«Ελπίζω ότι ήδη έχει αρχίσει να φτιάχνεται το άγαλμά του». Αυτήν ακριβώς τη φράση είπε ο Στίβεν Τζέραρντ στο βίντεο που έφτιαξε η αγγλική Πρέμιερ Λιγκ για το αντίο του Γιούργκεν Κλοπ στη Λίβερπουλ. Ένας από τους πιο εμβληματικούς παίκτες στη νεότερη περίοδο του συλλόγου τσιγκουνεύτηκε επαίνους, απέδωσε στον 57χρονο Γερμανό τεχνικό τον πιο μεγάλο: Απ’ όλους όσοι έχουν περάσει από τη Λίβερπουλ, ως παίκτες ή ως προπονητές, μόνο ο Μπιλ Σάνκλι και ο Μπομπ Πέισλι έχουν εισπράξει αυτή την τιμή.
O Γιούργκεν Κλοπ κατάφερε να φτάσει στην κορυφή αυτής της πυραμίδας αποδοχής χωρίς να γεμίσει τη Λίβερπουλ με τίτλους. Στα εννέα χρόνια που έμεινε στο Άνφιλντ πήρε ένα Τσάμπιονς Λιγκ (2019), ένα πρωτάθλημα (2020), ένα κύπελλο Αγγλίας (2022), δύο Λιγκ Καπ (2022 και 2024) κι ένα Σούπερ Καπ (2022), εκτός από το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και το Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, αμφότερα το 2019. Οκτώ… κατσαρόλια δεν τα λες και λίγα βέβαια, αλλά δεν ήταν αυτά που εξύψωσαν τον Γιούργκεν Κλοπ στο πάνθεον της παγκόσμιας προπονητικής. Οι τίτλοι και οι αριθμοί δεν ήταν το σημείο αναφοράς του ούτε στη Μάιντς, ούτε στη Μπορούσια Ντόρτμουντ, τις ομάδες που καθοδήγησε πριν τη Λίβερπουλ.
Τι είναι, λοιπόν; Οπωσδήποτε κάτι πιο βαθύ. Που έχει να κάνει με τη γενικότερη προσωπικότητά του. Αυτή η ευφυία ύψιστης κλάσης, η οποία έχει δεθεί τόσο πολύ με την ταπεινότητα και την ανθρωπιά. Η πίστη σε αξίες, η εμπιστοσύνη στις ανθρώπινες σχέσεις, αυτή η αόρατη κλωστή που δένει τον ηγέτη με όσους βρίσκονται υπό τις οδηγίες του. Η έλλειψη φόβου να εφαρμόσει καινοτομίες, μαζί με το νοιάξιμο για τον άνθρωπο που έχει δίπλα του και τον υπολογίζει σαν τέτοιο, σ’ ένα σπορ όπου (ειδικά στο τοπ επίπεδο) κυριαρχεί ο άκρατος επαγγελματισμός.
Αυτός είναι ο Γιούργκεν Κλοπ. Αυτός ήταν πάντα.
Ένα από τα πιο βασικά πλεονεκτήματά του είναι ότι γνωρίζει απόλυτα τον εαυτό του, τις ικανότητές του και τα ελαττώματά του. Μικρός ήθελε να γίνει γιατρός, αλλά κατάλαβε γρήγορα ότι δεν έχει την εξυπνάδα (sic) για να ακολουθήσει το απαιτητικό αυτό επάγγελμα. Έτσι αποφάσισε να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο, στο οποίο τον είχε μυήσει ο πατέρας του. Τερματοφύλακας κι αυτός στα νιάτα του, έπεισε το νεαρό Γιούργκεν να ξεκινήσει στην Πφορτζχάιμ, την ομάδα της πόλης του. Στα 20 του χρόνια μεταγράφηκε στην Άιντρεχτ Φρανκφούρτης και το 1990 πέρασε το κατώφλι της Μάιντς, του πρώτου μεγάλου σταθμού της ζωής του.
Γιούργκεν Κλοπ: Από την επίθεση στην άμυνα κι από εκεί στον πάγκο
Στη Μάιντς ο Γιούργκεν Κλοπ έπαιξε για 11 σεζόν (1990-2001). Στην αρχή ως επιθετικός, αλλά αργότερα (1995) καθιερώθηκε ως κεντρικός αμυντικός. Ήταν οι στιγμές που καταλάβαινε ότι το επίπεδο του δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο. «Είχα πόδια Δ’ κατηγορίας και μυαλό Α’ κατηγορίας», είπε χαρακτηριστικά. Παράλληλα με την καριέρα του, πήρε δίπλωμα στην αθλητική διοίκηση από το πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης, και ήταν ο μόνος που συζητούσε (μάλιστα με επίμονο τρόπο) τις τακτικές της ομάδας με τους εκάστοτε προπονητές του. Σύμφωνα με όσα εξιστορεί ο ίδιος, είχε αποφασίσει ότι θα γινόταν προπονητής από την πρώτη αγωνιστική του σεζόν στη Μάιντς.
