Αυτές τις μέρες, οι αρμόδιοι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ προτιμούν να μην μιλήσουν για την άγρια, εκκεντρική ιστορία που αφορά το πιο διάσημο άλογο κούρσας, τον Βράχο του Γιβραλτάρ, ως τον καταλύτη για όλα όσα έχουν πάει τόσο θεαματικά στραβά για το club από τότε.
Τα επιτεύγματα του Φέργκιουσον στο Old Trafford τον καθιστούν τον πιο επιτυχημένο Βρετανό προπονητή που υπήρξε ποτέ. Αλλά η υπόθεση του Βράχοu του Γιβραλτάρ, το 2003, δεν ήταν μια από τις επιτυχίες του και, για τη Γιουνάιτεντ, οι συνέπειες εξακολουθούν να είναι αισθητές μέχρι σήμερα.
Μια νέα γενιά οπαδών της Γιουνάιτεντ, εν τω μεταξύ, μπορεί να σκεφτεί την ασυνήθιστη αλυσίδα γεγονότων που οδήγησαν, τελικά, στην πτώση μιας άλλοτε πανίσχυρης ομάδας – η εξαγορά του Μάλκολμ Γκλέιζερ, οι διαμαρτυρίες των οπαδών, τα χρέη, τα χρόνια παρακμής, η μνησικακία και αλληλοκατηγορίες — φαίνονται λίγο τραβηγμένες.
«Μιλάμε για τη μεγαλύτερη ποδοσφαιρική ομάδα στην Αγγλία», μπορεί να απαντήσει κανείς, «και μου λες σοβαρά ότι όλα ξεκίνησαν να πηγαίνουν στραβά εξαιτίας ενός αλόγου κούρσας;».
Λοιπόν, ναι, αν και όχι απλώς ένα συνηθισμένο άλογο κούρσας, λαμβάνοντας υπόψη τα επιτεύγματα του «Βράχος» σε πιο ευτυχισμένες εποχές, όταν ήταν καταχωρημένο με το όνομα του Φέργκιουσον, εξαιτίας της φιλίας του με τους Τζον Μάνιερ και Τζέι Πι Μακ Μάνους. Οι δυο τους ήταν γνωστοί και ως «Coolmore Mafia». Οι δύο Ιρλανδοί επιχειρηματίες αποδείχθηκαν οι πιο σκληροί αντίπαλοι που συνάντησε ποτέ ο Φέργκιουσον.
Για να τους παρουσιάσουμε σωστά, ο Μάνιερ και ο Μακ Μάνους ήταν οι πλουσιότεροι άνδρες στην Ιρλανδία και δεν αισθάνονταν αδικημένοι όταν τα αγγλικά μέσα ενημέρωσης τους περιέγραφαν ως απλούς ιδιοκτήτες αλόγων κούρσας. Η δύναμη και ο πλούτος τους, βέβαια, προχώρησαν πολύ περισσότερο από αυτό. Ο Φέργκιουσον είχε γίνει φίλος τους μέσω της αγάπης του για τις ιπποδρομίες και, με τη σειρά του, τους έπεισε να «εισέλθουν» στη Γιουνάιτεντ ως μέτοχοι.
Ήταν μια τρομερή συμμαχία: Ο Μάνιερ και ο Μακ Μάνους, που λειτουργούσαν τους στάβλους Coolmore σε 7.000 στρέμματα αγροτικής γης στην κομητεία Tipperary, ήταν στην κορυφή του επαγγέλματός τους. Το ίδιο και ο Φέργκιουσον, που διοικούσε τους πρωταθλητές της Πρέμιερ Λιγκ, όπως και ο Βράχος του Γιβραλτάρ, δημιουργώντας τη φήμη του «κατά συρροή» νικητή στους μεγαλύτερους αγώνες ιππασίας.
