Η Εθνική ομάδα αντιμετώπισε τις ΗΠΑ το μεσημέρι της Δευτέρας, αλλά το παιχνίδι αυτό δεν μας έκανε σοφότερους – την ξέραμε τη μοίρα μας πριν τη συνάντηση. Δεν διασυρθήκαμε, δείξαμε πέντε καλά πράγματα, ο κόουτς Ιτούδης μοίρασε το χρόνο συμμετοχής με τέτοιον τρόπο ώστε να μην καταπονήσει τους «βασικούς» παίκτες ενόψει Νέας Ζηλανδίας, όπου θα κριθεί η πρόκριση. Διότι καλώς ή κακώς, υπάρχουν «βασικοί» παίκτες στην Εθνική – φάνηκε πολύ έντονα αυτό, από τον τρόπο που εκτοξεύτηκε η διαφορά με τις ΗΠΑ, όταν για παράδειγμα Γουόκαπ και Παπαγιάννης πήγαν στον πάγκο.
Δεν «φταίει» κανείς φυσικά που η Εθνική έχασε σχεδόν με 30 πόντους από τις ΗΠΑ – κι ας αποτελείται η Εθνική τους ομάδα από τα «δευτερότριτα» του ΝΒΑ. Η Εθνική, ακόμα κι αν έπαιζε πλήρης, ακόμα κι αν είχε τον Γιάννη στις τάξεις της, πιθανότατα και πάλι θα έχανε, αν όχι με 30, ίσως με 15 ή 20 πόντους. Η Σαϊτάμα, εκείνη η γλυκιά μέρα του 2006, θα είναι πάντα η κορωνίδα του ελληνικού μπάσκετ, απέναντι στην αφρόκρεμα – τότε – του ΝΒΑ, θα είναι η μέρα που θα θυμόμαστε για πάντα κι εμείς και ο Παναγιώτης Γιαννάκης και οι παίκτες του, ως το παιχνίδι που τα κάναμε όλα τέλεια.
Βέβαια, τα κάναμε όλα τέλεια διότι υπήρχε και το «υλικό»: παίκτες έξυπνοι, μπαρουτοκανισμένοι στην Ευρωλίγκα, βασικοί σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, μαζί σε όλα τα κλιμάκια της Εθνικής για πολλά χρόνια, «άνιωθοι» απέναντι στο όνομα του αντιπάλου, μπήκαν μέσα και έπαιξαν το μπάσκετ τους. Κι όποιος ερχόταν από τον πάγκο, συνέχιζε στο ίδιο τέμπο: δεν υπήρχε «δεύτερη γραμμή» και «γεμίσματα στη 12άδα» και παίκτες που απλά κλήθηκαν χωρίς να έχουν κάτι να προσφέρουν.
Με την παλιά φρουρά και όπου πάει!
Το ελληνικό μπάσκετ, αυτή τη στιγμή, είναι σε ένα περίεργο σταυροδρόμι: περιμένει σε κάθε διοργάνωση να δει τη διαθεσιμότητα του Γιάννη, αλλά ταυτόχρονα κοιτάζει στη δεξαμενή του ελληνικού μπάσκετ και τη βλέπει να στερεύει χρονιά με τη χρονιά. Δεν υπάρχουν και πολλοί νεαροί Έλληνες παίκτες που να ξεχωρίζουν ή δεν υπάρχουν Έλληνες παίκτες που να τους δίνεται η ευκαιρία να ξεχωρίσουν, τουλάχιστον όχι στις ομάδες της Ελλάδας. Η ελληνική νομοθεσία επιβάλει να υπάρχουν τουλάχιστον 6 παίκτες στη 12άδα των εγχώριων διοργανώσεων, αλλά οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν είναι πρωταγωνιστές – και δύσκολα θα τους δοθεί η ευκαιρία να γίνουν.
Από τη φετινή βερσιόν της Εθνικής, λείπουν πολλοί και σημαντικοί παίκτες: πέρα από τον Γιάννη, ο Σλούκας και ο Καλάθης. Ο Μήτογλου, που τραυματίστηκε παραμονή του πρώτου ματς με την Ιορδανία και ο Κώστας Αντετοκούνμπο που δεν πρόλαβε να αποθεραπευτεί, οι απουσίες των οποίων άφησαν την Εθνική χωρίς back – up του Παπαγιάννη. Ο Ντόρσεϊ και ο Αγραβάνης, που κοντεύει 30 ετών και ακόμα παλεύει με τους δαίμονές του… Όλοι αυτοί που λείπουν, θα ήταν σημαντικοί για την προσπάθεια της Εθνικής.
