Ο Παναθηναϊκός του Αταμάν και των φετινών μεταγραφών, προφανώς δεν έχει καμία σχέση με την ομάδα που είδαμε τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά επίσης ο Παναθηναϊκός του Νοεμβρίου δεν έχει καμία σχέση με τον Παναθηναϊκό των πρώτων αγωνιστικών. Απόλυτα λογικά και τα δυο: οι παίκτες «γνωρίστηκαν» μεταξύ τους και με τον προπονητή, ο Αταμάν είναι ένας πρωταθλητής, ο Ναν προσαρμόζεται κάθε βδομάδα και περισσότερο στο ευρωπαϊκό μπάσκετ, ο Μήτογλου είναι γερός και δυνατός (χτύπα ξύλο…), ο Γκράντ έχει γίνει η «κόλλα» σε άμυνα και επίθεση και η ομάδα βγάζει αυτοματισμούς, συνεργασίες και «σκληράδα».
Φυσικά υπάρχουν ακόμα πράγματα να διορθωθούν, υπάρχουν μικρές παθογένειες, νεκρά διαστήματα και τραυματισμοί, που έχουν αφήσει την ομάδα με ένα κενό στο τρία-τέσσερα (με Παπαπέτρου και Χουάντσο εκτός), αλλά όταν έχεις φτιάξει ένα ρόστερ «βαθύ», μπορείς να αντέξεις τις λακκούβες για κάποιες εβδομάδες.
Σκεφτόμουν τις προηγούμενες μέρες, ότι τα προσεχή παιχνίδια, τα εκτός έδρας με Παρτίζαν και Εφές, το εντός με Ρεάλ (που επιτέλους, έχασε!) και τα υπόλοιπα που ακολουθούν μέχρι το τέλος του πρώτου γύρου, μπορούν να γυρίσουν για τα καλά τον διακόπτη του Παναθηναϊκού. «Καλό και Άγιο» το ΟΑΚΑ και καλοδεχούμενες οι συνεχόμενες νίκες εκεί, αλλά για να μπεις οκτάδα (ή εξάδα, για να αποφύγεις τα play-in) και για να πετύχεις ένα καλύτερο πλασάρισμα, πρέπει να πάρεις παιχνίδια εκτός έδρας – κι όχι απλά με ομάδες επιπέδου Άλμπα ή Βιλερμπάν ή Μπάγερν, αλλά με αντιπάλους με τους οποίους θα κονταροχτυπηθείς για μια θέση – η Παρτίζαν και η Εφές μοιάζουν δυο τέτοιες.
Ο Παναθηναϊκός την άξιζε τη νίκη στο Βελιγράδι, αλλά δεν την πήρε. Ήταν μπροστά στο μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα, αλλά έκανε «δώρα» στην ομάδα του Ζοτς. Και έχασε για τρίτη φορά φέτος στην παράταση, κάτι που δημιουργεί πλέον ένα κακό προηγούμενο – αρκεί να μην του αφήσει κανένα ψυχολογικό «κουσούρι» και τρέμει η ψυχή του κάθε φορά που πάει στην παράταση από δω και πέρα.
Έχασε ο Παναθηναϊκός του Αταμάν παρότι άξιζε τη νίκη, αλλά τουλάχιστον η ήττα αυτή δεν είχε καμία σχέση με αυτές από Φενέρ στην Πόλη ή από Μπάρσα στην Βαρκελώνη. Με άλλα λόγια ούτε «παραδόθηκε», ούτε τον έπιασε καμία τρικυμία, αλλά ήταν σοβαρός, συγκεντρωμένος και ανταγωνιστικός από την αρχή μέχρι το τέλος.
Παρόλα αυτά έχασε στις λεπτομέρειες, «κόλλησε» στο τέλος, δεν βρήκε ούτε σκορ, ούτε τρόπο να σταματήσει τον Πάντερ, που του έβαλε προσωπικά καλάθια στην τελευταία περίοδο. Και αυτό, δεν ήταν μόνο θέμα τύχης ή ατυχίας, ή ικανότητας του αντιπάλου: ήταν και θέμα ενέργειας. Ξεκούραστων ποδιών και ξεκούραστων μυαλών – και ο Παναθηναϊκός στο φινάλε δεν είχε τίποτα από τα δυο.