«Πήγα στους αγώνες για λόγους αποφόρτισης και απόλαυσης μακριά από τη δουλειά μου», είπε ο Φέργκιουσον σε μια τετρασέλιδη συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο The Players’ Club, το επίσημο περιοδικό της Ένωσης Επαγγελματιών Ποδοσφαιριστών, το 2002. «Είναι (η προπονητική) μια αρκετά εξαντλητική δουλειά, απαιτητική. Ανάμεσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν πρέπει να βρεις μια αποφόρτιση».
Η σχέση με τον Βράχο του Γιβραλτάρ ξεκίνησε, εξηγούσε, όταν το -τότε- πουλάρι είχε αγωνιστεί στο Coventry Stakes στο Ascot την προηγούμενη χρονιά. Τερμάτισε έκτο. «Κανείς δεν ήξερε πόσο καλός θα γίνοταν ο Βράχος του Γιβραλτάρ, ούτε ο Τζον Μάνιερ, ούτε ο (προπονητής) Έινταν Ο’ Μπράιεν, ούτε και εγώ», είπε ο Φέργκιουσον στο ίδιο άρθρο. «Μάλλον δεν θα έχω ποτέ ξανά ένα άλογο τόσο καλό όσο αυτό».
Και μετά, όπως συμβαίνει συχνά με τους πλούσιους, υπήρξε μια διαμάχη για τα χρήματα. Οι συμπεριφορές σκλήρυναν. Ο Φέργκιουσον ξεκίνησε δικαστικές διαμάχες και, σχεδόν σίγουρα, υποτίμησε με ποιον είχε να κάνει. Του είπαν ότι ήταν λάθος, αλλά το συνέχισε ούτως ή άλλως.
Από τότε, όλα όσα συνέβησαν στο Old Trafford μπορούν να εντοπιστούν σε αυτήν την υπόθεση.
Θα είχαν πάρει αλλιώς οι Γκλέιζερ τον έλεγχο της Γιουνάιτεντ; Απίθανο! Θα ήταν ο σύλλογος σε τέτοιο χάλι τώρα; Απίθανο. Συνδέονται όλα με τον Βράχο του Γιβραλτάρ; Είναι μια μεγάλη ιστορία, αλλά, ναι, απολύτως.
«Όλα ξεκίνησαν με το άλογο»
Όλα αυτά εξηγούν γιατί ο συγγραφέας και πρώην συντάκτης εφημερίδων, Κρις Μπλάκχαρστ, έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Όλα ξεκίνησαν με το άλογο» στο βιβλίο του «The World’s Biggest Cash Machine: Manchester United, the Glazers and the Struggle for Football’s Soul» («Η μεγαλύτερη μηχανή χρήματος: Η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, οι Γκλέιζερ και η μάχη για την ψυχή του ποδοσφαίρου»), το οποίο θα κυκλοφορήσει αυτή την εβδομάδα. Στην εισαγωγή του γράφει ότι η οικογένεια Γκλέιζερ, με έδρα τις ΗΠΑ, «έχει ένα άλογο κούρσας και μια ολική προσωπική αποτυχία για να ευχαριστούν για την εκπληκτικά καλή τους τύχη».
Σήμερα (Δευτέρα) είναι η πρώτη επέτειος από τον θάνατο του Βράχου του Γιβραλτάρ, που υπέκυψε έπειτα από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 23 ετών. Το γεγονός ότι το άλογο έχει τη δική του σελίδα στη Wikipedia αποτελεί απόδειξη των εκπληκτικών επιτευγμάτων του. Ήταν, για να αναφέρω τον πρώην πρωταθλητή, τζόκεϊ Ρίτσαρντ Χιουζ, «ένα θαυμαστό άλογο, το καλύτερο στον κόσμο». Έτρεχε επίσης στα χρώματα του Φέργκιουσον – το ερυθρόλευκο της ποδοσφαιρικής ομάδας που διοικούσε.
