Ο ιταλικός Νότος είναι φτωχός. Αληθινά φτωχός, όχι «ντεμέκ φτωχός», δεν κλαίγονται οι κάτοικοί του για να τους λυπηθούν ή να τους ελεήσουν. Αλλά σε σχέση με τον πλούσιο βορρά ή με την πρωτεύουσα Ρώμη, είναι ριγμένος. Λιγότερες επενδύσεις, λιγότερες υποδομές, έργα, ανάπτυξη, σε όλα αυτά δίπλα μπαίνει η λέξη «λιγότερο».

Ο ιταλικός Νότος όμως είναι περήφανος. Μοιάζουν πολύ οι άνθρωποι εκεί με εμάς, άλλωστε είχαμε πληθυσμιακά πάρε – δώσε από αρχαιοτάτων χρόνων. Ξέρουν να τραγουδούν, να χορεύουν, να γλεντάνε, να περνάνε καλά, να ξεγελούν τα προβλήματά τους, να ντριπλάρουν τα βάσανα, τα χρέη, την ανεργία.

Να «ντριπλάρουν» είπαμε; Ο ιταλικός Νότος, ποδοσφαιρικά, είναι η Νάπολη. Η ομάδα του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, που πήρε μια ολόκληρη πόλη στις πλάτες του και την κουβάλησε μέχρι την κατάκτηση του «σκουντέτο». Που σκόρπιζε χαρά και περηφάνεια στους φτωχούς, τους κατατρεγμένους, τους απόκληρους, τους παρίες. Ένας ποδοσφαιρικός παρίας ήταν άλλωστε κι αυτός, ένας «Ινδιάνος» ανάμεσα στους καουμπόιδες, ένα φτωχόπαιδο που έπιασε την καλή, ένας αφελής αρτίστας γεμάτος πάθη και λάθη, που τυφλώθηκε από τους προβολείς και παρασύρθηκε από της κάθε λογής απολαύσεις.

Ο ιταλικός Νότος, είναι η Μαφία. Αυτή που «τέλειωσε» τον Ντιέγκο, όταν εκείνος έκανε το λάθος να διχάσει μια ολόκληρη πόλη, μια ολόκληρη χώρα, βάζοντας στους Ιταλούς το δίλημμα «Εθνική Ιταλίας της καρδιάς μας ή Εθνική Αργεντινής του Ντιέγκο;» το 1990. Κι όταν το παιχνίδι τελείωσε κι η Αργεντινή απέκλεισε την Ιταλία, όταν χάθηκε η «εθνική αξιοπρέπεια» (και ίσως και μερικά διεσεκατομμύρια λιρέτες από το στοίχημα), η Μαφία του Νότου, αυτή που γέμιζε τα ρουθούνια του Ντιέγκο με κοκαϊνη και την κρεβατοκάμαρά του με πρόθυμα κορίτσια, τον «έβγαλε στη σέντρα». Τον τελείωσε, τον παρέδωσε στις Αρχές, τον απαρνήθηκε. Η Καμόρα, είναι αυτή που έκανε και κάνει που κάνει κουμάντο – πιο διακριτικά σε σχέση με το «ένδοξο παρελθόν της», αλλά είναι πάντα εκεί. Στις δουλειές της μέρας και αυτές της νύχτας, στις εργολαβίες, τα συνδικάτα, την προστασία, το λαθρεμπόριο, τα ναρκωτικά. Κι όσο η «λειτουργία της επιχείρησης» παραμένει διακριτική και δεν ενοχλεί τα πλουσιόπαιδα των «βορείων προαστείων» της χώρας, δεν ασχολούνται και πολύ μαζί.
Δυο Πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, ένα Σούπερ – Καπ, ένα Κύπελλο ΟΥΕΦΑ – αυτά χάρισε ο Ντιέγκο στη Νάπολι. Κι εκείνη, του χάρισε το όνομα του γηπέδου της: από «Σάο Πάολο» σε «Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα», όταν εκείνος έφυγε από τη ζωή το 2020 παρατημένος από γιατρούς, φίλους, νοσοκόμους και συγγενείς. Μόνο που ο Ντιέγκο στην Νάπολι, είναι ακόμα ζωντανός: τοιχογραφίες, γκράφιτι, εικονοστάσια, φανέλες, κούπες, μινιατούρες, σουβενίρ, όλα τον θυμίζουν.

