Λίγες μέρες πριν γίνει 20 ετών, ο Γιάννης Κωνσταντέλιας βαδίζει σε ένα δρόμο που δεν έχει παράκαμψη – θα το πάει όπως αυτός το πάει και αυτό είναι το σωστό.

Αν έχεις συναισθηματική εμπλοκή, δεν είναι μόνο εύκολο, είναι και δεδομένο. Μπαίνεις, θα μπεις μέσα στο ματς, ζεις μαζί, τρέχεις και συ πίσω από την μπάλα. Καρδιά είναι αυτή και χτυπάει δυνατά ορίζοντάς σε – η αγάπη για την ομάδα. Αν, όμως, είσαι ουδέτερος, απλώς θεατής, χρειάζεσαι ένα ερέθισμα να σε κρατήσει. Αυτό το «κάτι».

Τόσο αφηρημένο ως έννοια, τόσο συγκεκριμένο ως αποτέλεσμα. Το λέμε και «μαγεία», οι άνθρωποι έχουμε την τάση να προσφεύγουμε στο άγνωστο όταν αυτό που βιώνουμε δεν μπορούμε να το βάλουμε στο κουτάκι της συνήθειας. Και ξάφνου το βλέπεις μπροστά σου. Συμβαίνει, σε κάνει κοινωνό του. Δεν χρειάζεται να είσαι ούτε με τους μεν ούτε με τους δε. Είσαι πια και εσύ οπαδός. Του ωραίου. Του σπουδαίου. Του αληθινού.

Μελλοντικά, στις παρέες, μια βραδιά νοσταλγίας, θα ξεκινά κάπως έτσι: «Θυμάσαι τότε που…». Και η αφήγηση θα συνεχίζει. Από τη φάση. Εκείνη. Βράδυ Κυριακής (19/2), στην Τούμπα. Πεσμένος στο έδαφος. Δίχως να σκεφτεί ούτε να πάρει φάουλ, ούτε να αποδεχτεί πως η ευκαιρία χάθηκε. Αρχίζει τα «γκελάκια».

Με τα πόδια, με το στήθος. Ένα, δύο, τρία και μετά η πάσα. Που κατέληξε ασίστ – και άουτ να πήγαινε τέλειο θα ‘τανε, το «πριν» ήταν η ουσία. Ο Γιάννης Κωνσταντέλιας, σε μια φάση for the ages. Ένστικτο, μεγαλειώδες. Και δεν είχε πλέον σημασία αν ήσουν ΠΑΟΚ, ΑΕΚ, οτιδήποτε άλλο. Έστω για λίγα δευτερόλεπτα, η ανατριχίλα ήταν κοινή σε όλους όσους αγαπάνε πραγματικά το ποδόσφαιρο.

Η σιωπή δεν είναι καν επιλογή και ο Κωνσταντέλιας το ορίζει

Δεν περιμέναμε αυτή τη στιγμή για να καταλάβουμε πως αυτό το παλικάρι έχει χρυσάφι στα πόδια του. Από την αρχή της σεζόν, τα δείγματα είναι ολοφάνερα και συνεχή. Αλλά είναι ακριβώς τέτοια γκράντε σκηνικά που φουντώνουν το hype, φτιάχνουν το περίγραμμα. Και η συζήτηση ξεκινά για τα καλά. Γίνεται ντόρος, γίνεται τάση. Το ερώτημα, διαχρονικό σε τέτοιες περιπτώσεις, έρχεται αυθόρμητα: Κάνουμε καλά να μιλάμε τόσο για τον «Ντέλια»; Να τον υμνολογούμε πριν καν περάσει από το στάδιο της επιβεβαίωσης της αξίας του σε βάθος χρόνου; Μήπως έτσι κινδυνεύουμε τον «κάψουμε»;