Ο Φέργκιουσον, ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι δικαιούταν τα μισά από τα δικαιώματα του Βράχου του Γιβραλτάρ – ένα πρόγραμμα αναπαραγωγής αξίας δυνητικά δεκάδων εκατομμυρίων λιρών – ως μέρος αυτού που πίστευε ότι ήταν μια συμφωνία κυρίων με τους «Κούλμορ» όταν το άλογο καταχωρήθηκε στο όνομά του.
Η άποψη των «Κούλμορ», όμως, ήταν ότι ο Φέργκιουσον είχε παρεξηγήσει τα λεγόμενα, ίσως επειδή ήταν νέος στη βιομηχανία. Ο Μάνιερ και ο ΜακΜάνους είπαν ότι καμία τέτοια συμφωνία δεν είχε συναφθεί και ούτε θα συνέβαινε ποτέ, δεδομένων του τεράστιου ποσό που ενδεχομένως απαιτείται.
«Ο Φέργκιουσον, φυσικά, δεν ήταν πραγματικά ο συνιδιοκτήτης», γράφει ο Μπλάκχαρστ. «Το άλογο ήταν καταχωρημένο στο όνομά του, αλλά ήταν ιδιοκτησία κάποιου άλλου. Χρήματα δεν άλλαξαν ποτέ χέρια, ο Άλεξ Φέργκιουσον δεν αγόρασε και δεν πλήρωσε ποτέ μερίδιο για το άλογο». Ήταν, εξηγεί ο συγγραφέας, μια εντελώς διαφορετική διάταξη. «Ο Μάνιερ ήταν ευγνώμων στον Φέργκιουσον. Είπε ότι ήταν καλό για εκείνον να το κάνει, να καταχωρήσει με το όνομα του Φέργκιουσον το άλογο και, αν κέρδιζε, να σηκωθεί εκείνος για την ομιλία».
Ο Φέργκιουσον πίστευε ότι οι αμοιβές για ένα τόσο λαμπρό καθαρόαιμο θα μπορούσαν να του αποφέρουν μια περιουσία και δεν είχε άδικο (ο Βράχος του Γιβραλτάρ κέρδισε 256 άλογα που συμμετείχαν σε αγώνες, συμπεριλαμβανομένων 77 παγκόσμιων νικητών και 16 στο υψηλότερο επίπεδο).
Οι σχέσεις επιδεινώθηκαν και οι νομικοί ανέλαβαν. O πόλεμος μεταξύ του προπονητή της Γιουνάιτεντ και των δύο μεγαλύτερων μετόχων του συλλόγου είχε μόλις κηρυχθεί.
Δύο δεκαετίες μετά, το The Athletic είναι σε θέση να γνωρίζει ότι το διοικητικό συμβούλιο της Γιουνάιτεντ ήταν τρομοκρατημένο. Ζήτησαν και πήραν ανεξάρτητες συμβουλές που ανέφεραν ότι ο Φέργκιουσον είχε λίγες πιθανότητες να κερδίσει την υπόθεσή του. Πίεσε, χρησιμοποιώντας έναν δικηγόρο από το Δουβλίνο.
Ο Ρόι Κιν ένιωσε επίσης το δικαίωμα, ως αρχηγός της Γιουνάιτεντ, να αμφισβητήσει τον μάνατζέρ του γι’ αυτό.
Ο Κιν, ένας από τους θρύλους του ιρλανδικού ποδοσφαίρου, είπε στον Φέργκιουσον ότι δεν ήταν συνετό να αντιμετωπίσει τον Μάνιερ και τον ΜακΜάνους. «Του είπα ότι δεν πίστευα ότι ήταν καλό για τον σύλλογο», γράφει ο Κιν στην αυτοβιογραφία του το 2014.
«Ήταν απλώς μια μασκότ για αυτούς (τους «Κούλμορ»). Περπατούσε με τον Βράχο του Γιβραλτάρ (σαν να έλεγε) – «Κοίταξε πόσο μεγάλος είμαι» – και δεν του άνηκε καν αυτό το γαμημένο πράγμα».
