Η τηλεόραση έτριζε ολόκληρη. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε γυρίσει το κουμπί της φωνής μέχρι το τέρμα. Αλλά εκείνο το βράδυ ήταν διαφορετικό. Εκείνο το βράδυ ήταν ο τελικός του Ευρωμπάσκετ. Εκείνο το βράδυ ήταν όλα αλλιώτικα.
«Τίποτα, τίποτα δεν μας σταματά… Πραγματικά, είμαστε τόσο κοντά»… Η φωνή του Συρίγου δονεί την τηλεόραση, τα διακοσμητικά πάνω της, ολόκληρο το ξύλινο έπιπλο που την κρατούσε… «Η πρόκριση, στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα»… Αλήθεια, εκείνο το βράδυ, ποιος κατάλαβε το λάθος όταν το άκουσε; Θα σας πω εγώ. Κανείς, μα κανείς. Είχαμε μεθύσει τόσο με τις συνεχόμενες προκρίσεις που και σ’ αυτόν ακόμα τον τελικό μπερδευτήκαμε. Ε, και;
«Αργύρης Καμπούρης»… Γονατισμένη η μάνα μπροστά στο χαζοκούτι φωνάζει «Έλα, Αργυράκο μου, έλα αγόρι μου»… Ο πατέρας, σαν άλλος προπονητής-εμψυχωτής, όρθιος φωνάζει «Ψυχή! Καρδιά! Θα το βάλεις!». Εγώ, σαν ειδικός στατιστικολόγος, ήξερα ότι σταθερά ο Αργύρης βάζει τη μία από τις δύο. «Ας βάλει την πρώτη, να του φύγει το άγχος». Και ναι! Μπαίνει!
«101-102»! Ουρλιάζει ο Συρίγος. «Και μόνο τέσσερα δευτερόλεπτα! Προσοχή μόνο μην επωφεληθούν οι Σοβιετικοί από τα τέσσερα δευτερόλεπτα»! Κλείνω τα μάτια. Έχω τύψεις. Συγγνώμη, συνονόματε Αργύρη, δεν σε εμπιστεύομαι. Αργότερα, στο βίντεο που έλιωσε από τις πολλές προβολές, έβλεπα ότι και ο Φιλίππου δεν τολμούσε να κοιτάξει και παρηγορήθηκα.
«101-103! Θέλει προσοχή… Βάλτερς… Στον Γιοβάισα… Σουτ τριών πόντων… Και η μπάλα έξω!» Ομολογώ ότι δεν τα είδα σε ζωντανή μετάδοση. Η ματιά μου ήταν καρφωμένα στο τεράστιο γαλάζιο χρονόμετρο που έδειχνε η μετάδοση της ΕΡΤ και από τα δύο της κανάλια! 00:04… 00:03… 00:02…00:01…Τέλος!
Πώς βρέθηκα στο μπαλκόνι μας δεν θυμάμαι. Έτρεξα; Περπάτησα; Μπουσούλησα; Γύρω, όλα τα μπαλκόνια γεμάτα. Κόσμος να ουρλιάζει. Βλέπω το Νίκο στο δίπλα μπαλκόνι. «Πάμε να τους δούμε!» φωνάζει. «Πάμε Γλυφάδα».
Όλη η Ελλάδα έξω είναι
Με το Νίκο ήμασταν οι μπασκετικοί της γειτονιάς. Τα λέγαμε επί ώρες μετά τους αγώνες. Αναλύσεις επί αναλύσεων. Κανονικά θα βλέπαμε τα ματς και μαζί, αλλά οι προλήψεις δεν μας άφηναν. Αφού είδαμε χώρια το δεύτερο ματς, που νικήσαμε τη Γιουγκοσλαβία στον όμιλο, αποφασίσαμε, για γούρι να δούμε και τα υπόλοιπα έτσι. Ο καθένας στην τηλεόρασή του. Και μετά να κουβεντιάζουμε ως το πρωί γι’ αυτά που είδαμε.
Μπαίνει στο κόλπο ο Μανώλης, από απέναντι. «Ελάτε, θα πάμε όλοι μαζί με το αμάξι». Τρία χρόνια μεγαλύτερος ο Μανώλης, οδηγούσε νόμιμα, όχι σαν εμάς, που πιάναμε βολάν μόνο στους χωματόδρομους. Τέλεια! Δεν θα μας φάει ο ποδαρόδρομος.