Η φιλοσοφία του Αταμάν
Ο Αταμάν, ήρθε από μια ομάδα, την Εφές, στην οποία μεγαλούργησε. Και κουβάλησε μαζί του μια συγκεκριμένη αγωνιστική φιλοσοφία, μια συνταγή επιτυχίας, την οποία θέλει να «μαγειρέψει» και εδώ. Αλλά τα υλικά, δεν είναι ακριβώς τα ίδια – μπορεί να είναι καλύτερα ή χειρότερα, αλλά ίδια δεν είναι: δεν έχει για παράδειγμα Λάρκιν και Μίτσιτς, δυο υπερ-παίκτες που τους άφηνε να παίζουν πολλά αγωνιστικά λεπτά και τους έδινε την ελευθερία να ακολουθήσουν το ένστικτό τους και να πάρουν όποια πρωτοβουλία έκριναν ότι έπρεπε να πάρουν.
Αν τα ματς της Εφές είχαν δυο, τρεις ή δέκα παρατάσεις, Λάρκιν και Μίτσιτς θα έπαιζαν μέχρι να αφήσουν τα κόκκαλά τους στο παρκέ. Με αυτή τη φιλοσοφία πορεύτηκε ο Αταμάν και του βγήκε φυσικά – με δυο Ευρωλίγκες back-to-back.
Την ίδια λογική φαίνεται πως κουβάλησε και στην Αθήνα: ο κόουτς, έχει καταλήξει σε αυτούς που «του κάνουν τη δουλειά» και δεν τους αλλάζει, παρά μόνο αν αποβληθούν με φάουλ: ο Γκραντ, ο Μήτογλου, ο Λεσόρ, ο Γκριγκόνις και εσχάτως ο Ναν, φαίνεται πως είναι αυτοί με τους οποίους ο Αταμάν θέλει να τελειώνει τα παιχνίδια – όσο κι αν τραβήξουν. Απλά δοκιμάζει κάτι αλλαγές «τύπου βόλεϊ», όπου μπορεί να βάζει το Σλούκα για την επίθεση και να επιλέγει κάποιον άλλον για την άμυνα, αν θέλει να βγάλει τα συκώτια κάποιου.
Αυτό από τη μια μοιάζει λογικό: ο Αταμάν θέλει παίκτες με προσωπικότητα, που έχουν χημεία μεταξύ τους και αγωνιστικό ρυθμό, για να «τελειώσουν» το παιχνίδι. Όταν όμως το ματς πάει στην παράταση, βλέπουμε συχνά «κάτι κουρασμένα παλικάρια», παίκτες που έχουν 35 ή 38 αγωνιστικά λεπτά στην πλάτη τους και μοιραία ξεμένουν από δυνάμεις, έχουν θολωμένο μυαλό και χέρια και πόδια που δεν τους βοηθούν – η εικόνα του Μήτογλου στα τελευταία λεπτά με την Παρτίζαν, ήταν χαρακτηριστική: ο Ντίνος δυσκολευόταν να τελειώσει φάσεις που υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν «γκολ-φάουλ», πολύ απλά διότι οι δυνάμεις του, έμοιαζαν να τον είχαν εγκαταλείψει.
Κι αν πούμε ότι στη θέση του, ελλείψει Χουάντσο, δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη λύση, ίσως ο Αταμάν θα έπρεπε να «φρεσκάρει» λίγο τους υπόλοιπους, να τους δώσει λίγα λεπτά ξεκούρασης στην τέταρτη περίοδο, ώστε να τους έχει ακμαίους στο τέλος ή και στην παράταση, που για τον φετινό Παναθηναϊκό δεν είναι και τόσο σπάνιο φαινόμενο…
Μέχρι να γυρίσει ο διακόπτης…
Προφανώς ο προπονητής ξέρει καλύτερα απ’ όλους – ειδικά ένας πετυχημένος και άξιος προπονητής, όπως είναι ο Αταμάν. Επειδή όμως σύμπτωση που επαναλαμβάνεται τρεις φορές παύει να είναι σύμπτωση και ο Παναθηναϊκός στις τρεις φορές φέτος που χρειάστηκε να παίξει παράταση, έχασε και τις τρεις δείχνοντας να στερεύει από δυνάμεις, τότε ίσως είναι κάτι που πρέπει να το διαχειριστεί λίγο διαφορετικά.
Για να έρθει ένα διπλό «ψυχολογίας» αλλά και βαθμολογίας και να μπορέσει να γυρίσει για τα καλά εκείνος ο διακόπτης που λέγαμε, ο οποίος θα μετατρέψει τον Παναθηναϊκό από μια «καλή ομάδα» σε μια ομάδα που έχει τα φόντα, τη δυναμική και το mentality να διεκδικήσει στα σοβαρά την πρόκριση στα play-offs. Και μετά, βλέπουμε…
Φωτογραφίες: Eurokinissi