Όλο αυτό το διάστημα οι Γκλέιζερ παρακολουθούσαν.
Οι Αμερικανοί, εκτός από μερίδιο στη Γιουνάιτεντ, ήταν και οι ιδιοκτήτες των Tampa Bay Buccaneers του αμερικανικού NFL. Κανείς, ωστόσο, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τα κίνητρά τους εκείνη τη στιγμή.
Αντίθετα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης -αγνοώντας την τεράστια διαμάχη μεταξύ του Φέργκιουσον και των Ιρλανδών συμμάχων του- ήταν γεμάτα ιστορίες σχετικά με τον Μάνιερ και τον ΜακΜάνους που εδραίωσαν τη θέση τους αγοράζοντας μετοχές, συμπεριλαμβανομένου και αυτών του μεγιστάνα της ψυχαγωγίας Ρούπερτ Μέρντοκ, μέσω μιας εταιρείας με έδρα στις Παρθένες Νήσους της Καραϊβικής, υπό την επωνυμία Cubic Expression.
Η κοινή πεποίθηση ήταν ότι ετοίμαζαν μια εξαγορά μαζί με τον Φέργκιουσον, τον φίλο τους που είχε μια μακροχρόνια φιλοδοξία να γίνει ιδιοκτήτης της Γιουνάιτεντ. Στην πραγματικότητα, έπαιζαν το παιχνίδι του Φέργκιουσον, καθιερώνοντας τους εαυτούς τους ως πλειοψηφούντες μετόχους του συλλόγου, με όλο το παιχνίδι εξουσίας και την ακραία αμηχανία που προκαλούσε όταν ο υπάλληλος του club τους μήνυσε.
Ήταν ένα power-play: τακτικό, επιθετικό και, για τον Φέργκιουσον, βαθιά ανησυχητικό. Αγωνιζόταν σε όλη του τη ζωή, από τότε που μεγάλωσε στο Γκόβαν, στην καρδιά της ναυπηγικής βιομηχανίας της Γλασκώβης. Αυτό όμως ήταν διαφορετικό. Γρήγορα έγινε σαφές ότι είχε δαγκώσει περισσότερα από όσα μπορούσε να μασήσει.
Ο Πάτρικ Χάρβερσον, τότε διευθυντής επικοινωνίας της Γιουνάιτεντ, μίλησε σε έναν Ιρλανδό δημοσιογράφο μετά τη δημοσιοποίηση της είδησης ότι ο Φέργκιουσον ξεκίνησε νομικές διαδικασίες εναντίον των Μάνιερ και Μακ Μάνους. «Σοβαρά μιλάω», ήρθε η προειδοποίηση. «Ό,τι και να κάνεις, μην τα βάζεις μαζί τους».
Ο Μπλάκχαρστ, βραβευμένος συγγραφέας, άκουσε περισσότερα για το ίδιο θέμα ενώ ερευνούσε το βιβλίο του, το οποίο περιλάμβανε επίσκεψη στους στάβλους των Κούλμορ. Ένας φίλος του Μάνιερ του είπε: «Το πιο απαλό πράγμα στον Τζον είναι τα δόντια του».
Οι Coolmore είχαν μια τρομερή εταιρεία δημοσίων σχέσεων που εργαζόταν για λογαριασμό τους, η οποία ήταν ικανή να χειραγωγεί τα αγγλικά μέσα ενημέρωσης και να φυτεύει μια σειρά από ιστορίες για να στρέψει τους τίτλους των εφημερίδων ενάντια στον Φέργκιουσον.
Στην ετήσια γενική συνέλευση της Γιουνάιτεντ, τέθηκαν πολλές αμήχανες ερωτήσεις σχετικά με τη μεταγραφική δραστηριότητα του Φέργκιουσον από μισή ντουζίνα άτομα που υποδύονταν τους μετόχους, όταν αποδείχτηκε πως ήταν μισθωμένοι ηθοποιοί. Δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρο ποιος τους πλήρωσε.