«Βρε, πού θα πάτε παιδιά πράματα νυχτιάτικα»; Μια χαλαρή αντίδραση από τις μανάδες. Αναμενόμενη. Οι πατεράδες, όμως, ήταν μαζί μας. «Αφήστε τα παιδιά. Όλη η Ελλάδα έξω είναι, δεν θα πάθουν τίποτα. Όλοι γλεντάνε». Τέλεια! Τι να βάλω; Κανένα παντελόνι σοβαρό, μην πάω με σορτσάκι και σαγιονάρα. Κι εκείνο το μπλουζάκι το γαλάζιο, να είμαστε ασορτί με το κλίμα.
Πάλι μέσα για να δούμε τις απονομές. Πρόσωπα μυθικά περνάνε μπροστά από την οθόνη μας, πιο κοντινά πλάνα απ’ ό,τι συνήθως. Γκάλης, Γιαννάκης, ο λέλεκας ο Φασούλας, ο Φάνης γυμνός επιστρατεύει το πάνω μέρος της φόρμας για να μην εμφανιστεί νεγκλιζέ στην απονομή. Ρε, είναι αλήθεια; Το πήραμε; Είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη;
Την ώρα της απονομής χτυπάει το τηλέφωνο. Η Αθηνά! Το αμόρε. Μπασκετμπολίστρια κι αυτή, στην ομάδα της γειτονιάς. Σχεδόν μεσάνυχτα. Δεν το συνήθιζε. «Το είδες; Τι απίστευτο! Τι τέλειο! Αχ! Πόσο θα’ θελα να ήμουνα εκεί τώρα»! Εγώ φεύγω σε πέντε λεπτά με το Νίκο. Περνάω να σε πάρω. «Ρε, δεν ξέρω. Τι θα πει η γιαγιά μου»; Οι γονείς της έλειπαν, σε νησί του Αργοσαρωνικού, απ’ όπου ήταν και η καταγωγή τους. Η γιαγιά ήταν ο μπαμπούλας. «Βάλ’ τη για ύπνο και φύγε. Μη φοβάσαι, όλος ο κόσμος είναι έξω». Ε, δεν ήθελε και πολλά να πειστεί.
Διαπιστώνουμε ότι πολύς κόσμος ετοιμάζεται για ταξίδι. Πολλοί μπαίνουν στα αυτοκίνητα. Κανείς δεν κάνει λόγο για Ομόνοια. Έπεφτε μακριά για εμάς τους Πειραιώτες. Όλοι έλεγαν ότι θα πάνε στο ΣΕΦ, μήπως και αντικρύσουν από κοντά τους ήρωές τους.
Ζέστη! Αφόρητη! Ανοίγουμε τα παράθυρα. Δεν φυσάει καθόλου. Υποτίθεται ότι θα μας δρόσιζε η ταχύτητα του αυτοκινήτου, αλλά… κάναμε ένα δεκάλεπτο να περάσουμε από το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά και να φτάσουμε στο φανάρι του Γηροκομείου, απ’ όπου άρχισε η κατηφόρα της Καστέλλας και στο βάθος φαινόταν το ΣΕΦ.
«Ρε, δεν γίνεται να πλησιάσουμε. Θα αφήσουμε το αμάξι στο Τουρκολίμανο, απέναντι από το Δουράμπεη, και θα μπούμε από απέναντι, από το γεφυράκι». Τα ξέραμε τα κόλπα. Βεβαίως, τα ήξεραν κι άλλοι, όπως αποδείχτηκε. Εκατοντάδες άλλοι. Το αμάξι, ένα σένιο Mazda, το αφήσαμε μέσα σ’ ένα τσιμεντένιο γήπεδο μπάσκετ! Στο ανοιχτό γήπεδο του Πειραϊκού. Όπως και δεκάδες άλλοι, έχω να πω.
Τρεις ξεκινήσαμε, εννέα τελικά γίναμε. Εννέα παιδιά της γειτονιάς, έφηβοι, έξι αγόρια και τρία κορίτσια. Με δύο αυτοκίνητα. Η Αθηνά είχε τη ιδέα να φορέσει τη φανέλα της ομάδας! Κόκκινη, με μαύρες λεπτομέρειες. Και το νούμερο «7» πίσω. Τη ζήλεψα! Το «7», λόγω Καμπούρη, ήταν το τυχερό νούμερο της Ελλάδας εκείνο το βράδυ. Εγώ φορούσα πάντα το «15». Τελευταίος και φαρμακερός.
