Πριν ξεκινήσει το τουρνουά μπάσκετ στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Εθνική Ελλάδος είχε σημαδέψει το ματς με την Ισπανία ως τη μία πιο εφικτή νίκη που θα της έδινε την βάση της 3ης θέσης για την πρόκριση. Όλοι μας αυτό πιστεύαμε βλέποντας την εικόνα της ομάδας στο Προολυμπιακό και στα φιλικά. Και βλέποντας και την εικόνα της Ισπανίας απέναντι στην Αυστραλία, αυτή η αίσθηση έγινε πιο έντονη.

Ποτέ όμως δε θα μάθουμε. Και εμείς οι φίλαθλοι και γενικά το ελληνικό μπάσκετ. Όταν πας να παίξεις απέναντι σε μια ομάδα που σε κερδίζει όπου θέλει και όπως θέλει, με παίκτες που όλοι τους ξέρουν να σουτάρουν, όσο κι αν είναι το δικό τους last dance, όσο κι αν έχουν έναν 36άρη Γιουλ κι έναν 38άρη Ρούντι, δεν ξεκινάς ούτε καν με το 50-50. Ιδίως από τη στιγμή που ως ομάδα έχεις έναν σχετικά αξιόπιστο σουτέρ, τον Παπανικολάου, και έναν σουτέρ ημέρας, τον Τολιόπουλο.

Στο μπάσκετ κερδίζουν πάντα οι ομάδες που οι παίκτες τους έχουν μάθει να κοιτάζουν το καλάθι και όχι έναν άλλο συμπαίκτη τους για να του φορτώσουν την ευθύνη. Η Εθνική παρουσιάστηκε στο ματς με την Ισπανία από την πρώτη επίθεση με παίκτες που είχαν πάρει εντολή να κοιτάζουν τον Γιάννη. Αυτό φάνηκε. Όλες οι επιθέσεις πήγαιναν πάνω του, όλοι τον έψαχναν. Μετά το πρώτο πεντάλεπτο, η Ισπανία προσαρμόστηκε, βρήκε και το σουτ από το τρίποντο με μπροστάρη τον Γιουλ, και παίζοντας ζώνη, αφόπλισε επιθετικά την Ελλάδα.

Ο Γιάννης έπαιρνε τη μπάλα στο ποστ και αν γυρνούσε, έβρισκε μπροστά του Βίλι ή Γκαρούμπα, συν τουλάχιστον άλλους 2 Ισπανούς, δηλαδή 6 χέρια συνολικά. Αναγκαστικά την έστελνε έξω. Εκεί όμως δεν υπήρχαν παίκτες έτοιμοι να σουτάρουν. Υπήρχαν παίκτες έτοιμοι να κάνουν προσποίηση και να ξαναδώσουν τη μπάλα στον Γιάννη.

Όταν έχεις 3 παίκτες Ευρωλίγκας να τρέμουν να σουτάρουν, δεν ελπίζεις σε πολλά

Όσο σπουδαίος κι αν είναι ο Αντετοκούνμπο – το απέδειξε φέρνοντας την επιστροφή μόνος του στο δεύτερο ημίχρονο με λίγη βοήθεια από Τολιόπουλο – δεν έχει υπάρξει και δε θα υπάρξει ποτέ ματς στο οποίο ένας υπεραστέρας θα κερδίσει μια από τις 7-8 κορυφαίες ομάδες στον κόσμο. Κι ας βλέπεις το ρόστερ της Ισπανίας και υποτιμάς τον Αροστέγκι, τον Πραντίγια, τον Ντίαζ, τον γεροσακάτη Ρούντι και τον Γκαρούμπα. Δεν παύει να είναι η Ισπανία. Μια ομάδα με ίδιο προπονητικό επιτελείο 12-13 χρόνια τώρα και παίκτες που παίζουν μαζί 3 καλοκαίρια σερί. Και ως αντίπαλοι στο ισπανικό πρωτάθλημα.

Για την Εθνική Ελλάδος ήταν η πρώτη χρονιά φέτος, το χτίσιμο, του χρόνου ίσως να μην υπάρχει Καλάθης και Παπανικολάου, ίσως ούτε ο Σλούκας, αλλά εν πάση περιπτώσει πήραν μια εικόνα κάποια παιδιά όπως ο Τολιόπουλος και ο Μωραΐτης που δείχνουν να μπορούν να συνεισφέρουν ως ρολίστες, στη χειρότερη των περιπτώσεων.

Είναι όμως απορίας άξιο το πώς σε αυτά τα 2 ματς οι Καλάθης-Γουόκαπ-Μήτογλου-Λαρεντζάκης είναι ταυτόχρονα κάκιστοι, ενώ απέναντι στην Ισπανία είδαμε κι έναν Παπανικολάου να φοβάται να σουτάρει, παρά το ότι είχε 17 πόντους με τον Καναδά και σήμερα έβαλε 3 τρίποντα.