Επί των ημερών του Γιούργκεν Κλοπ η ομάδα δεν κατάφερε να παίξει παραπάνω από την 2η κατηγορία της Γερμανίας. Η ευκαιρία, όμως, του προσφέρθηκε στο πιάτο. Δεν είχε καλά-καλά ολοκληρώσει την καριέρα του, όταν τον Φεβρουάριο του 2001 ανακοινώθηκε ότι θα είναι ο αντικαταστάτης του Εκχαρντ Κράουτσουν στην ανδρική ομάδα. Αμέσως κλήθηκε να «σκοτώσει» τον παίκτη μέσα του και να διαχειριστεί ανθρώπους, με τους οποίους είχε παίξει μαζί. Δεν φοβήθηκε καθόλου: Η Μάιντς νίκησε στα 6/7 πρώτα του παιχνίδια και έσωσε την κατηγορία, ενώ ήταν πρώτο φαβορί για υποβιβασμό.
Τις επόμενες σεζόν ο Γιούργκεν Κλοπ μεταμόρφωσε τη Μάιντς από ομάδα που έχει στόχο την αποφυγή του υποβιβασμού σε διεκδικήτρια της ανόδου. Μετά από δύο συνεχόμενες «πικρές» 4ες θέσεις στο πρωτάθλημα (προβιβάζονται τρεις) τη σεζόν 2003-2004 η Μάιντς τα κατάφερε να ανέβει στη Μπουντεσλίγκα για πρώτη φορά στην ιστορία της. Κι όχι μόνο αυτό: Ενώ είχε μακράν το μικρότερο μπάτζετ και το μικρότερο γήπεδο στην κατηγορία, κατάφερε να την οδηγήσει μέχρι τα ευρωπαϊκά σαλόνια (συμμετοχή στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ το 2005).
Η Μάιντς υποβιβάστηκε το 2007 και τότε ο Γιούργκεν Κλοπ έδειξε απτά σημάδια της αφοσίωσής του: Με τις σειρήνες μεγάλων συλλόγων να ηχούν σ’ αυτιά του, αυτός προτίμησε να μείνει στο τιμόνι της και την επόμενη σεζόν στη Β’ κατηγορία.
Τον επόμενο χρόνο τον διεκδίκησαν η Μπάγερν και η Ντόρτμουντ. Εκεί ο Γιούργκεν Κλοπ έκανε κι άλλη έκπληξη: Άφησε στα κρύα του λουτρού τους Βαυαρούς και υπέγραψε διετές συμβόλαιο με τους Βεστφαλούς, οι οποίοι είχαν τερματίσει 13οι (στους 18) την προηγούμενη σεζόν. Με μια άκρως νεανική ομάδα (κάτι που το εφάρμοσε σ’ όλες τις ομάδες του) άρχισε την αναγέννηση της Μπορούσια σε τέτοια επίπεδα, που δεν είχε φτάσει ποτέ στο παρελθόν.
Στα επτά χρόνια που ο Γιούργκεν Κλοπ έμεινε στο Ντόρτμουντ κατάφερε να πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ του 2013, δύο πρωταθλήματα Γερμανίας (2011, 2012) κόντρα στο κατεστημένο της Μπάγερν, ένα κύπελλο (2012) και δύο χαμένους τελικούς (2014, 2015) και δύο Σούπερ Καπ Γερμανίας (2013, 2014). Ακόμα και σήμερα παραμένει ο πολυνίκης προπονητής του συλλόγου, μαζί με τον Ότμαρ Χίτζφελντ.
Η Λίβερπουλ ήταν ακόμη πιο μεγάλη πρόκληση. Ένας σύλλογος με τεράστια ιστορία, με μπόλικους τίτλους, με οπαδούς που στηρίζουν μεν, αλλά έχουν και τεράστιες απαιτήσεις. Η χημεία του Γιούργκεν Κλοπ με τη Λίβερπουλ εξελίχθηκε σε κάτι απίθανο. Από την πρώτη κιόλας ημέρα, όταν χαρακτήρισε τον εαυτό του «Normal One» (Ο Κανονικός), σε πλήρη αντίθεση με το «Special One» του Μουρίνιο.