Δεν ξέρω τι πίστευα όταν τρέχαμε ανάμεσα στα πεύκα για να φτάσουμε στο ΣΕΦ από το πίσω μέρος. Ότι θα μας άνοιγαν δρόμο; Ότι θα ήμασταν μόνοι μας έξω από τα αποδυτήρια να αγκαλιάσουμε τον Γκάλη και τον Γιαννάκη; Όσο πλησιάζαμε, τόσο διαπιστώναμε τη λαοθάλασσα. Όλοι όσοι βρέθηκαν μέσα στο ΣΕΦ, και χιλιάδες άλλοι, περίμεναν έξω από τα αποδυτήρια της εθνικής. Όσο και να σπρώξεις, δεν μπορείς να δεις. Κάθε τόσο κάποιος φωνάζει «Να’ τοι! Βγαίνουν»! Το πλήθος, σαν φίδι τεράστιο, μετακινείται μπρος-πίσω.
Να κλέψουν λίγη χρυσόσκονη
Πολλά αγόρια με φανέλες της ομάδας τους. Ερμής Πειραιά, Φοίνικας Αγίας Σοφίας, Θεμιστοκλής, ΑΓΣ Δραπετσώνας, Πορφύρας, Φοίνικας Πειραιά, Ολυμπιακός, Πειραϊκός, Ιωνικός Νίκαιας… Παρέλαση μπασκετική! Υπερηφάνεια! Όλοι ήθελαν να κλέψουν λίγη χρυσόσκονη εκείνο το βράδυ. Κοιτάξτε με! Παίζω κι εγώ μπάσκετ! Αύριο, μεθαύριο, μπορεί να αποθεώνετε κι εμένα!
Σκαρφαλώνουμε σε μια νεραντζιά, που στενάζει από το βάρος μας. Με το ένα χέρι κρατιέμαι από ένα χοντρό κλαδί και με το άλλο κρατάω την Αθηνά από τη μέση. «Ο Καμπούρης! Ο Καμπούρης»! ουρλιάζει η Αθηνά και παραλίγο να μου φύγει. Βλέπουμε τον Καμπούρη μ’ ένα γαλάζιο πουκάμισο, να βγαίνει πρώτος. Πανδαιμόνιο! Ο Φιλίππου μ’ ένα άσπρο μπλουζάκι. Ο Φάνης με άσπρο παντελόνι. Ο Ιωάννου, ο πιο ατσαλάκωτος απ’ όλους. Και τελευταίος ο Ανδρίτσος, που έμοιαζε στον κόσμο του, μ’ ένα βεραμάν μπλουζάκι. Ρε, είναι αληθινοί! Τους βλέπουμε μπροστά μας! Το πήρανε στ’ αλήθεια, δεν είναι όνειρο…
Εγκαταλείπουμε το δέντρο με άλματα. Συμβούλιο. Να επιστρέψουμε στα αυτοκίνητα ή να πάμε με τα πόδια. «Οι δρόμοι είναι κλειστοί εδώ, μόνο από Καλλιθέα και Αμφιθέας μπορεί να πλησιάσουμε, αλλά θα αποκλειστούμε», λέει ο Μανώλης. Από μακριά βλέπουμε το πούλμαν της ομάδας. Τη σκεπή του, να κινείται αργά, βασανιστικά αργά, μέσα στο πλήθος που μοιάζει με μελίσσι. «Πάμε με τα πόδια», φωνάζουμε δύο-τρεις μαζί και τρέχουμε.
Το Final Countdown σε όλα τα σπίτια
Φάληρο-Γλυφάδα με τα πόδια. Πόση ώρα κάναμε; Δεν μπορώ να υπολογίσω. Ήταν σαν όνειρο. Φωνές, τραγούδια, αγκαλιές, συνθήματα. Ως το Παλαιό Φάληρο, ένα στα τρία σπίτια έπαιζε στη διαπασών το «Final Countdown». Νέα ξεσπάσματα και ιαχές. «Τιτινίνι-τιρινίνινι…». Και η γροθιά υψωμένη.
Και φιλιά! Τα φιλιά της πάντα έσταζαν γλύκα, αλλά εκείνο το βράδυ ήταν το κάτι άλλο! Ζουμερά, καυτά, παθιασμένα. Δεν τη χόρταινα! Μέχρι τη Γλυφάδα πρέπει να’ χαμε φιληθεί δημοσίως 100 φορές! Γενικά, ήταν ντροπαλή. Μια φορά που την είχα φιλήσει στο γήπεδο, μετά από μία νίκη, μου έκανε σκηνή. Αλλά είπαμε, εκείνο το βράδυ ήταν αλλιώς…
Κάποτε στρίψαμε στο στενό του «Τζον’ς», του ξενοδοχείου της εθνικής. Λαοθάλασσα! Εθνικός ύμνος με πάθος, φωνές «τίποτα, τίποτα, δεν μας σταματά, το κύπελλο το πήραμε με τον τσαμπουκά». Κάποιος πουλάει ελληνικές σημαίες. «Ένα 20άρικο παιδιά, να ξεπουλήσουμε». Ανάρπαστες. Βουτάμε κι εμείς δύο-τρεις. Ποιος πλήρωσε; Ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ.
