Η Εθνική επιστρέφει από το Παγκόσμιο και ευχαριστημένοι δεν μπορούμε να είμαστε. Εκτός αν κάποιοι πανηγυρίζουν που θα είμαστε στο προ-Ολυμπιακό και θα διεκδικήσουμε τη συμμετοχή μας στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στους οποίους έχουμε να πάμε από το 2008. «Κατόρθωμα» η πρόκριση στους «16», μέσα σε τόσες απουσίες πριν αλλά και μέσα στο τουρνουά, ας συμφωνήσουμε. Αλλά άσχημη εικόνα η κατάρρευση με τη Λιθουανία στην τέταρτη περίοδο. Και πολύ βολικό να το φορτώσουμε όλο αυτό στην απουσία του Γιάννη από την Εθνική ή στον κόουτς Ιτούδη.

Εθνική: Φάκελος Αντετοκούbros

Ήταν κάπως σαν «κοινό μυστικό» πριν την έναρξη του Μουντομπάσκετ ότι μεταξύ του Γιάννη και του Ιτούδη τα πράγματα δεν ήταν και τόσο ρόδινα. Η περσινή παρουσία του Γιάννη στο Ευρωμπάσκετ, που ήρθε σχεδόν με μισή ντουζίνα από το προπονητικό σταφ των Μπακς, οι οποίοι ουσιαστικά αποφάσιζαν πόσα λεπτά θα παίξει ο Γιάννης, πόσο και σε ποια ένταση θα προπονηθεί, πότε και πόσο θα ξεκουραστεί, ήταν κάτι που ενόχλησε τον Ιτούδη.

Εθνική

Επιπλέον, ο Γιάννης που πάντα φροντίζει την οικογένειά του, επιθυμούσε έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην Εθνική για τον Θανάση και τον Κώστα στο Ευρωμπάσκετ. Μόνο που ο Κώστας ήταν τραυματίας και παρότι συμπεριλήφθηκε στη 12άδα δεν κατάφερε να παίξει πολύ, ενώ ο Θανάσης είχε μπροστά του Παπανικολάου και Παπαπέτρου – όχι και πολύ εύκολο να τους «προσπεράσει» σε ρόλο και χρόνο.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο Γιάννης είχε θέμα με το γόνατό του, δεν προσποιήθηκε τον τραυματία. Κανένας λογικός άνθρωπος επίσης, δεν είχε την απαίτηση ο Γιάννης να ρισκάρει υποτροπή και να χάσει το ξεκίνημα της χρονιάς με τους Μπακς. Ωστόσο, αν ο Γιάννης όντως επιθυμούσε διακαώς να συμμετάσχει στο Μουντομπάσκετ, ενδεχομένως θα έκανε τον καθαρισμό στο γόνατό του πολύ νωρίτερα – μην ξεχνάμε ότι οι Μπακς αποκλείστηκαν στον πρώτο γύρο των play – offs – και θα είχε αυξημένες πιθανότητες να προλάβει.

Καλά ο Γιάννης. Οι υπόλοιποι;

Είναι αλήθεια πως φέτος η Εθνική χτυπήθηκε από την ατυχία και τα μαζεμένα «όχι», για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο Ντόρσεϊ έθεσε εαυτόν εκτός ομάδας, πριν τον θέσει εκτός ο προπονητής για να πάρει τον νατουραλιζέ Γουόκαπ, αλλά και Γουόκαπ να μην υπήρχε, ο Ντόρσεϊ με τον Ιτούδη δεν θα πήγαινε ούτε για σουβλάκια, πόσο μάλλον στις Φιλιππίνες.

Εθνική, το ναυάγιο στις Φιλιππίνες.

Ίσως για τον ίδιο λόγο, τον Ιτούδη δηλαδή, δεν πήγε ο Καλάθης, ενώ και ο Σλούκας αποφάσισε να κάνει skip αυτή τη διοργάνωση για να ξεκουράσει το σώμα του. Απαραίτητη διευκρίνιση: η απόφαση του Σλούκα είχε ληφθεί πολύ πριν συμφωνήσει με τον Παναθηναϊκό και όσο ακόμα βρισκόταν σε συζητήσεις με τον Ολυμπιακό, οπότε είναι και άδικο και άστοχο να τον χρεώνει κανείς για «κοπάνα πράσινης απόχρωσης».

Η απουσία του Γιάννη με κάποιον τρόπο συμπαρέσυρε μαζί της και αυτήν του αδελφού του Κώστα, ο Αγραβάνης … είναι ο Αγραβάνης και έχασε την ευκαιρία να είναι στη 12άδα στις Φιλιππίνες λόγω attitude, ο Μήτογλου τραυματίστηκε παραμονή της πρεμιέρας. Με αυτά και με αυτά μείναμε «εμείς κι εμείς», ψηλός πίσω από τον Παπαγιάννη δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ο φιλότιμος Χατζηδάκης, οργανωτής πλην του Γουόκαπ δεν υπήρχε άλλος και το ρόλο αυτόν μοιράστηκε ο Λούντζης με τον Λαρεντζάκη και τον Μποχωρίδη.

Γενικά, το ελληνικό ρόστερ αποδείχθηκε στο παρκέ ελλειμματικό όχι μόνο λόγω των απουσιών, αλλά και λόγω των επιδόσεων. Αν εξαιρέσουμε τον πολύ καλό Γουόκαπ, την «τρέλα» του Λαρεντζάκη, το step-up του Ρογκαβόπουλου κσι την καλή παρουσία του Παπαπέτρου, κανένας άλλος δεν ξεχώρισε για την Εθνική.