Τα όσα πέτυχε ο Γιούργκεν Κλοπ με τη Λίβερπουλ σε τίτλους τα αναφέραμε ήδη. Αυτό που δεν γίνεται να αποτυπωθεί σε κύπελλα και αριθμητικές διακρίσεις είναι η σχέση του με τον κόσμο. Μπορεί η διοίκηση να τον βοήθησε με συγκεκριμένες μεταγραφές από το πάνω ράφι, αλλά κι αυτός την αποζημίωσε φέρνοντάς την σε θέση απόλυτου διεκδικητή κάθε σεζόν.
Το επίτευγμα των 97 πόντων του 2019, η μεγαλύτερη συγκομιδή που έχει γίνει (και πιθανόν θα μείνει σε όλες τις εποχές) για ομάδα που ΔΕΝ κατάφερε να κερδίσει τίτλο. Οι τρεις τελικοί Τσάμπιονς Λιγκ (2018 και 2022 οι χαμένοι), το γενικό ποσοστό 60,4% στις νίκες (το μεγαλύτερο που έχει πετύχει προπονητής με 50+ αγώνες στον σύλλογο) είναι ενδεικτικά.
Ο Κλοπ πήρε ένα γυαλόχαρτο και εξαφάνισε τη σκουριά από τη Λίβερπουλ, η οποία πήγαινε να εξελιχθεί σε μεγαλομεσαία μεν ομάδα, που ζει με τις δάφνες του παρελθόντος. Στο πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον του παγκοσμίου ποδοσφαίρου την έκανε πρωταγωνίστρια.
Και μέσα σ’ αυτά τα χρόνια έδειξε και σημεία του χαρακτήρα του. Από την δήλωσή του ότι «αν κάτι δεν θα κάνω ποτέ στη ζωή μου είναι να ψηφίσω δεξιό κόμμα», που τον έφερε ακόμα πιο κοντά στα λαϊκά στρώματα, μέχρι την εκπληκτική μαεστρία με την οποία χειρίζεται τις προσωπικές του σχέσεις. Είναι από τους ελάχιστους ανθρώπους στον πλανήτη που έχει βγει (κι όχι μία φορά) για φαγητό ταυτόχρονα και με την νυν γυναίκα του και με την πρώην!
Η Σαμπίνε, η μητέρα του παιδιού του, υπήρξε ο νεανικός του έρωτας κι έμειναν μαζί μέχρι το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας (2001). Το 2005 παντρεύτηκε την συγγραφέα παιδικών βιβλίων Ούλα Σάντροκ, η οποία βρισκόταν στις εξέδρες του Άνφιλντ σε κάθε του αγώνα και, κατά δική του δήλωση, θα είναι υπεύθυνη για τα μελλοντικά του βήματα.
Στα 57 του χρόνια ο Γιούργκεν Κλοπ απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί συνταξιούχος. Στην Αγγλία, πάντως, δεσμεύτηκε ότι δεν θα αναλάβει άλλη ομάδα. Προτάσεις (θα πρέπει να) υπάρχουν πολλές, αλλά το πιθανότερο είναι να τον δούμε να ηρεμεί για κάποιο διάστημα. Ενδεχομένως και να επιστρέψει στο ρόλο του σχολιαστή, όπως έκανε το 2005 για την ZDF (και μάλιστα η εκπομπή του βραβεύτηκε). Μπορεί να γράψει ο ίδιος το σενάριο για την ταινία που θα αφηγείται τη ζωή του, έχει και τέτοιες προτάσεις.
Μπορεί να αναλύσει (και να αποτυπώσει ενδεχομένως σε βιβλίο) το Gegenpressing, τη δική του συμβολή στον τρόπο που παίζεται παγκοσμίως το παιχνίδι. Την πίεση, δηλαδή, στη μπάλα όταν χάνεται η κατοχή, με στόχο να την πάρει πάλι η ομάδα στη δική της κατοχή στο μικρότερο δυνατό χρονικό διάστημα. Μια τακτική πολύ απαιτητική, που όμως αναγνωρίζεται πια ως η σωστότερη απ’ όλους.
Ό,τι και να κάνει, το σίγουρο είναι ότι υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο που τον παρακολουθούν με αγάπη και θαυμασμό. Και περιμένουν την επανάκαμψή του.
* Κεντρική φωτογραφία: Clive Brunskill/Getty Images/Ideal Images