Περιεχόμενα
- Σημάδι του θεού η πτώση της γιαγιάς του Κωνσταντίνου Ταγαρά
- Στην αυλή του Φώτη είδε το Euro 2004 ο Γιώργος Καραχάλιος
- Είχε καεί στον ήλιο ο Αργύρης Παγαρτάνης
- Οι δύο στιγμές που πίστεψε στην κατάκτηση του Euro 2004 ο Νίκος Μποζιονέλος
- Μεταξύ οίνου και αγροτικού στο Euro 2004 ο Σπύρος Δαρσινός
- Θα δακρύζει πάντοτε την 4η Ιουλίου κρατώντας ένα τυλιχτό στο χέρι ο Στέργιος Πουλερές
Έχουν περάσει 19 χρόνια. Σοκαριστικό. Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε εκείνη τη χρονιά, τώρα μπορεί να έχει βγει στην αγορά εργασίας και να μετράει ένσημα. Το Euro 2004 ήταν και είναι ακόμα το μεγαλύτερο ορόσημο της σύγχρονης Ελλάδας. Ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε όσοι ρομαντικοί σημαδέψαμε τον ουρανό μας το βράδυ της 4ης Ιουλίου τη στιγμή που ο Άγγελος Χαριστέας κάρφωνε τη μπάλα στα δίχτυα του Ρικάρντο.
6 συντάκτες του Intronews θυμόμαστε εκείνη την περίοδο, αυτόν τον μήνα του μέλιτος του Euro 2004, που μας έβγαλε στους δρόμους και μας ένωσε με ανθρώπους που δεν είδαμε ποτέ ξανά μετά από τότε.
Σημάδι του θεού η πτώση της γιαγιάς του Κωνσταντίνου Ταγαρά
Ποιος μπορεί να ξεχάσει την 4η Ιουλίου και το Euro 2004; Ίσως μόνο αυτοί που δεν είχαν γεννηθεί εκείνη την ημέρα. Όλοι οι υπόλοιποι, ανεξαρτήτως ηλικίας, κοινωνικής θέσης και επαγγέλματος, δεν γίνεται να μην θεωρούμε ορόσημο τη στιγμή που ο Θοδωρής Ζαγοράκης ύψωσε το τρόπαιο στον ουρανό της Λισαβόνας και η κραυγή του Κώστα Βερνίκου «στον έβδομο ουρανό όλοι αδέρφια» έμεινε για πάντα χαραγμένη στις ψυχές μας.
Όπως τον περισσότερο κόσμο, η ημέρα της Εθνικής Ανεξαρτησίας για τη χώρα μας, με βρήκε σε διακοπές μαζί με την οικογένειά μου. Πώς να γινόταν αλλιώς βέβαια, από τη στιγμή που βρισκόμουν στην τρυφερή ηλικία των 12 χρόνων;
Μέναμε σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα στο χωριό Κάντια της Αργολίδας, οπότε η κοινή αυλή έγινε εκείνο το βράδυ ο πόλος έλξης Ελλήνων και μη που ήθελαν να παρακολουθήσουν το ματς. Το πρώτο ημίχρονο ήμουν αρκετά αγχωμένος, γιατί παρότι ήμουν μικρός ηλικιακά δεν πίστευα στα θαύματα.
Στο ημίχρονο όμως έγινε το απρόσμενο. Ενώ η γιαγιά μου έβγαινε από το διαμέρισμα, έχασε την ισορροπία της και έπεσε. Την ώρα που όλοι είχαν βρεθεί από πάνω της για να δουν αν ήταν καλά (δεν ήταν κάτι σοβαρό), εγώ έβλεπα την πτώση αυτή σαν θεϊκό σημάδι.