Ο Παπαγιάννης, με το ελαφρυντικό ότι ήταν ολομόναχος στη θέση «5» σε κάποια παιχνίδια ήταν «εξαφανισμένος», ο Θανάσης έδωσε ενέργεια αλλά ήταν πολύ άστοχος (εκτός από τις φάσεις που κάρφωνε), ο Παπανικολάου φάνηκε κουρασμένος, Λούντζης και Μποχωρίδης είχαν κάποιες αναλαμπές, ο Μωραϊτης πήρε λίγο χρόνο συμμετοχής και ο Χατζηδάκης έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά είναι φανερό ότι δεν είναι (ακόμα;) για το επίπεδο αυτό.

Και η ερώτηση είναι η εξής: υπάρχει το υλικό στη δεξαμενή του ελληνικού μπάσκετ για να πάμε μπροστά κάποια στιγμή τα επόμενα χρόνια ή ακόμα και οι «πρωτοκλασάτοι» Έλληνες παίκτες, δείχνουν καλύτεροι απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, επειδή παίζουν σε ομάδες επιπέδου Ευρωλίγκας, δίπλα σε καλούς ξένους παίκτες, που «κρύβουν» τις αδυναμίες τους και τους κάνουν να φαίνονται καλύτεροι;

Βασίλης Σπανούλης: Ο μονόδρομος για τον πάγκο

Ο Δημήτρης Ιτούδης μετά το τέλος των υποχρεώσεων της ομάδας, δήλωσε ότι έχει συμβόλαιο μέχρι του χρόνου το καλοκαίρι – αλλά όλοι καταλαβαίνουμε ότι δύσκολα θα συνεχίσει στον πάγκο της Εθνικής. Παρότι η εικόνα της ομάδας και η 15η θέση στον κόσμο δεν είναι φυσικά αποκλειστικά δική του ευθύνη, δεν κατάφερε ωστόσο να «εμπνεύσει» τους παίκτες, να φτιάξει ένα κλίμα «οικογενειακό», να κάνει την Εθνική μια «παρέα» ή μια «γροθιά» που θα τρυπούσε το ταβάνι της.

Η παρουσία του σε σύλλογο Ευρωλίγκας, η περιθωριοποίηση παικτών στη Φενέρ, το ότι «χτύπησε» και εντέλει πήρε τον Παπαγιάννη και το Παναθηναϊκό του παρελθόν αλλά και ο τρόπος που έφυγε από τους «πράσινους», δικαίως ή αδίκως είναι πράγματα που πλήττουν την εικόνα του.

Ο Βασίλης Σπανούλης μονόδρομος για τον πάγκο της Εθνικής.

Αν υποθέσουμε ότι η ΕΟΚ προτιμά να συνεχίσει να πορεύεται με Έλληνα προπονητή, οι επιλογές είναι περιορισμένες τόσο πολύ, που σχεδόν δεν υπάρχουν: οι κορυφαίοι Έλληνες προπονητές, είναι ο Ιτούδης και ο Μπαρτζώκας. Ο πρώτος δοκιμάστηκε και… δεν, ο δεύτερος δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να κάνει διπλοβάρδια σε Ολυμπιακό και Εθνική, βάζοντας το κεφάλι του στη γκιλοτίνα της τοξικότητας.

Κοιτώντας γύρω – τριγύρω, κανένας άλλος Έλληνας προπονητής δεν δείχνει να μπορεί να σηκώσει το τεράστιο βάρος της Εθνικής, πέρα από έναν άνθρωπο που δεν κώλωσε ποτέ να σηκώσει το βάρος και την ευθύνη, όσο φορούσε τη φανέλα του παίκτη: τον Βασίλη Σπανούλη.

Ναι, στερείται εμπειρίας. Αλλά τα πρώτα του βήματα στην προπονητική είναι πολύ ελπιδοφόρα. Ο Σπανούλης είναι δεδομένο ότι θα βελτιώνεται όσο περνάει ο καιρός, διότι στο αίμα του ρέει το μπάσκετ και επιπλέον είναι ο μόνος που μπορεί να εμπνεύσει τους παίκτες, μικρούς και μεγάλους, παλιούς και νέους, μόνο και μόνο που θα σταθεί μπροστά τους στο κέντρο του γηπέδου.

Όπως κάποτε οι παίκτες «στέκονταν σούζα» μπροστά στον Παναγιώτη Γιαννάκη και έφτασαν μαζί του στην κορυφή της Ευρώπης το 2005 και στη δεύτερη θέση του κόσμου το 2006, επειδή ήταν ένας από τους ανθρώπους που τους έκαναν να αγαπήσουν το μπάσκετ, το ίδιο μπορεί να κάνει και ο Σπανούλης με τη σημερινή φουρνιά του ελληνικού μπάσκετ.

Όταν βλέπεις την Εθνική Ιταλίας και το πόσο πρόθυμοι είναι οι παίκτες της να «πεθάνουν» για τον Ποτσέκο, σκέφτεσαι ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί στην Εθνική μας μόνο με τον Σπανούλη. Όχι να αγκαλιάζονται και να κλαίνε μαζί, όπως κάνει ο συναισθηματικός και υπέροχος κόουτς Ποτσέκο, αλλά να «αφήνουν μαζί τα κόκαλά τους στο παρκέ» σε κάθε προπόνηση και κάθε αγώνα.

Φωτογραφίες: Instagram/HellenicBF, Eurokinissi.