Ο Μάνιερ και ο Μακ Μάνους προσέλαβαν επίσης τους δικούς τους ερευνητές και άναψαν τα αίματα με την Kroll, μια διεθνή ιδιωτική εταιρεία πληροφοριών, για να ρίξουν μια πιο προσεκτική ματιά στην ανάμειξη του Φέργκιουσον με τις μεταγραφές της Γιουνάιτεντ και τη συχνή ανάμειξη σε αυτές του γιου του, ατζέντη ποδοσφαίρου. Τζέισον.
Ήταν μια εξαιρετικά επιθετική κίνηση και στις 16 Ιανουαρίου 2004, η επίθεσή τους έγινε ακόμη πιο σκληρή, στέλνοντας μια επιστολή, με την ένδειξη «αυστηρά ιδιωτικό & εμπιστευτικό», στον Σερ Ρόι Γκάρντνερ, τότε πρόεδρο της United PLC.
Αυτή η επιστολή περιείχε 99 ερωτήσεις που οι «Κούλμορ» ήθελαν να απαντηθούν από το ΔΣ. Πάνω από οκτώ σελίδες, είχαν ως σκοπό να στριμώξουν τον σύλλογο, και ιδιαίτερα τον Φέργκιουσον. Πολλές από τις ερωτήσεις αφορούσαν αγορές παικτών και, καταστροφικά για τον Φέργκιουσον και τη Γιουνάιτεντ, η συγκεκριμένη επιστολή έφτασε στο γραφείο του Τσαρλς Σέιλ, ενός παραγωγικού «αφηγητή» της βρετανικής εφημερίδας, Daily Mail.
«Έσκασε το καπάκι», λέει ο Σέιλ για το αποκλειστικό του. «Όπως είπε ο Τζέι Πι ΜακΜάνους για τη σχέση του με τον Ferguson, “Μόλις η οδοντόκρεμα βγει από το σωληνάριο, είναι πολύ δύσκολο να την ξαναβάλεις”. Οι 99 ερωτήσεις ήταν λες και οι «Κούλμορ» έσφιγγαν την οδοντόκρεμα».
Οι Coolmore δεν σταμάτησαν εκεί: Με νέα επιστολή προς τον Γκάρντνερ, που διέρρευσε επίσης στα μέσα ενημέρωσης, ρωτούσαν για την επέκταση του συμβολαίου του Φέργκιουσον, την ηλικία του και τα προβλήματα υγείας του.
Αυτές ήταν επιθέσεις τραυματισμού του προφίλ του Σκωτσέζου προπονητή και, για τη Γιουνάιτεντ, ήταν πηγή αρκετής αμηχανίας, όταν αναγκάστηκε να απαγορεύσει στον γιο του προπονητή να ενεργήσει ξανά για λογαριασμό τους στις μεταγραφικές διαπραγματεύσεις.
Η αντεπίθεση του Σερ Άλεξ
Ο Φέργκιουσον ήταν στα σχοινιά και οι ρεπόρτερ της Γιουνάιτεντ θυμούνται ότι είδαν την ευπάθειά του, από κοντά, με τρόπο που δεν είχαν δει ποτέ πριν ή μετά. Σε μια συνάντησή τους, μάλιστα, μίλησε για ανθρώπους που ψαχουλεύουν τους κάδους του Τζέισον και, στοχεύοντας στρατηγικά στους οπαδούς του συλλόγου, σημείωσε πόσο αγχωτικό ήταν όλο αυτό για τον ίδιο.
«Αυτό που με εξέπληξε ήταν ότι ο Φέργκιουσον μίλησε για αυτό», θυμάται ο Τιμ Ριτς, τότε ανταποκριτής ποδοσφαίρου στον Independent. «Συνήθως, έκλεινε κάθε συζήτηση που παρέκκλινε από τις υποθέσεις της ομάδας.