Βγαίνει ο Φασούλας στο μπαλκόνι! Ντελίριο! Φα-σού-λας! Φα-σού-λας! Ουρλιάζουμε σαν τρελοί. Να, και ο Φιλίππου δίπλα του. Ο Ρωμανίδης, ο Ιωάννου. Χαιρετούν τον κόσμο. Ο Φασούλας κουνάει τα χέρια του με το ρυθμό των συνθημάτων. Ξαφνικά, εξαφανίζεται μέσα στο δωμάτιο κι εμφανίζεται μετά από δευτερόλεπτα με το τρόπαιο! Και κάνει μια κίνηση, σα να πρόκειται να μας το πετάξει! Τρέλα! Το πλήθος παραληρεί. «Ελλάς-Ελλάς», πέντε λεπτά το ίδιο σύνθημα.
Ο Γκάλης πού είναι; Δεν τον βλέπουμε στο μπαλκόνι. Που να τον δεις τόσο κοντός που είναι; Αυτό φωνάζει κάποιος. Μα, γι’ αυτό τον αγαπάμε περισσότερο απ’ όλους! Γιατί είναι ένας από εμάς…
Παίρνω όρκο ότι η ατμόσφαιρα κάτι μυρίζει. Ένα άρωμα μεθυστικό. Αυτή είναι η μυρωδιά της ευτυχίας; Ο κόσμος είναι ζαλισμένος από την πολλή χαρά. Ξεχνάει τη ζέστη, την ακρίβεια, το Σισμίκ, τα σκάνδαλα, τα πάντα. Εκείνο το βράδυ ήταν σα να πέρασε η χώρα όλη για λίγες ώρες στη ζώνη του λυκόφωτος.
Έχει πάει 3.30 το πρωί. Πρέπει να γυρίσουμε, θα μας πάρει το πρωί. Το παίρνουμε πάλι με τα πόδια, αλλά τώρα η κούραση βαραίνει. Ο κόσμος, πάντως, είναι πολύς και στο γυρισμό.
Στο ύψος του Ελληνικού βλέπουμε ένα φορτηγό με καρότσα άδεια. «Μπάρμπα, πού πας;» ρωτάει ο Γιώργος, ο πιο πλακατζής απ’ όλους. «Να σκαρφαλώσουμε πάνω; Έλα, θα σου δώσουμε και δύο κατοστάρικα», έβγαλε από το πορτοφόλι του και τα ανέμιζε. Δεν ξέρω αν ο μπάρμπας μας λυπήθηκε ή δελεάστηκε από το απρόσμενο αγώι. Σκαρφαλώσαμε με ευγνωμοσύνη και κουλουριαστήκαμε στην καρότσα.
Στριμωγμένοι, αλλά ευτυχισμένοι. Σώματα κολλητά και… στόματα κολλημένα με το αμόρε. Τα μηνύματα πια ήταν ξεκάθαρα. Αλλά… πώς θα γινόταν; Δεν έπρεπε να χαθεί το μομέντουμ. Αλλά δεν γινόταν κι αλλιώς. Σταματήσαμε έξω από το ΣΕΦ, μέχρι να πάμε στα αυτοκίνητα και να μοιραστούμε στα σπίτια πέρασε πάνω από μισή ώρα.
Αμηχανία μπροστά στην πόρτα της. Το αυτοκίνητο να περιμένει πιο κάτω. Βγήκα να την πάω στο κατώφλι. Είχε φτάσει πια σχεδόν 5 το πρωί. «Μην κάνεις φασαρία», μου λέει με τη σιγανή, βραχνή φωνή της που με τρέλαινε. Ξεκλειδώνει. Διστάζω. Τι λένε; Βρήκα το πιο ξενέρωτο. «Καλή ξεκούραση», άκουσα τη φωνή μου. Και μου ψιθυρίζει, με μια σπίθα πρωτόγνωρη στις καστανές της ματάρες: «Δεν είμαι κουρασμένη»…
Την αρπάζω με το ένα χέρι και με το άλλο κάνω νόημα στο Μανώλη. Το Mazda μαρσάρει και φεύγει. Είπαμε, εκείνο το βράδυ ήταν όλα αλλιώτικα… Κι αποδείχτηκαν μαγικά!