Νεϊμάρ Τζούνιορ. Ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της ποδοσφαιρομάνας Βραζιλίας. Η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία του ποδοσφαίρου, με 222,5 εκατομμύρια ευρώ για να πάει από τη Μπαρσελόνα στην Παρί. Η ηγέτης της Εθνικής Βραζιλίας. Ο ρέκορντμαν. (Ένας ακόμα) διάδοχος του Πελέ. Ο αρτίστας. Ο ντριπλαδόρος. Ο ηγέτ… ώπα, ώπα κάπου με τις υπερβολές.
Ο Νεϊμάρ πήγε στα 31 του στη Σαουδική Αραβία, διότι όσα και να μας «έταξε», όσα ωραία πράγματα κι αν έκανε αυτά τα χρόνια που παίζει ποδόσφαιρο, όσο κι αν μας ξεγέλασε, τελικά πήγε εκεί που ανήκει: στον προσωπικό, πολυτελή «κήπο» ενός ζάμπλουτου Σαουδάραβα, παρέα με άλλα παραδείσια πτηνά, για να τον βλέπουν οι επισκέπτες και οι τουρίστες να ανοίγει τα φτερά του, να κορδώνεται, να πετάει ανέμελα και να πληρώνεται αδρά, κάνοντας αυτό που ξέρει καλύτερα ενδεχομένως από κάθε άλλον παίκτη του κόσμου: ανούσια πράγματα, σε παιχνίδια που δεν κρίνουν τίποτα, προσφέροντας «άρτο και θεάματα».
Νεϊμάρ ο Ηγέτης… Ο ποιος;
Διότι όταν τα πράγματα ζορίζουν, ο «Βασιλιάς είναι γυμνός». Ο «Ηγέτης» αποδείχθηκε πως δεν είχε ποτέ τη στόφα του ηγέτη, αλλά ήταν ένα καλό συμπλήρωμα του Μέσι και της παρέας του στη Μπαρσελόνα. Κι όταν κλήθηκε να γίνει το Νο 1 της Παρί, όταν έπρεπε να δικαιολογήσει το υπέρογκο ποσό της μεταγραφής και το παχυλό του συμβόλαιο, κρύφτηκε σε μια ακρούλα του γηπέδου.
Ο Νεϊμάρ νιαούρισε σαν το γατί. Φώναζε στους διαιτητές διότι δεν τον προστάτευαν, φώναζε στους συμπαίκτες του διότι δεν μπορούσαν να σταθούν στο (δικό του) ύψος των περιστάσεων, φώναζε στους ιδιοκτήτες της Παρί ότι ήταν απελπιστικά μόνος και ήθελε κι άλλους σπουδαίους παίκτες δίπλα του. Του έφεραν πρώτα τον Εμπαπέ και μετά τον Μέσι.
Στράβωσε αφάνταστα και με τις δυο σπουδαίες προσθήκες, διότι κατά βάθος δεν τον ενδιάφερε ποτέ το μεγαλείο της ομάδας, αλλά το προσωπικό του μεγαλείο. Μανούριασε με τον Εμπαπέ για το ποιος θα χτυπάει τα φάουλ και τα πέναλτι. Στράβωσε που ο νεαρός Γάλλος, ως νεαρός, Γάλλος και ιδιαίτερα προικισμένος, απολάμβανε το αυθόρμητο χειροκρότημα των φίλων της ομάδας, ένα χειροκρότημα που χάριζαν στον ίδιο σχεδόν με το ζόρι.
«Μα τα νούμερα;», θα αναρωτηθεί κανείς. «Στα χρόνια του στην Παρί, ο Νεϊμάρ έβαλε πολλά γκολ και έδωσε πολλές ασίστ». Καμία αντίρρηση. Αλλά σε ποια παιχνίδια; Κόντρα σε ποιους αντιπάλους; Όταν η μπάλα έκαιγε, ο Νεϊμάρ έπιανε τον προσαγωγό του. Όταν οι αντίπαλοι έριχναν καμιά κλωτσιά παραπάνω, ο Νεϊμάρ πήγαινε στην απέναντι πλευρά απ’ αυτήν που παιζόταν η μπάλα. Βλέπετε, όταν πρωτοπήγε στην Παρί, είχε προνοήσει να βάλει έναν όρο στο συμβόλαιό του, που έλεγε ότι οι συμπαίκτες του απαγορεύεται να του κάνουν τάκλιν στη διάρκεια της προπόνησης, για να διαφυλάξει τα πολύτιμα πόδια του. Μόνο που οι αντίπαλοί του δεν είχαν κάποιον παρόμοιο όρο στα δικά τους συμβόλαια.