Μπορεί να μην πήραμε κάποιο πέναλτι, αλλά μετά από αυτό το μικρό ατύχημα δεν γινόταν να χάσουμε το τρόπαιο. Επόμενη στάση φυσικά οι δρόμοι του Ναυπλίου, με το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του παροξυσμού που επικρατούσε εκείνο το βράδυ να είναι τα πολλά τρακτέρ που είχαν φορτώσει τουλάχιστον είκοσι ανθρώπους επάνω τους για να πανηγυρίσουν στο κέντρο της πόλης.
Στην αυλή του Φώτη είδε το Euro 2004 ο Γιώργος Καραχάλιος
Στην αυλή του Φώτη, στο παλιό του σπίτι (και λίγο δικό μου τόσες φορές που χα πάει). Εκεί. Πάντα. Με την παλιοπαρέα. Στην ίδια θέση για το γούρι, αλλά ποιος τα πιστεύει αυτά, ε; Από την πρεμιέρα ως τον τελικό. Δεν βάλαμε μυαλό, δεν βάλανε μυαλό – οι Πορτογάλοι. Κοντά 20 (!) χρόνια μετά και ενώ όλα έχουν αναλυθεί ξανά και ξανά, ένα κυρίως κρατώ: Την ενέργεια. Αυτό το απαράμιλλο κύμα θετικότητας που συγχρονίστηκε από άκρη σε άκρη σε όλη την Ελλάδα – και μου ‘ρχεται ζαλάδα. Τη συλλογική ευτυχία που γεννά όχι τόσο η επιτυχία, όσο το απρόσμενο της χαράς.
Σαν να θυμάμαι να περπατάμε (ή να τρέχουμε;) ως την Ομόνοια, να βάζουμε τον Θωμά σε ένα καροτσάκι σούπερ μάρκετ (του Σκλαβενίτη ήταν, θαρρώ) κι όχι επειδή το παιδί ήταν «ψώνιο». Τον πήραμε σηκωτό τον τιμημένο. Κατά τα άλλα, όλα τα άλλα, είναι λίγο θολά. Τα όνειρα, το ’χουν αυτό, όταν παλεύεις να τα θυμηθείς.
Είχε καεί στον ήλιο ο Αργύρης Παγαρτάνης
O Χαριστέας προλαβαίνει τον Ρικάρντο και με κεφαλιά-βολίδα γράφει το 1-0. Σηκώνω αδύναμα το χέρι, σ’ έναν συμβολικό πανηγυρισμό. Ήταν η εντονότερη ένδειξη χαράς που μπορούσα να δείξω εκείνη τη στιγμή.
Όχι, δεν ήμουν απαισιόδοξος. Ήμουν σακατεμένος, καμένος από τον ήλιο, ταλαιπωρημένος, πεινασμένος. Αλλά και σίγουρος. Κρατάω δυνάμεις, για να πανηγυρίσω στο τέλος.
Το γκολ του Δέλλα στο ματς με την Τσεχία για τα ημιτελικά του Euro 2004, τρεις μέρες πριν, το γκολ που μας έστειλε στον τελικό, το πανηγύρισα με άναρθρες κραυγές και υπερβολικά επιτόπια άλματα, από τα οποία αποκόμισα μια βαριά λάση στη δεξιά γάμπα. Την επόμενη ημέρα (Παρασκευή) είχαμε προγραμματίσει με την τότε κοπέλα μου και νυν συμβία μου να ξεκινήσουμε μια τριήμερη απόδραση στην Αίγινα. Κούτσαινα, αλλά δεν μπορούσα να το ακυρώσω.
Το τριήμερο πέρασε με όνειρα και ελπίδες κάτω από τον ήλιο. Να το πάρουμε, να το σηκώσουμε. Οι συζητήσεις ήταν τόσο έντονες, που ξεχάστηκα. Εν ολίγοις, έγινα σαν αστακός. Όπου και να με ακουμπούσες πονούσα.
