Στην Εθνική ομάδα, όποιος κι αν διοικεί την ΕΠΟ κι όποιος κι αν λαμβάνει τις αποφάσεις, υπάρχει μια «λούπα απρέπειας» που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά εδώ και πάρα πολλά χρόνια, από τότε ουσιαστικά που έφυγε ο Φερνάντο Σάντος, όταν δεν του επέτρεψαν ουσιαστικά να μπει στο ίδιο αεροπλάνο με την Εθνική στον γυρισμό από το Μουντιάλ – κι ας είχαμε προκριθεί στους «16» κι ας φτάσαμε μια ανάσα από τους «8» χάνοντας στη διαδικασία των πέναλτι από την Κόστα Ρίκα. Θα άλλαζε τώρα με τον Γκουστάβο Πογέτ;
Μέχρι τον Πογέτ -κι ακόμη παραπέρα;
Από τότε μέχρι να φτάσουμε στον Πογέτ , είτε φέρνουμε αξιόλογους προπονητές και τους «καίμε», τους αποδομούμε, τους βγάζουμε «μυρωδιάδες» και άσχετους και τους «σταυρώνουμε» στην πρώτη στραβή, είτε βάζουμε «Μανατζαραίους και Κοντογιώργηδες» στο περιβάλλον της Εθνικής να κάνουν μικροπολιτική, να μεσολαβούν για το ποιοι πρέπει να καλούνται και ποιοι όχι, είτε προσλαμβάνονται φανερά και ξεκάθαρα ακατάλληλοι ή παρωχημένοι προπονητές.
Όπως και να έχει και ό,τι από τα παραπάνω κι αν έχει συμβεί στο πέρασμα των χρόνων, ένας προπονητής – είτε σε σύλλογο, είτε στην Εθνική – θέλει έμπρακτη στήριξη. Θα έλεγε κανείς πολύ περισσότερο σε μια Εθνική ομάδα, που δεν έχει την τριβή της καθημερινότητας, που οι παίκτες μαζεύονται όποτε λάχει και κάνουν ελάχιστες προπονήσεις πριν από τους αγώνες.
Και στην περίπτωση της Εθνικής Ελλάδας συγκεκριμένα, που δεν έχει να αντλήσει από καμιά τεράστια δεξαμενή παικτών και ταλέντων, η υπομονή και η στήριξη οφείλει να είναι ακόμα μεγαλύτερη: δεν φταίει ο εκάστοτε προπονητής για τα χάλια του παρελθόντος, ούτε μπορεί να έχει τη σκιά του Ρεχάγκελ πάνω από το κεφάλι του όποιος κάθεται σε αυτόν τον πάγκο και την «ιερή υποχρέωση» να πάει την Εθνική σε τελική φάση Euro ή/και Μουντιάλ.
Όταν ανακοινώθηκε η πρόσληψη του Γκουστάβο Πογέτ στην Εθνική, οι «Έλληνες φίλαθλοι» είναι η αλήθεια πως δεν «έσκισαν τα σώβρακά τους από χαρά», χωρίς να είναι απόλυτα κατανοητός ο λόγος που ξενέρωσαν ή που δεν τους γέμισε το μάτι.