Μόνο που Σλούκας και Καλάθης είναι πατημένα 33 και ούτως ή άλλως βαδίζουν προς την αποστρατεία. Ο Ντόρσεϊ, μια είναι και μία δεν (θα είναι), είτε διότι μπορούμε να δηλώσουμε μόνο έναν «νατουραλιζέ», είτε διότι έχει τα θέματά του με τον κόουτς. Ο Κώστας Αντετοκούνμπο θα ήταν μια συμπληρωματική λύση και ο Μήτογλου, «κανονικά» θα έμενε τιμωρημένος για αρκετούς μήνες ακόμα πριν πέσει η τιμωρία του, άρα στον προγραμματισμό που άρχισε να γίνεται πριν λίγους μήνες, το όνομά του δεν ήταν μέσα.
Πού θέλω να καταλήξω; Ότι άσχετα με το αποτέλεσμα με τη Νέα Ζηλανδία κι αν θα προκριθούμε στους «16» ή όχι, η Εθνική μας ομάδα χρειάζεται γενναίες αποφάσεις. Χρειάζεται «ήρωες» και «πρωταγωνιστές». Χρειάζεται παίκτες που θα κάνουν το step-up και θα μπορούν να πλαισιώνουν τον Γιάννη όποτε αυτός είναι σε θέση να δώσει το «παρόν» στην Εθνική, αλλά θα μπορούν να κουβαλήσουν την Εθνική στην πλάτη τους όποτε ο Γιάννης θα λείπει.
Ο Γουόκαπ, είτε συμφωνεί κάποιος με την «ελληνοποίηση – εξπρές» που έγινε, είτε όχι, ήρθε στην πλέον κατάλληλη στιγμή, ο Παπανικολάου είναι αρχηγάρα, ο Παπαγιάννης έχει και το μπόι και την τεχνική, ο Παπαπέτρου δίνει πάντα λύσεις σε επίθεση και άμυνα, ο Λαρεντζάκης έχει μια «πολύτιμη άγνοια κινδύνου».
Αλλά χρειάζονται κι άλλοι, αρκετοί ακόμα. Σαν το Ρογκαβόπουλο, που τραβάει τον δρόμο του μακριά από την ελληνική τοξικότητα και η πορεία του δείχνει να τον δικαιώνει. Σαν τον Λούντζη, που πρέπει να «απαιτήσει» περισσότερα λεπτά συμμετοχής στον Ολυμπιακό και τον Μωραϊτη που θα επιχειρήσει φέτος να κάνει το ίδιο στον Παναθηναϊκό. Μπορεί να είναι αύριο μεθαύριο ο Μαντζούκας ή ο Τανούλης ή οποιοσδήποτε άλλος έχει τα «guts», την ποιότητα, την εργατικότητα και την υπομονή να ξεχωρίσει.
Την αγαπάμε την Εθνική μπάσκετ. Όλοι μας. Και εμείς που ζήσαμε τον θρίαμβο του ’87 και οι μικρότεροι που έζησαν το χρυσό στο Ευρωμπάσκετ του 2005 και το ασημένιο στο Παγκόσμιο του 2006, με τη νίκη επί των ΗΠΑ. Την αγαπάμε, διότι είναι κομμάτι της ζωής μας, διότι έβαλε το μπάσκετ στις ζωές μας και την καρδιά μας, διότι έφερε χιλιάδες παιδιά στα γήπεδα, διότι μας έκανε να χαρούμε, να συγκινηθούμε, να πανηγυρίσουμε. Για να συνεχίζει να κάνει ωραία πράγματα και να μας μεταδίδει ωραία συναισθήματα, οφείλει να κοιτάξει την επόμενή της μέρα όχι από αύριο, αλλά.. από χθες.
…Για να μην μένουμε στο διαβάστηκε!
Να επενδύσει στις μικρές ηλικίες με πρόγραμμα, όπως κάνουν οι Αμερικανοί στα high-schools και στα κολλέγια αλλά όπως κάνουν και οι Ισπανοί, που έχουν σαρώσει τα μετάλλια σε όλες τις ηλικίες και όλες τις διοργανώσεις. Να επιμείνουμε, να τους «πιέσουμε», να τους δώσουμε κίνητρο να δουλέψουν περισσότερο, να τους εμπιστευτούμε, να τους ετοιμάσουμε και να τους ρίξουμε στα βαθιά όχι στα 23 ή τα 24 τους, αλλά στα 18 και τα 19 αν είμαστε «σίγουροι» ότι μπορούν να κάνουν σπουδαία πράγματα.
Διαφορετικά, θα τηλεφωνούμε με αγωνία κάθε καλοκαίρι στον Γιάννη, θα κάνουμε το σταυρό μας να πουν το «ναι» ο Σλούκας, ο Καλάθης και ο Παπανικολάου για μια διοργάνωση ακόμα, θα προσευχόμαστε μην έχουμε κανένα τραυματισμό τελευταίας στιγμής και θα πορευόμαστε με το «δώσ’ ημίν σήμερον» και όχι με προοπτική και όραμα για την επόμενη ημέρα του αθλήματος.