Το αποκορύφωμα ήταν το βράδυ της Κυριακής. Έχοντας προγραμματίσει να φύγουμε με το πλοίο των 20:00, θεωρούσαμε ότι υπήρχε άπλετος χρόνος να προλάβουμε την έναρξη του ματς (21:45) στο Παλαιό Φάληρο. Κι όμως… Το πλοίο έφτασε στις 20:30 κι έφυγε στις 21:15, με συνέπεια να παρακολουθήσουμε όλο το πρώτο ημίχρονο εν πλω προς Πειραιά.
Τρομερή εμπειρία! Όλο το καράβι μπροστά από τις τηλεοράσεις, από παππούδες και γιαγιάδες μέχρι βρέφη. Φωνές, συνθήματα, γιούχα όταν έπαιρνε ο Φίγκο τη μπάλα. Ατμόσφαιρα γηπέδου, στην κυριολεξία.
Το πλοίο έφτασε στον Πειραιά στις 22:30, ακριβώς με την ανάπαυλα του ημιχρόνου. Πρέπει να έγινε η γρηγορότερη εκκένωση πλοίου από αυτοκίνητα στην ιστορία της ναυσιπλοϊας. Οι δρόμοι άδειοι, ευτυχώς. Όλοι έβλεπαν το ματς. Χάσαμε μόλις 1-2 λεπτά από το δεύτερο μέρος. Παραγγείλαμε πίτσες τηλεφωνικά, από το αυτοκίνητο.
Βολεύτηκα σε μια άκρη του καναπέ, σε απόσταση… ασφαλείας από τους άλλους, έβλεπα και περίμενα. Τι ακριβώς; Να βάλουμε γκολ. Να νικήσουμε. Υπήρχε διάχυτη μια τέτοια ατμόσφαιρα σιγουριάς. Όλοι περίμεναν το γκολ. Κανείς δεν φοβόταν ότι θα χάναμε. Τέτοια αισιοδοξία.
Μετά το γκολ, ήλθαν οι πίτσες. Οι άλλοι άρχισαν να αγωνιούν. Εγώ, ως ο ειδικός της παρέας, τους καθησύχαζα. «Τελειώσαμε, το πήραμε, φάτε, θα κρυώσουν οι πίτσες». Πρέπει να έφαγα μία μόνος μου, για γούρι. Συνειδητοποίησα ότι έτρωγα μηχανικά, χωρίς να βλέπω. Όσο μασούσα τα κομμάτια, δεν έτρωγε γκολ η ομάδα. Τέλεια.
Στο τελευταίο σφύριγμα ένιωσα μια γλύκα. Δεν ήταν η τρέλα του γκολ με την Τσεχία, ούτε καν η αίσθηση θριάμβου της νίκης επί της Γαλλίας στον προημιτελικό. Ήταν αυτή η δικαίωση, που περιμένεις κάτι και γίνεται. Ξενέρωτο, ενδεχομένως, το συναίσθημα όταν έχεις πετύχει κάτι ανεπανάληπτο, όμως το ταξίδι της εθνικής όλο το 20ήμερο έκρυβε πολλά κύματα χαράς. Αυτό δεν ήταν κύμα. Ήταν παφλασμός. Πώς σου κόβεται η ανάσα όταν βλέπεις μια μαγευτική παραλία, με ήρεμα, πεντακάθαρα νερά. Τέτοια αγαλλίαση.
Η παρέα ήθελε Σύνταγμα. Ακολούθησα κουτσαίνοντας. Το κίνητρο ήταν μεγάλο: Ένα μέλος της παρέας δούλευε σε γραφεία στην Πανεπιστημίου και μας είπε ότι είχε τα κλειδιά. Γίναμε, όσο μπορούσαμε, ένα με το πλήθος, αποθεώσαμε τους εύζωνες που πάσχιζαν να βρουν το βήμα τους να αλλάξουν φρουρά μέσα στην κοσμοσυρροή, αλαλάξαμε μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες «πήρατε την π@#$% τη μεγάλη, Πορτογάλοι, Πορτογάλοι» με μια αίσθηση ντροπής, δεν μας έφταιγαν τίποτα οι Πορτογάλοι. Και μετά μπήκαμε στο γραφείο και χαζεύαμε επί μία-δύο ώρες το μέγα πλήθος από ψηλά.