Τρία Κύπελλα κι ένα Σούπερ – Καπ Ιταλίας έχει πάρει η Νάπολι από τότε που έφυγε ο Ντιέγκο, αλλά κανένα πρωτάθλημα ή ευρωπαϊκή κούπα. Σαν να έφυγε και να πήρε μαζί του όλη τη χρυσόσκονη, όλη τη ρέντα, το ταλέντο, τη χαρά. Κι αν ξόδεψε λεφτά ο «παλαβιάρης» ιδιοκτήτης της ομάδας, ο περίφημος κύριος Ντε Λαουρέντις τόσα χρόνια. Τζίφος. Κι ας επένδυσαν τις ελπίδες και τις προσδοκίες τους οι «Παρτενοπέι» (έτσι λέγονται οι οπαδοί της Νάπολι, από την «Παρθενώπη», η σύνδεση με Ελλάδα που λέγαμε), προχωρώντας ακόμα και σε βέβηλες συγκρίσεις: μόνο ως «βέβηλο» μπορεί να χαρακτηριστεί ότι αποκαλούσαν τον Μάρεκ Χάμσικ «Μαρεκντόνα», με την ελπίδα να ξορκίσουν τη χασούρα και να βρουν τον καινούργιο τους ποδοσφαιρικό θεό. Αλλά ο Σλοβάκος αποδείχθηκε ένας κοινός θνητός…

Σήμερα, η Νάπολι του Λουτσιάνο Σπαλέτι προελαύνει. Έχει ουσιαστικά πάρει ήδη το πρωτάθλημα, έχοντας κοντά στους 20 βαθμούς διαφορά από τους άλλους, από τους πλούσιους του Μιλάνου (Ίντερ και Μίλαν), από τους κακομαθημένους και «αμαρτωλούς» Γιουβεντίνους, από τους πρωτευουσιάνους της Ρόμα και της Λάτσιο.

Νάπολι

Τρελαίνει κόσμο στο Τσάμπιονς Λιγκ, διαλύοντας την Άιντραχτ Φρανκφούρτης στην τελευταία της παράσταση, πρώτα εκτός και μετά εντός έδρας. Κυρίως, παίζει μπαλάρα, με ηγέτη έναν Γεωργιανό «αλητάκο», με κατεβασμένες κάλτσες, ατημέλητο μαλλί και «αναρχοαυτόνομα» μούσια, που στα 22 του κάνει πράγματα αδιανόητα: ο Χβίτσα Κβαρατσχέλια, μπορεί να μην είχε για ίνδαλμα τον Μαραντόνα αλλά τον Γκούτι, αλλά αποκαλείται – φυσικά – «Κβαραντόνα», καθώς οι Ναπολιτάνοι μυαλό δεν θα βάλουν ποτέ. Χορεύει ολόκληρες τις αντίπαλες άμυνες, σκοράρει, μοιράζει ασίστ, πανηγυρίζει παθιασμένα και έχει εκτινάξει μέσα σε μια και μόνο χρονιά τη χρηματιστηριακή του αξία στη στρατόσφαιρα.

Θα ξεμυαλιστεί από τα εκατομμύρια που θα στρωθούν στα πόδια του το καλοκαίρι ή θα κάνει πραγματικότητα την ονείρωξη μιας ολόκληρης πόλης και θα παραμείνει εκεί «για πάντα» (ή τέλος πάντων «για όσο»), ώστε να γίνει το καινούργιο σύμβολο του ιταλικού Νότου; Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν από τι είναι φτιαγμένος και σε τι Θεό πιστεύει. Στο Χρήμα; Ή στο Ποδοσφαιρικό Μεγαλείο;

Νάπολι

Μέχρι τότε, η Νάπολι μπορεί να χορεύει, να γιορτάζει, να προσμένει την ευλογημένη στιγμή που το γήπεδο «Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα» θα εκραγεί σαν το Βεζούβιο, όταν η ομάδα του Λουτσιάνο Σπαλέτι, τα «Παιδιά του Μαραντόνα», θα σηκώνουν ψηλά στον ουρανό το δεύτερο πρωτάθλημα της ιστορίας τους. Και να κάνει όνειρα τρελά για το πού μπορεί να φτάσει αυτή η ομάδα στο Τσάμπιονς Λιγκ – η Μίλαν με την οποία κληρώθηκαν στους «8» σαφώς δεν τους τρομάζει, ούτε καν ο νικητής του Μπενφίκα – Ίντερ που θα βρουν στα ημιτελικά αν προκριθούν. Και μετά; Μετά, όλα γίνονται. Διότι μετά, ο φτωχός ιταλικός Νότος, θα βρει μπροστά του το… κεφάλαιο: Ρεάλ ή Τσέλσι, Σίτι ή Μπάγερν. Είναι μαθημένη η Νάπολι να παλεύει κόντρα στα θηρία, τους «ποδοσφαιρικούς καπιτάλες» με το τεράστιο «εγώ» και την έπαρση χιλίων Καρδιναλίων και να τους δίνει ένα καλό μάθημα.

Νάπολι

Και ένα είναι το σίγουρο: ότι όλοι οι ουδέτεροι, θα είναι μαζί τους –μαζί με τον Ντιέγκο από εκεί ψηλά, που μετά το Μουντιάλ της Αργεντινής, θα θέλει να «δει» τη λατρεμένη του Νάπολι να φτάνει όχι σε μια, αλλά σε δυο κορυφές.