Τι ακριβώς και ποιον ακριβώς περίμεναν να έρθει, σε μια χώρα που ακόμα κοιμάται με τις φωτογραφίες του 2004 κάτω από το μαξιλάρι της; Που έχει καμιά δεκαριά χρόνια να πάει σε τελική φάση; Που τρώει τον έναν προπονητή πίσω από τον άλλον; Που απαξίωσε από Ρανιέρι μέχρι Φαν Σχίπ με μεγάλη ευκολία; Που δεν δίνει φυσικά κανέναν «πακτωλό χρημάτων» στους ομοσπονδιακούς προπονητές και το επιτελείο τους, που επιβάλλει δικούς της ανθρώπους στο προπονητικό τιμ που δημιουργείται κάθε φορά, που δεν θωρακίζει τις ίδιες της τις επιλογές;
Που μέχρι πρότινος είχε «πάλιουρες» που έκαναν κουμάντο, καλούσαν και έκοβαν παίκτες, ανάλογα με το αν ήταν φίλοι τους ή όχι; Και που έχει σχεδόν όλες τις μεγάλες ομάδες να κάνουν φασαρία όταν δεν καλείται κάποιος παίκτης τους, για να γκρινιάζουν ή να χαλάνε τον κόσμο αν οι παίκτες τους καταπονηθούν παίζοντας σε δυο συνεχόμενα ματς ή γυρίσουν τραυματίες;
Οι ημέρες του Πογέτ
Μέσα σε όλο αυτό το τοξικό περιβάλλον που έχει δημιουργηθεί χρόνια τώρα γύρω από την Εθνική, ήρθε ο Γκουστάβο Πογέτ και προσπάθησε να κάνει τη δουλειά του όσο καλύτερα μπορούσε. Με αμφισβήτηση και μουρμούρα. Με παίκτες πρόθυμους να αγωνιστούν με το εθνόσημο και παίκτες απρόθυμους. Με τραυματισμούς και ελλιπείς προετοιμασίες. Με πενιχρά μέσα και εγκαταστάσεις που ακόμα φτιάχνονται ή θα φτιαχτούν κάποια στιγμή.
Ο Πογέτ, δεν ήρθε για να ξανα-ανακαλύψει τον τροχό, δεν ευαγγελίστηκε «total-football» και δεν δοκίμασε καν να αλλοιώσει το DNA του Έλληνα ποδοσφαιριστή: προσπάθησε να φτιάξει μια Εθνική συμπαγή αμυντικά, η οποία όμως δεν θα προσπαθούσε να σκοράρει αποκλειστικά με αντεπιθέσεις ή μέσα από στατικές φάσεις, αλλά θα δοκίμαζε – όποτε είχε τη δυνατότητα – να κυκλοφορήσει τη μπάλα, να δημιουργήσει με σύνεση, να σουτάρει πολύ έξω από την αντίπαλη περιοχή εκμεταλλευόμενη τα δυνατά πόδια των μεσο-επιθετικών της, να πάρει τα καλύτερα στοιχεία που ο Έλληνας ποδοσφαιριστής μπορεί να έχει.
Και είναι αλήθεια ότι με εξαίρεση το ματς στην Ολλανδία, τη μακράν χειρότερη εμφάνιση της Εθνικής επί των ημερών του Πογέτ, δεν είδαμε άσχημα πράγματα. Με τη Γαλλία εκτός ήμασταν ανταγωνιστικοί, με την Ολλανδία εντός το παλέψαμε φιλότιμα, τα ματς με τους «μικρούς» και όσους ήταν «στα μέτρα μας» τα πήραμε. Επιπλέον, κερδίσαμε το «μαξιλαράκι της δεύτερης ευκαιρίας» μέσω του Nations League, το οποίο μπορεί τελικά να μας στείλει στο Euro. Σαφέστατα θετικό είναι το πρόσημο, καθώς εκεί που ήμασταν στην απόλυτη ανυποληψία και στο προηγούμενο Nations League «καταφέραμε» να πατώσουμε, εδώ τουλάχιστον «κάναμε το χρέος μας» και τερματίσαμε πρώτοι.
Μόνο που στην αυτό-καταστροφική αυτή χώρα, ακόμα κι όταν τα πράγματα πάνε καλά, εμείς βρίσκουμε τρόπο να τα χαλάσουμε όλα.
Η ιστορία με τον συνεργάτη του Πογέτ που είναι απλήρωτος για 8 μήνες – για τον οποίον η ΕΠΟ λέει ότι δεν έχει βγάλει ελληνικό ΑΦΜ και γι’ αυτό δεν μπορεί να πληρωθεί, οι γκρίνιες κατά του Πογέτ, οι γκρίνιες του ίδιου του Πογέτ, οι «διαρροές» που του χρεώνουν ότι έχει ζητήσει να ανανεωθεί το συμβόλαιό του πριν δούμε αν θα είμαστε στο Euro ή όχι και το ραντεβού του με την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Ιρλανδίας, είναι οι τελευταίες πράξεις του «έργου». Κι όλα αυτά, λίγο καιρό πριν παίξουμε τα ρέστα μας στο Nations League, με βατούς αντιπάλους, σε μια ρεαλιστική προσπάθεια να ξαναβρεθούμε επιτέλους σε μια τελική φάση Euro.