Κλείνω τα μάτια και τα θυμάμαι όλα. Σαν χθες. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα είναι σαν χθες.
Οι δύο στιγμές που πίστεψε στην κατάκτηση του Euro 2004 ο Νίκος Μποζιονέλος
Euro 2004 memories από κάποιον που δεν έψαξε το πώς να πάει εκεί, δεν είχα τότε ούτε τον χρόνο ούτε τη δυνατότητα. Αφήνω στην άκρη τον τελικό. Από τη στιγμή που φτάσαμε ως εκεί, δεν το χάναμε. Τόσο απλά.
Ωστόσο στον προημιτελικό με τη Γαλλία, υπάρχει μια στιγμή, μέσα μου που με έκανε πραγματικά να πιστέψω κάτι, με την ατάκα «μ@λάκα, θα το πάρουμε».
Δύο στιγμές βασικά, ίδιοι πρωταγωνιστές. Την πρώτη, ένα τάκλιν Καραγκούνη στον Ζιντάν, στο 6ο λεπτό παρακαλώ, βγάζει κίτρινη ο Αντερς Φρισκ. Από το 6’, ήταν κακό σημάδι, πάντα τότε φοβόμασταν μην έρθει ένα κοράκι και να αποτελειώσει την Ελλαδίτσα μας. Το τρομερό όμως ήταν ότι ο «Κάρα», παρά την κάρτα, συνέχιζε να κυνηγά τον «Ζιζού» σε κάθε επαφή του με την μπάλα. Ρίσκο, πλάνο, αμυαλοσύνη ή θράσσος;
Ως το 44’, όταν ο Καραγκούνης έχει την μπάλα και ο κλασικά εκνευρισμένος Ζιντάν του κάνει σκληρό τάκλιν και παίρνει κι αυτός κίτρινη. Ο Γιώργαρος πέφτει κάτω, ο Γάλλος σταρ σπεύδει να του δώσει το χέρι και ο Καραγκούνης τι κάνει; Με ένα βλέμμα σαν να αρνείται τη χειρονομία, σαν να λέει «δε μας γ@μάς ρε;», κρατά ένα δευτερόλεπτο, το θυμάμαι σαν τώρα. Ο χρόνος έχει παγώσει, ο Ζιντάν έχει παρατεταμένο το χέρι και εντέλει ο «Κάρα» το δέχεται και σηκώνεται.
Μια άσχετη στιγμή που με έκανε να πειστώ ότι δεν το χάνουμε το Euro 2004. Λόγω «Κάρα». Χαζό μεν, αθώο, αλλά έτσι ένιωσα. Ναι, ακολουθούσε η τρομερή Τσεχία του Νέντβεντ, του Ροσίτσκι, του Γιανκουλόφσκι, του Κόλερ και του Μπάρος και μετά, αν (σ.σ. ένα μεγάλο «ΑΝ») είτε η Πορτογαλία, η οικοδέσποινα Πορτογαλία του Φίγκο και του Ντέκο, είτε η Ολλανδία του Φαν Νίστελροϊ, του Ρόμπεν, του Οφερμαρς, του Κοκού και του Ντάβιντς.
4 Ιουλίου 2004. Εκτοτε, δεν μας ξανάπεσε ποτέ…
Μεταξύ οίνου και αγροτικού στο Euro 2004 ο Σπύρος Δαρσινός
Δεν είχαν περάσει παρά μερικοί μήνες που είχα ξεκινήσει τη διαδρομή μου στο αθλητικό ρεπορτάζ, αλλά παρ’ όλα αυτά ελάχιστα δούλεψα εκείνη την εποχή στο τουρνουά του Euro 2004 της Πορτογαλίας. Σαν από ένστικτο είχα δηλώσει ήδη άδειες που συνέπιπταν με τα μισά της διοργάνωσης. Και παρά το γεγονός πως ήμουν σε ηλικία για Πάρους (ήταν πιο in εκείνη την εποχή) Μυκόνους και Νιους, στο ΚΨΜ (έτσι αποκαλούνταν η παρέα) αποφασίστηκε ότι η όποια καταστροφή, θα γινόταν μετά την μπάλα.