«Όταν, σε πιο ευτυχισμένες στιγμές με τη «μαφία των Κούλμουρ», η Daily Star (άλλη βρετανική εφημερίδα) υπονοούσε ότι ο Μάνιερ και ο Μακ Μάνους ήθελαν να κάνουν τον Φέργκιουσον πρόεδρο, κύκλωσε το όνομα του δημοσιογράφου της εφημερίδας, Μπιλ Θόρντον. Τώρα, αντί να απαντήσει την ερώτηση ή να «σημειώσει το όνομά μας στο μπλοκάκι του», μίλησε. Η φωνή του έβγαινε σε χαμηλότερη ένταση από το συνηθισμένη, αλλά εξήγησε ότι αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να κάνει και το έκανε γιατί ηθικά ήταν το σωστό.
«Δεν νομίζω ότι ακολούθησε κάποια ερώτηση από εμάς – ίσως ήμασταν πολύ έκπληκτοι με αυτό που είχαμε ζήσει, ίσως δεν το επέτρεψε – αλλά κανείς δεν τον αμφισβήτησε για τον παραλογισμό ενός υπαλλήλου του συλλόγου να μηνύσει τους βασικούς μετόχους του».
Είχε αντίκτυπο, όμως.
Ο Φέργκιουσον είχε φέρει ευτυχία σε εκατομμύρια οπαδούς της Γιουνάιτεντ. Είχε, για να χρησιμοποιήσω τη δική του ρήση, είχε «διαλύσει τη γαμημένη φωλιά της Λίβερπουλ» αφού από τη στιγμή που προσλήφθηκε το 1986 «επανίδρυσε» τη Γιουνάιτεντ ως την κυρίαρχο ομάδα στη χώρα. Τώρα ήταν η σειρά αυτών των οπαδών να βγουν να πολεμήσουν για αυτόν.
Ειδικές ομάδες διαμαρτυρίας (Manchester Education Committee, United 4 Action) προσπάθησαν να στοχεύσουν τους Μάνιερ και ΜακΜάνους εκεί που θα τους έβλαπτε περισσότερο.
Η πρώτη διαδήλωση έγινε τον επόμενο μήνα στον ιππόδρομο του Χέρεφορντ στη νοτιοδυτική Αγγλία, όταν περίπου 30 διαδηλωτές έτρεξαν στην πίστα πριν από έναν αγώνα στον οποίο έπαιρνε μέρος το άλογο Majestic Moonbeam των «Coolmore». Κρέμασαν πανό στους φράχτες και πέταξαν γυαλιά εκεί όπου τα άλογα παρελαύνουν πριν από τους αγώνες.
Μια επόμενη διαμαρτυρία ήταν προγραμματισμένη για το Φεστιβάλ του Τσέλτεναμ, τον κορυφαίο αγώνα άλματος στη Βρετανία, τον Μάρτιο, μόνο και μόνο για να βγει δημόσια ο Φέργκιουσον και να ζητήσει από τους οπαδούς να κάνουν πίσω.
Τα νομικά ζητήματα σχετικά με το Βράχο του Γιβραλτάρ τελικά διευθετήθηκαν εξωδικαστικά, με τον προπονητή της Γιουνάιτεντ να λαμβάνει 2,5 εκατομμύρια λίρες (3 εκατομμύρια ευρώ), αφορολόγητα, εάν συμφωνούσε να αποσύρει όλες τις αξιώσεις για το άλογο. Ο Φέργκιουσον παραδέχτηκε ότι υπήρξε μια «παρεξήγηση».
Αλλά η όλη διαδικασία ήταν εξαντλητική και από τις δύο πλευρές και ο Μακ Μάνους εξηγεί στο βιβλίο του Μπλάκχερστ γιατί, όταν έγινε ο διακανονισμός, αυτός και ο Μάνιερ είχαν ήδη αποφασίσει να πουλήσουν το μερίδιό τους στη Γιουνάιτεντ και να φύγουν από το ποδόσφαιρο.