Να βλέπεις τον Παπανικολάου δηλαδή να έχει βάλει ένα δύσκολο τρίποντο με το χέρι του Γιουλ, αν δεν κάνω λάθος, πίσω του, και 2 φάσεις μετά τον βγάζει ο Καλαϊτζάκης μόνο στην απέναντι γωνία κι αυτός να επιλέγει να δώσει στον Παπαγιάννη για να τη δώσει αυτός στον Γιάννη, είναι ξεκάθαρο δείγμα επηρεασμένου μυαλού.

Η Εθνική Ελλάδος έχασε ευκαιρία να δημιουργήσει παίκτες-σκόρερ σε προηγούμενες διοργανώσεις

Πνευματικά οι παίκτες μπήκαν σε μια διαδικασία να αναζητούν διαρκώς τον Γιάννη, ώστε οι ίδιοι σούταραν χωρίς πάθος. Ο Γουόκαπ έριξε στο πρώτο ημίχρονο ένα έρμπολ κι ένα σχεδόν έρμπολ, αν και ελεύθερος. Στο δεύτερο παραλίγο να κάνει έρμπολ σε σουτ από τα 2 μέτρα. Ο Καλάθης βρέθηκε 4 φορές με ανοιχτό διάδρομο για να κάνει το κλασικό του mid range shot, το επιχείρησε μόλις μία με κακή τεχνική και δε μπήκε και τις άλλες 3 πέταξε τη μπάλα έξω σε μαρκαρισμένο συμπαίκτη για να πάει η επίθεση ξανά από την αρχή. Η εντύπωση που μου δόθηκε είναι ότι οι παίκτες είχαν στο μυαλό τους μια φωνή να τους λέει «Γιάννης Γιάννης Γιάννης», αντί να τους λέει «κάνε drive ή σούταρε».

Κι αν δεν υπήρχε το μικρό ξέσπασμα του Τολιόπουλου στο 4ο δεκάλεπτο, δεν θα υπήρχε καν λόγος να συζητάμε για την ελάχιστη ελπίδα πρόκρισης για την Εθνική Ελλάδος. Ας ελπίσουμε πως αυτό θα είναι ένα μάθημα για τον προπονητή και το επιτελείο του, για τους παίκτες, αλλά και για την ΕΟΚ που θα πρέπει να εξετάσει πολύ σοβαρά αν ο Γουόκαπ είναι τελικά αυτό που έλειπε από την Ελλάδα. Όταν δηλαδή κοτζάμ Ισπανία πάει και παίρνει τον Λορέντζο Μπράουν, εμείς επιλέγουμε να πάρουμε αυτόν που έχει ακριβώς ίδια στοιχεία με τον Καλάθη, αντί να πάρουμε αυτό που μας λείπει, δηλαδή το σουτ;

Και μέσα σε όλο αυτό, βάζουμε και φοβία σε Καλάθη-Γουόκαπ-Παπανικολάου που είναι σταρ παίκτες στην Ευρωλίγκα, με αποτέλεσμα να μην τολμούν καν να δουν το καλάθι ως επιλογή; Κι απέναντι είχες τον 18χρονο Αλντάμα να πυροβολεί δίχως δισταγμό;

Φτάνουμε στο 2024 και η Εθνική Ελλάδος σπατάλησε πάνω στην δίψα της διάκρισης την ευκαιρία να έχει κάψει 2-3 μεγάλα τουρνουά για να φτιάξει παίκτες, για να πείσει τον κάθε Μωραΐτη και Τολιόπουλο να σουτάρουν χωρίς φόβο και να μη φτάνουμε στο τυχαίο breakout του Τολιόπουλου φέτος με τον Άρη για να έχουμε μια ελπίδα να βρούμε σουτ…

ΥΓ. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί δεν έπαιξε δευτερόλεπτο ο Μωραΐτης και πήρε τόσες ευκαιρίες ο Λαρεντζάκης που δεν έχει κάνει από το Προολυμπιακό μέχρι τώρα ούτε ένα επαρκές παιχνίδι. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί πήρε τόσες ευκαιρίες ο Μήτογλου ενώ χτίζει οικοδομή με το σουτ του και δεν δόθηκε ούτε μια ευκαιρία στον Χουγκάζ. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έπαιξε τόσο πολύ πάλι ο Γουόκαπ ενώ είναι πληγή επιθετικά και δεν δοκιμάζει δίδυμο Καλάθη-Τολιόπουλου και Γουόκαπ-Μωραΐτη για παράδειγμα και πρέπει να έχουμε δύο κακούς σουτέρ ταυτόχρονα.

* Photo credits: Instagram/Fiba