Έτσι πήρα των ομματιών μου και βρέθηκα στο σόι, στα χωριά της Νεμέας. Αν εξαιρέσει κανείς πως από τον προημιτελικό με τη Γαλλία μέχρι και τις παραμονές του τελικού ήταν όλοι μεθυσμένοι, όλα τα υπόλοιπα ήταν φυσιολογικά. Ίσως επειδή κανείς δεν είχε κάποια τρομερή απαίτηση από αυτή την Εθνική ομάδα. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που τόσο μαζικά, απολαμβάναμε ένα τουρνουά χωρίς να έχουμε προσδοκίες.
Η 4η Ιουλίου και το Euro 2004 δε διέφεραν. Όλα ήταν μία ζαριά. Αυτή ήταν η αίσθηση. Και στη δική μας περιοχή, η θέαση ξεκίνησε από τα σπίτια, ενώ όσο περνούσε η ώρα μεταφερόταν στους δρόμους και στα λιγοστά καφέ και ταβέρνες. Η λήξη βεβαίως και περιλάμβανε αγροτικά, τρακτέρ και πάσης φύσεως γεωργικά οχήματα να παρελαύνουν από χωριό σε χωριό.
Θα δακρύζει πάντοτε την 4η Ιουλίου κρατώντας ένα τυλιχτό στο χέρι ο Στέργιος Πουλερές
Στην Αμερική σήμερα γιορτάζουν τη μέρα Ανεξαρτησίας, στην Ελλάδα θυμόμαστε την ωραιότερη μέρα της ζωής μας. Δεν έχει υπάρξει ξανά μέρα στην Ιστορία της Ελλάδας τα τελευταία 40 χρόνια, που να μην υπήρχαν ιδεολογίες, κόμματα, προπαγάνδες και όλα αυτά που αποτελούν θεμέλιο λίθο των κοινωνιών. Υπήρχε μόνο ένωση, χαμόγελα, ταύτιση.
Ναι, αν το καλοσκεφτώ, μπορεί κάποτε να αγκάλιασα έναν φασίστα, έναν χρυσαυγίτη, έναν ρατσιστή. Αλλά αυτό κάνει η χαρά. Σβήνει τα άσχημα, σε τυφλώνει. Και την 4η Ιουλίου συμπαθούσα και έχω κρατήσει στις αναμνήσεις μου όλους εκείνους τους σάπιους που βλέπω σήμερα στη γειτονιά και θέλω να… αλλάξω γειτονιά.
Θυμάμαι ότι σε όλο το Euro 2004 μαζεύονταν στην Πλατεία Πλυτά, της γειτονιάς μου στέκι, για να δουν τα ματς κι εγώ δεν είχα πάει ούτε σε ένα. Τα έβλεπα όλα με τον παππού μου στο σπίτι του στη Γλυφάδα.
Τον ημιτελικό και τον τελικό όμως, τα είδα στην πλατεία, παρέα με άσχετους, στα τραπέζια των οποίων πήγαινα και φορτωνόμουν με το έτσι θέλω. Ήταν τότε μια χρονιά που είχα περάσει τα ΣΚ σε μια καφετέρια με έναν συμμαθητή μου, τον πατέρα του και τον θείο του, βλέποντας την Πανάθα να παρελαύνει για το πρωτάθλημα. Οπότε δεν αλλάξαμε στέκι. Βρισκόμασταν εκεί χωρίς ραντεβού.
