγαπάει τη μπάλα που κλωτσούσε, τη Select τη βρεγμένη που του έσκαγε στα μούτρα και έτσουζε για μια βδομάδα, με τον Στέργιο που πάθαινε ηλίαση κάθε μέρα στο μπάσκετ και δεν σκέφτηκε ποτέ να σταματήσει.

Εκείνο το βράδυ της 4ης Ιουλίου 2004, νομίζω πως όλοι μας αφήσαμε ένα υπέροχο κομμάτι της ζωής μας στο παρελθόν, σαν σημαδούρα, για να μας βρει το μεγάλο πλοίο της ζωής μας και να μας συναντήσει στο μέλλον!

ΥΓ. Δεν ξέρω γιατί δεν προέκυψε ποτέ ξανά στο παρελθόν να γράψω για εκείνο το βράδυ. Το πλήρωμα του χρόνου ξέρει να τα κανονίζει. Το αφιερώνω σε όλους αυτούς που ήταν μέρος αυτής της ανάμνησης. Μέρος και αιτία. Παππού, γιαγιά, μαμά, μπαμπά, όλοι εσείς που γίναμε ο ένας για τον άλλον κομμάτι μιας κάποιας ευτυχίας, αυτό είναι για εσάς.