Μπάστα. Η δουλειά των δημοσιογράφων είναι να καταγράφουν τι γίνεται. Καλό, κακό δεν έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι να μεταφέρουν την πραγματικότητα – όσο τέλος πάντων αυτό είναι εφικτό σε αυτόν τον υποκειμενικό ντουνιά που ζούμε. Ίδιον επίσης του φιλάθλου, ή και του οπαδού, είναι να μιλάει γι’ αυτά που τον «φτιάχνουν». Θετικά ή αρνητικά. Η σιωπή συνεπώς δεν είναι καν επιλογή. Μες το απαιτητικό job description του επαγγελματία ποδοσφαιριστή είναι να τα βγάζει πέρα με την πίεση. Είναι το ίδιο σημαντικό με το να είναι καλός με την μπάλα στα πόδια. Πνευματικό και σωματικό κομμάτι δεν λειτουργούν ξεχωριστά. Δημιουργούν το σύνολο που ορίζει τα τι και πώς.

Ο Κωνσταντέλιας ζει στον κόσμο που ο ίδιος δημιούργησε για τον εαυτό του

Επαφίεται στον ίδιο τον παίκτη αλλά στο περιβάλλον του, να βρει το χώρο και το χρόνο του σε αυτή την κατάσταση. Είναι επίσης και δουλειά της ομάδας, εν προκειμένω του ΠΑΟΚ, να τον προστατέψει όσο περισσότερο γίνεται από την υπερπροβολή. Αλλά, επιμένουμε και τονίζουμε, αυτή (η πίεση) είναι αναπόφευκτη.

Ο Κωνσταντέλιας πρέπει να μάθει να ζει σε έναν κόσμο που δεν είναι ένας από τους πολλούς, αλλά το σημείο αναφοράς. Ακριβώς επειδή αυτός δημιούργησε τις συνθήκες για αυτό. Καθετί που θα κάνει και θα λέει θα αναλύεται από όλες τις μεριές. Γύρω από το όνομά του θα περιστρέφονται «εκατομμύρια ευρώ», σκάουτ και παρατρεχάμενοι. Πολλοί θα περιμένουν στη γωνία χαιρέκακα για ενδεχόμενη αποτυχία του.

Στο Βέλγιο έμαθε πάρα πολλά, τώρα παίζει, χαίρεται, αγκαλιάζει τη διαδικασία

Σε αυτό το πλαίσιο, του έκανε απίστευτα καλό ο περσινός δανεισμός του στην Έουπεν. Μια μικρομεσαία βελγική ομάδα μεν, ένα μεγάλο σχολείο δε. Εκεί κατάλαβε πως δεν ήταν έτοιμος, πως το ταλέντο από μόνο του δεν αρκούσε και πως έπρεπε να μάθει να χειρίζεται και πολλά άλλα ακόμη. Έβλεπε να τον αφήνουν χιλιόμετρα πίσω του στις προπονήσεις, να τον «τζαρτζάρουν» χωρίς έλεος στα παιχνίδια. Κατάλαβε πως πρέπει να δουλέψει περισσότερο, ρούφηξε σαν σφουγγάρι τη γνώση.

Γύρισε στην πατρίδα αλλαγμένος. Κατασταλαγμένος. Και πολύ πιο ώριμος. Τα αποτελέσματα τα καταθέτει στην πράξη. Βδομάδα τη βδομάδα, ματς το ματς. Παίζει, χαίρεται, το μεταδίδει. Και ακριβώς γι’ αυτό, είμαστε πεπεισμένοι πως θα χειριστεί σωστά την πίεση, θα κάνει τις σωστές επιλογές καριέρας.

Φοβόμαστε πάντα ως Έλληνες ποδοσφαιρόφιλοι έναν άλλο «Σωτήρη Νίνη», κατανοητό, δεν τους βγάζουμε δα με το κιλό τους παιχταράδες για να μην μας πειράζουν τα χαμένα ταλέντα, κάθε άλλο. Αλλά είναι μέρος της διαδικασίας και αυτό. Στο εξωτερικό δεν είναι διαφορετικά. Μην δεχόμαστε πως είμαστε «γιδότοπος» – κατά το πολυφορεμένο κλισέ- γιατί τέτοιος θα παραμείνουμε πάντα. Μόνο αν στοχεύεις ψηλά, πας και μακριά.