Ήμασταν μια παντελώς ετερογενής παρέα στο τραπέζι, με 6-7 άτομα ακόμα, οι 3 της παρέας μου, οι άλλοι παιδιά που βλέπαμε στο γήπεδο μπάσκετ της γειτονιάς και στα καφέ της πλατείας και απλά ανταλλάζαμε μπινελίκια δίκην χαιρετισμού.
Η ιεροτελεστία ήταν ως εξής: κοακόλα από το καφέ και ένα πιτόγυρο στο χέρι από τον Βάγγο, το σουβλατζίδικο ακριβώς δίπλα. Με το καφέ είχαν κάνει συμφωνία και δεν υπήρχε πρόβλημα που μας σέρβιρε εκεί. Οι άλλοι έτρωγαν πιτόγυρο για να είμαι ειλικρινής. Εγώ από μικρός είχα μια μανία με το μπιφτέκι και το κεμπάμπ. Πάντοτε δίπιτο, πάντοτε και τζατζίκι και σος.
Σε όλο το ματς τα πόδια μας τρυπούσαν το έδαφος από το χτύπημα, ενώ στην πλατεία είχαν σκάσει και πλανόδιοι πωλητές που πουλούσαν σημαίες της Ελλάδας και μπλουζάκια με την ελληνική σημαία σαν αυτό που φορούσε ο Ρουβάς στο Shake It στη Eurovision. Εννοείται πως ήμουν τόσο κιτσαριό και λαϊκός που το πήρα το t-shirt και το φορούσα το βράδυ της 4ης Ιουλίου.
Στο γκολ του Χαριστέα βίωσα την απόλυτη χαρμολύπη γιατί πανηγυρίζαμε έξαλλα και είχα προλάβει να φάω 2 μπουκιές από το δεύτερο τυλιχτό μου, με το υπόλοιπο να καταλήγει στο έδαφος και να ανοίγει σαν ανθός για να ξεχυθούν οι πατάτες και το κεμπάμπ, με μια ποσότητα τζατζικιού να έχει κάτσει στο μπλουζάκι μου κι εγώ στα μουλωχτά να την παίρνω με το δάχτυλο και να το γλείφω.
Μόλις τέλειωσε το ματς, μόλις κατακτήσαμε το Euro 2004, πήγαμε με γονείς και φίλους περπατώντας στο Καλλιμάρμαρο, που για μένα τότε ήταν λες και περπατούσα ως το Χαλάνδρι από το κέντρο, και κάτσαμε μέχρι τις 12 και 30. Οι γονείς μας μας γύρισαν με το ζόρι κι εμείς εκνευρισμένοι τους λέγαμε ότι δεν είμαστε μωρά για να μας πάνε για νάνι και να μας δώσουν και το γαλατάκι μας. Τρομερός επαναστάτης εγώ στα 13 μου…
Το Euro 2004 δε θα μας μείνει μόνο για την αθλητική υπέρβαση. Θα θυμόμαστε και τα συνθήματα τύπου «πήρες και του Φίγκο το στρινγκάκι Ζαγοράκη» ή «μας έκανες τ’ αρχ… ομελέτα, Παουλέτα». Θερμά συγχαρητήρια σε όποιον τα σκέφτηκε. Θα μου μείνει επίσης για πρωτοσέλιδα όπως το κάτωθι:
Δεν ξέρω πώς έζησαν το Euro 2004 όσοι ήταν ενήλικες τότε. Για μένα που ήμουν παιδί, το Euro 2004 και το 2004 συνολικά, ήταν μια χρονιά γεμάτη από ωραίες αναμνήσεις, αφού η ζωή μου κινούνταν γύρω από τη μπάλα και τον αθλητισμό και ήμουν παρέα με τον παππού μου που ήταν για μένα όλος μου ο κόσμος. Κι από τότε, κάθε 4η Ιουλίου, μέσα στην ημέρα θα θυμηθώ κάτι από την εποχή του Euro 2004 και θα μου φύγει ένα δάκρυ. Όπως τώρα καλή ώρα…