Το αν θα βγει ή όχι μια μεταγραφή είναι πάντα μια συνάρτηση με πολλές μεταβλητές. Το αν όμως ένας παίκτης είναι καλός ή όχι, αυτό σε βάθος χρόνου φαίνεται πέραν πάσης αμφιβολίας. Και κάνοντας ένα χρονικό ταξίδι προς τα πίσω με το βλέμμα μπροστά, μπορούμε να πούμε μετά λόγου γνώσεως πως ο Ντέιβιντ Μπλατ είχε δει πολύ σωστά το έργο, με μερικές λογιζόμενες ως δικές του μεταγραφές τον καιρό που ο Ολυμπιακός ήταν η επαγγελματική του στέγη. Ο χρόνος έρχεται να δικαιώσει τις επιλογές του.
Πριν πάει στο λιμάνι είχε τη φήμη του κόουτς που εντοπίζει «λαβράκια». Αλλά όταν τελικά έφυγε, κανείς δεν θα ήταν αγενής μαζί του αν υποστήριζε πως δεν μπόρεσε να κάνει ό,τι για παράδειγμα τον καιρό του στην Νταρουσάφακα. Δεν ήταν μια πετυχημένη συνεργασία, μην κρυβόμαστε. Τελικά όμως μια χαρά συνέχιζε να εντοπίζει αυτό που οι άλλοι δεν έβλεπαν. Απλώς οι καταστάσεις και οι συνθήκες δεν ήταν οι κατάλληλες. Κι αυτό δεν μπόρεσε να φανεί τότε. Αλλά είναι ξεκάθαρο, σήμερα.
Οι 4 επιλογές του Μπλατ που δικαίωσε ο χρόνος
Τέσσερις περιπτώσεις παικτών συνιστούν μια ισχυρή υπερασπιστική γραμμή των τότε επιλογών του Ισραηλινού προπονητή. Νάιτζελ Γουίλιαμς-Γκος, Κέβιν Πάντερ, Ζακ ΛεΝτέι, Γουέιντ Μπάλντουιν. Δεν άφησαν δα ανεξίτηλο αποτύπωμα με τα ερυθρόλευκα. Όμως πλέον, 4 χρόνια αργότερα, σκαρφάλωσαν άπαντες στην κλίμακα του περιζήτητου και κοστίζουν περί το 1,5 εκατομμύριο έκαστος. Εξέλιξη, ο ορισμός.
Ο Γκος, πρώτα. Επέστρεψε ήδη στο ΣΕΦ. Από τότε που μας άφησε και πριν μας ξαναβρεί ως χώρα, έπαιξε ΝΒΑ (Γιούτα Τζαζ) και απογειώθηκε για τα καλά την προηγούμενη 2ετία, στη Ρεάλ Μαδρίτης. Είναι ένας «στρατιώτης», που δίνει πάντα ό,τι έχει από πλευράς δυνάμεων. Ποτέ για «10», αλλά και ποτέ για «κάτω από τη βάση».
Ξέρεις τι να περιμένεις μαζί του κι αυτή είναι μια αρετή που κάθε κόουτς αγαπάει να βλέπει στους παίκτες του. Με το αβαντάζ της γνώσης προσώπων και πραγμάτων, φαντάζει ως μια πολύ καλή επιλογή για την ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα. Ένας ολοκληρωμένος γκαρντ. Για το πλήρες της ιστορίας, υπέγραψε κλειστό, διετές συμβόλαιο, ύψους 1,9 εκατομμυρίων ευρώ.
Όσον αφορά τον Πάντερ, θα πρέπει να τονίσουμε πως στην ουσία δεν μάθαμε ποτέ πως θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παίκτης του Μπλατ. Ο Αμερικανοϊσραηλινός προπονητής τον ήθελε διακαώς αφού ταίριαζε σε αυτό που ήθελε να δημιουργήσει. Μόνο που ο Μπλατ απολύθηκε με το «καλημέρα» της αγωνιστικής περίοδου 2019/20 και πρακτικά τίποτα δεν ήταν το ίδιο. Η σεζόν ήταν ο ορισμός του μπερδέματος, πώς να φανεί ο όποιος παίκτης σε τέτοιες συνθήκες;
Σε Ολίμπια Μιλάνο και ειδικά Παρτιζάν, αποδείχθηκε περίτρανα πως ο Πάντερ είναι «πάνω ράφι». Ο Παναθηναϊκός τον ξεχώρισε, ήταν ο εκλεκτός του για τη θέση «2». Η πρόταση των «πρασίνων» ήταν πολύ καλή (3,6 εκατ. ευρώ για 2 χρόνια). Μετέφερε ακριβώς το «πόσο σε θέλω». Αλλά ήταν πιο κάτω από αυτήν της Μπαρτσελόνα, που οπως όλα έδειχναν είχε πάρει το ΟΚ του παίκτη και αναμέναμε μόνο την ανακοίνωση.