«Ήταν μέρος της ζωής μου για λίγο, αλλά, για κάτι που προοριζόταν για λίγη ευχαρίστηση στην αρχή, τελείωσε όχι και τόσο ευχάριστα», λέει. «Δεν έβλεπα την ώρα να ξεφύγω από αυτό».
Η τελευταία σταγόνα; «Όταν οι οπαδοί σταμάτησαν τον αγώνα εκείνη την ημέρα στο Χέρεφορντ. Εκεί είπα: “Χόρτασα”».
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: Ποιος περίμενε στη γωνία;
Οι Γκλέιζερ αλώνουν τη Γιουνάιτεντ
«Ο Μάλκολμ Γκλέιζερ εκμεταλλεύτηκε την κερδοσκοπική έκρηξη που προκλήθηκε από τις τεράστιες αγορές μετοχών της Coolmore», λέει στο The Athletic ο Τζον Πολ Ο΄Νιλ, ιδρυτής της FC United of Manchester, της αποσχισθείσας ομάδας που ιδρύθηκε από οπαδούς της United ως απάντηση στην εξαγορά των Γκλέιζερ.
«Αφού ο Φέργκιουσον υποχώρησε αμήχανα στη δημόσια διαμάχη και με τους «Κούλμορ» να θέλει να φύγουν από την ομάδα, οι Γκλέιζερ αναγκάστηκαν να αυξήσουν τη δική τους επένδυση, αφού αυτή ήταν η μόνη διέξοδος».
Και έτσι, μια νέα εποχή για τη Γιουνάιτεντ έμελλε να ξεκινήσει.
Στις 12 Μαΐου 2005, ο Μάνιερ και ο Μακ Μάνους πούλησαν το μερίδιό τους στους Γκλέιζερ, αποκομίζοντας κέρδη σχεδόν 100 εκατομμυρίων λιρών. Οι Αμερικανοί ανέβηκαν στην εξουσία στο Old Trafford και, ενώ η ιστορία θα θυμάται πάντα τον Φέργκιουσον ως έναν μεγαλειώδη μάνατζερ, πολλοί οπαδοί στην πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων κατά των Γκλέιζερ αισθάνθηκαν απογοητευμένοι.
«Η υποστήριξη του Φέργκιουσον ήταν ζωτικής σημασίας για τις τράπεζες που δάνεισαν στους Γκλέιζερ τα χρήματα», λέει ο Ο’Νιλ για την εξαγορά. «Απέρριψε ιδιωτικές εκκλήσεις υποστηρικτών να παραιτηθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας, ισχυριζόμενος ότι έπρεπε να σκεφτεί το προσωπικό το οποίο εργαζόταν μαζί του.
«Αυτή η ψεύτικη αλληλεγγύη έμελλε να επεκταθεί μόνο προς τους Γκλέιζερ. “Υπέροχοι ιδιοκτήτες”, θα έλεγε χαμογελώντας. “Κανείς παίκτης αξίας δεν υπάρχει στην αγορά”, έλεγε για να δικαιολογήσει την απουσία κεφαλαίων για ουσιαστικές μεταγραφές, την ώρα που η αναδυόμενη Μάντσεστερ Σίτι αγόραζε τους Σέρχιο Αγουέρο, Νταβίντ Σίλβα και Βίνσεντ Κομπανί για ψίχουλα».
Ο Φέργκιουσον, ο οποίος τώρα παρακολουθεί αγώνες ως διευθυντής του ποδοσφαιρικού τμήματος και υψηλά αμειβόμενος πρεσβευτής της, αποσύρθηκε από προπονητής στο τέλος της σεζόν 2012-13 – αφού κατέκτησε τον πιο πρόσφατο πρωτάθλημα της Γιουνάιτεντ στην Πρέμιερ Λιγκ.