Θυμίζω, ότι τα δημοσιεύματα τις προηγούμενες μέρες, έκαναν λόγο για άμεση απομάκρυνση του Πογέτ μετά το ματς με τη Γαλλία – μιλάμε για κάτι ανάμεσα σε απρέπεια, παραλογισμό και χαζομάρα: να διώξεις τον προπονητή που σε έφερε ως εδώ, λίγο καιρό πριν τη μεγάλη ζαριά που μπορεί να σε στείλει στο Euro; Και να πας στα κρίσιμα εκείνα παιχνίδια με κάποιον άλλον, που θα πρέπει μέσα σε λίγες μέρες να δει, να μάθει και να τον μάθουν, χωρίς να έχει το παραμικρό περιθώριο αποτυχίας;
Σάντος ή Χιμένεθ;
Δυστυχώς, το γυαλί μοιάζει να έχει ραγίσει – κι αν το γυαλί ραγίσει, το επόμενο στάδιο είναι να σπάσει κι όχι να ξανακολλήσει. Πυροβολήσαμε τα γόνατά μας για μια ακόμα φορά, στήσαμε τον πύργο από τραπουλόχαρτα και πάμε να του δώσουμε μια να γκρεμιστεί – και φτου κι απ’ την αρχή. Ήδη, τα ονόματα του Σάντος και του Χιμένεθ είναι στο τραπέζι, ονόματα καθόλου ασύμβατα με την κιτρινόμαυρη απόχρωση της ΕΠΟ και το κιτρινόμαυρο παρελθόν του Σάντος, του Χιμένεθ αλλά και του Πογέτ θα έλεγε κάποιος.
Και φυσικά, το όνομα του Σάντος είναι ένα όνομα που μας «γαργαλάει ευχάριστα» για πολλούς και διάφορους λόγους: είναι κάποιος που τον αγαπάμε και μας αγαπάει, που μας ξέρει και τον ξέρουμε, που πήρε Euro με την Πορτογαλία και μετά είχε ένα σύντομο και πικρό πέρασμα από την Πολωνία.
Αλλά τον έχουμε ρωτήσει τον άνθρωπο αν ενδιαφέρεται ή ενδιαφερόμαστε εμείς «ερήμην του»; Διότι σίγουρα θυμάται με ποιον τρόπο έφυγε κάποτε από τον πάγκο της Εθνικής μας και επιπλέον έχει πει τις τελευταίες μέρες ότι του λείπει η τριβή και η συγκίνηση της καθημερινής ενασχόλησης με σύλλογο, εννοώντας ότι δεν «βλέπει» στην παρούσα φάση να κάθεται ξανά στον πάγκο Εθνικής.
Η Εθνική, κατά την ταπεινή μου άποψη, πρέπει να πάει στους «τελικούς» του Nations League με τον προπονητή που την έφερε ως εδώ, δηλαδή τον Πογέτ. Κι αν τα καταφέρουμε και προκριθούμε, να πάει με τον ίδιο άνθρωπο στο τιμόνι της στο Euro. Τελεία και παύλα.
Αλλά αν η ΕΠΟ, που έχει και το μαχαίρι και το καρπούζι, αποφασίσει να τον αλλάξει (αύριο, σε δυο βδομάδες ή σε δυο μήνες), να πράξει επιτέλους το αυτονόητο: να στηρίξει την επιλογή της και να αφήσει όποιον κάθεται στον πάγκο της Εθνικής να δουλέψει σε ένα βάθος χρόνου και μια «σιγουριά» ότι ένα κακό αποτέλεσμα δεν θα του στοιχίσει τη θέση του.