Κι ύστερα, ήρθε η μέγιστη ανατροπή. Ο Αμερικανός μπόμπερ που τα «έσπασε» φέτος με τη φανέλα της Παρτιζάν του Ζέλικο Ομπράντοβιτς (16.1 πόντοι/2.1 ριμπάουντ/ 2.5 ασίστ/ 1 κλέψιμο μέσο όρο) θα συνεχίσει εν τέλει στο Βελιγράδι! Ο Σέρβος τεχνικός βρήκε τα λόγια να τον πείσει, αφού και η πρόταση ήταν εξαιρετική (4 εκατ. ευρώ για 2 χρόνια).
Ο Ζακ ΛεΝτέι από μεριάς του, αυτήν την εποχή είναι στα χείλη πολλών. Τα λεφτά που ζήτησε από την Παρτιζάν για να ανανεώσει είναι πολλά για την ομάδα του Βελιγραδίου (περί το 1,5 εκατ.) και στην ουσία είναι σαν να τους είπε «φεύγω».
Παναθηναϊκός και Μακάμπι Τελ Αβίβ είναι γερά στο παιχνίδι. Ζαλγκίρις Κάουνας και Ολίμπια Μιλάνο ήταν οι δύο πρότερες επιλογές του, μετά τους Πειραιώτες, που έβαλαν τις βάσεις εκτόξευσής του. Είναι ένα από τα καλύτερα τεσσάρια αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη. Με το που βρήκε τους ανθρώπους που έπρεπε δίπλα του και το περιβάλλον που χρειαζόταν για να ανθίσει, δεν κοίταξε ποτέ ξανά πίσω.
Και πάμε και στον Μπάλντουιν. Δεν πέρασε καλά στο λιμάνι, κάποτε είχε απαντήσει ειρωνικά σε ερώτηση για αν θα επέστρεφε ποτέ. Κι αυτός, όπως ο Πάντερ, είχε την ατυχία να μη δουλέψει με τον Μπλατ, που ήταν αυτός που τον επέλεξε. Να πέσει δηλαδή πάνω σε μια σεζόν που ο Ολυμπιακός ήταν πολύ μακριά από τα στάνταρ του. Είναι και ιδιαίτερος χαρακτήρας, χρειαζόταν ειδική διαχείριση, αλλά δεν υπήρχε τότε αυτή η πολυτέλεια.
Ο ίδιος πάντως χρησιμοποίησε αυτήν την εμπειρία για να ατσαλωθεί ψυχολογικά και να καταλάβει πως οι δυσκολίες είναι μες το πρόγραμμα, αναπόσπαστο μέρος της πορείας προς τα ψηλά. Σε Μπάγερν Μονάχου, Μπασκόνια και Μακάμπί Τελ Αβίβ εμφανίστηκε ένας άλλος παίκτης σε σχέση με αυτόν που ήταν στα μέρη μας. ‘Η μάλλον, μπόρεσε να δείξει τον πραγματικό του εαυτό. Γι’ αυτό και η Μακάμπι τον έδεσε πρόσφατα με συμβόλαιο ως το 2025. Είναι ένας εκ των ηγετών της.
Τέσσερις παίκτες, ένα όνομα: Ντέιβιντ Μπλατ. Ένας εκ των κορυφαίων προπονητών μπάσκετ που ήρθε ποτέ να δουλέψει στη χώρα μας, μια προσωπικότητα διεθνούς κύρους. Ο καιρός ήρθε να δείξει πως το «μάτι» που πάντα τον χαρακτήριζε στις επιλογές του, μια χαρά λειτούργησε και τότε. Άλλα έφταιξαν και δεν μπόρεσε να μείνει στην ιστορία του Ολυμπιακού με ανεξίτηλα γράμματα.