«Ακόμα και τότε, δεν υπήρχε καμία επιθυμία (από αυτόν) να συμπαραταχθεί με τους οπαδούς που απογοητεύονται όλο και περισσότερο από τους ιδιοκτήτες που ακρωτηριάζουν το σύλλογο», λέει ο O’Neill. «Ο υποτιθέμενος σοσιαλιστής που στηρίζει τους παλαιο-καπιταλιστές μέχρι το τέλος».
Στο πιο πρόσφατο βιβλίο του Φέργκιουσον, Leading («Οδηγώντας»), που εκδόθηκε το 2015, δεν υπάρχει ούτε μια λέξη για τον Βράχο του Γιβραλτάρ, τη διαμάχη με τους «Coolmore» και τι σήμαινε για τη Γιουνάιτεντ που διοικούσε για 26 χρόνια.
Το προηγούμενο βιβλίο του, μια αυτοβιογραφία του 2013, το αγγίζει, αλλά μόνο για λίγες φράσεις. «Πρέπει να πω ότι σε κανένα σημείο δεν παρέκκλινα από τα καθήκοντά μου ως προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ», έγραψε. «Δεν επηρέασε την αγάπη μου για το ποδόσφαιρο και έχω καλές σχέσεις τώρα με τον Τζον Μάνιερ, την ηγετική φυσιογνωμία των “Coolmore”».
Αυτή η τελευταία γραμμή αποτελεί έκπληξη για μερικούς από τους ανθρώπους που είναι εξοικειωμένοι με αυτήν την ιστορία και υποψιάζονται ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία σχέση ή επαφή μεταξύ των δύο ανδρών. Γιατί λοιπόν να το γράψει; Είναι δύσκολο να το ξέρεις – ο Φέργκιουσον επέλεξε να μην μιλήσει στον Μπλάκχερστ για το βιβλίο του.
Όσο για τον Βράχο του Γιβραλτάρ, τα τελευταία του χρόνια πέρασαν στο ιπποφορβείο του Καστλχάιντ, της οικογένειας Μάνιερ, στην κομητεία Κορκ. Μια πλάκα μνημονεύει το άλογο. Υπάρχουν φωτογραφίες στους τοίχους και, ακόμα κι αν σε κανέναν στο Old Trafford δεν αρέσει να συζητά αυτήν την ιστορία, ο αντίκτυπός του εξακολουθεί να είναι αισθητός στη Γιουνάιτεντ.
Μόλις πριν από μια εβδομάδα, μια προσφορά εξαγοράς από τον Σεΐχη Τζασίμ μπιν Χαμάντ Αλ Θάνι της βασιλικής οικογένειας του Κατάρ κατέρρευσε επειδή τα δύο μέρη δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στο χρηματικό αντίτιμο.
Μετά από 18 χρόνια ιδιοκτησίας, συμπεριλαμβανομένης μιας δεκαετίας από το τελευταίο τρόπαιο της Πρέμιερ Λιγκ, οι Γκλέιζερς συνεχίζουν να διοικούν τη Γιουνάιτεντ σε ένα σκηνικό απογοητευτικών αποτελεσμάτων, διαμαρτυριών των οπαδών και ανοιχτής εχθρότητας.
Λέγεται από κάποιους συνεργάτες ότι οι Γκλέιζερ εκτιμούν την αξία της Γιουνάιτεντ κοντά στα 10 δισεκατομμύρια λίρες.
Η τελευταία αράδα στο βιβλίο, The World’s Biggest Cash Machine, το συνοψίζει όμορφα:
«Δεν είναι γνωστό αν οι Glazers κοιτάζουν ποτέ προς τον ουρανό και ευχαριστούν τον Βράχο του Γιβραλτάρ για την τεράστια καλή τους τύχη».
Όπως δημοσιεύτηκε στο The Athletic.