Νεϊμάρ ο Άφαντος
Σε κάθε παιχνίδι που έκρινε πρόκριση στο Τσάμπιονς Λιγκ, στο ένα και μοναδικό που θα μπορούσε να τον χρίσει Βασιλιά του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ο Νεϊμάρ «απουσιάζε». Όπως απουσίαζε τα τελευταία χρόνια από τις σοβαρές προπονήσεις, από πολλούς αγώνες – όχι όμως από χορηγικές υποχρεώσεις και σχεδόν ποτέ από το Καρναβάλι του Ρίο: βλέπετε, σχεδόν κάθε χρονιά έχανε κατά μέσο όρο περίπου 2-3 αγωνιστικούς μήνες λόγω τραυματισμών, απόρροια των σκληρών μαρκαρισμάτων που δεχόταν αλλά και της απροθυμίας του να προπονηθεί, να δυναμώσει αρκετά για να αντέχει το «ξύλο», να βάλει μυικό όγκο, να επανέλθει νωρίτερα από τους τραυματισμούς του.
Και απ’ αυτούς τους 2-3 μήνες που ο Νεϊμάρ έλειπε συνολικά από την ενεργό δράση κάθε χρόνο, τα έφερνε έτσι η ζωή που τραυματιζόταν ή «τραυματιζόταν» την περίοδο εκείνη που το Καρναβάλι στη χώρα του ήταν στα φόρτε του κι εκείνος πήγαινε και έσερνε (απροκάλυπτα) το χορό, παρότι τραυματίας.
Φέτος το καλοκαίρι, ο Νεϊμάρ έριξε γέφυρες στη Μπαρσελόνα. «Έφαγε πόρτα» από τον Τσάβι, που είναι σοβαρός άνθρωπος και ακριβώς επειδή τον είχε συμπαίκτη και ξέρει τα χούγια του, δεν θα τον ήθελε με τίποτα να του κάνει άνω – κάτω την ομάδα, τώρα που έγινε προπονητής. Ξανάκανε προσέγγιση αργότερα μέσα στο καλοκαίρι, μπας και κατάφερνε να τους αλλάξει γνώμη και να τον ξαναπάρουν – παρότι όταν είχε φύγει, είχε κάνει ολόκληρη μανούρα για κάτι εκατομμύρια που υποστήριζε ότι του χρωστούσαν.
Και η δεύτερη φορά που ο Νεϊμάρ δοκίμασε την τύχη του, συνοδεύτηκε με χυλόπιτα. Κατάλαβε με τον πιο σκληρό τρόπο, ότι το «κανονικό ποδόσφαιρο» τον έχει πλέον ξεπεράσει – σχεδόν, τον έχει «ξεράσει»: η Παρί προσπαθούσε να απαλλαγεί από τον ίδιο και το συμβόλαιό του, καμία σοβαρή ομάδα δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για να τον αποκτήσει, στην Αγγλία τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα γι’ αυτόν λόγω του τρόπου που μαρκάρουν εκεί και του τρόπου που (δεν) σφυρίζουν οι διαιτητές, οπότε μάλλον πήρε την πιο λογική απόφαση: να γίνει και επίσημα ένας πρώην ποδοσφαιριστής, ετών 31…
Και ο Κριστιάνο πήγε εκεί, φυσικά. Αλλά είναι 38. Και ο Μπενζεμά. Αλλά είναι 36. Και ο Μέσι πήγε στις ΗΠΑ. Αλλά είναι 36 επίσης. Και όλοι αυτοί οι κύριοι, σε αντίθεση με τον ίδιο, δεν έχουν τίποτα και σε κανέναν να αποδείξουν: κατέκτησαν τα πάντα βγαίνοντας μπροστά και σηκώνοντας στην πλάτη τους είτε τους συλλόγους τους, είτε τις Εθνικές τους είτε και τα δυο.
Έγινε πλούσιος, όχι σπουδαίος
Εκείνος, σήκωνε μόνο το κινητό του για να βγάλει σέλφι και πόσταρε στο Instagram για να τα τσεπώνει από τους χορηγούς. Κάτι που θα συνεχίσει να κάνει και τώρα με μεγάλη προθυμία, καθώς στους όρους του συμβολαίου του, πέραν από σπίτια, υπηρετικό προσωπικό, αεροπλάνο για να πηγαινο-έρχεται και μπόνους για τα γκολ που πετυχαίνει, υπάρχει και ένα καλό «μπαγιόκο», για κάθε ποστάρισμα που θα κάνει, το οποίο θα διαφημίζει τη Σαουδική Αραβία και θα αποθεώνει τις «ομορφιές» της: περίπου μισό εκατομμύριο ανά ποστ. Δεν το λες και λίγο…
Κάπως έτσι, ο άνθρωπος με το μεγάλο ταλέντο και το τεράστιο «εγώ», που μεγάλωσε πιστεύοντας ότι θα γίνει Βασιλιάς, ότι θα κατακτήσει τον κόσμο, ότι θα γίνει όχι μόνο ο ακριβότερος, αλλά και ο σπουδαιότερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, έγινε – και επίσημα – αυτό που του ήταν γραμμένο να γίνει: ένας Πιερότος, ένας καλοπληρωμένος Διασκεδαστής, ένας Γελωτοποιός της Αυλής των Σεϊχηδων, που θα τριγυρίζει με τα περίεργα λοφία του, θα κάνει ντρίπλες, θα πετυχαίνει γκολ και θα σφίγγει τη γροθιά του στον αέρα, υπολογίζοντας πόσα χρήματα τσέπωσε σε κάθε αγώνα.