Περιεχόμενα
Ο Παναθηναϊκός απέκτησε τον Αλεξάντερ Γερεμέγεφ πέρυσι, έπαιξε στον Λεβαδειακό δανεικός και εντάχθηκε στους «πράσινους» το καλοκαίρι. Ήξερε ότι είναι ο τρίτος τη τάξει επιθετικός της ομάδας, δεν δηλώθηκε στην ευρωπαϊκή λίστα κι έβλεπε στην αρχή της χρονιάς τον Σπόραρ να ξεκινάει βασικός και τον Ιωαννίδη να είναι η αλλαγή του και στη συνέχεια τον Ιωαννίδη βασικό και τον Σπόραρ να μπαίνει αλλαγή, συνήθως για να παίξει πλάι στον Ιωαννίδη, όταν το παιχνίδι «στράβωνε».
Στις λιγοστές ευκαιρίες που πήρε και στον ελάχιστο χρόνο συμμετοχής που κατέγραψε, έβαλε δυο γκολ – το ένα εκ των οποίων buzzer – beater που έδωσε τον βαθμό της ισοπαλίας κόντρα στον ΠΑΟΚ.
Ο Μάριους Γκριγκόνις ήρθε στον Παναθηναϊκό στην πιο «σκοτεινή περίοδο» των πράσινων τα τελευταία χρόνια. Ήρθε περίπου «με το ζόρι», αφού ο αποκλεισμός της ΤΣΣΚΑ από την Ευρωλίγκα δημιούργησε συνθήκες και καταστάσεις φυγής από διάφορους παίκτες, ανάγκη στη ρωσική ομάδα να «ξεφορτωθεί» συμβόλαια και χαραμάδα σε ομάδες να ενισχυθούν με παίκτες πρόθυμους να εγκαταλείψουν τη Ρωσία.
Είτε ήθελε να έρθει στην Αθήνα είτε όχι, ο Παναθηναϊκός «τα βρήκε» με την ΤΣΣΚΑ και δεν πήγε να «κλέψει» τον παίκτη, οι δυο ομάδες συμφώνησαν και ο Γκριγκόνις φόρεσε τα πράσινα, για να γίνει ένας από τους ηγέτες της ομάδας.
Σε μια «κακοφτιαγμένη» ομάδα όμως, χωρίς αρχή, μέση και τέλος, χωρίς ψηλούς, χωρίς δημιουργό και χωρίς προπονητή με καθαρή σκέψη, ο Γκριγκόνις όχι απλά βούλιαξε μέσα στη γενική μετριότητα, αλλά παρκαρίστηκε κιόλας από τον κόουτς Ράντονιτς, κρίθηκε ανεπαρκής να είναι ένας από τους έξι ξένους της Basket League και είδε αρκετά ματς πίσω από τον πάγκο, φορώντας τα «πολιτικά του ρούχα».
Παναθηναϊκός: Οι δύο λυτρωτές
Ο Γερεμέγεφ, με το ματς στο Βόλο στο 0-0 και τον κίνδυνο νέας γκέλας ορατό, μπήκε στο ματς για να παίξει δίπλα στον Ιωαννίδη. Αυτός και όχι ο Σπόραρ. Λίγα δευτερόλεπτά μετά, πήρε μια πάσα από τον Ιωαννίδη έξω από την αντίπαλη περιοχή, κοντρόλαρε, σούταρε και άνοιξε το σκορ. Λίγα λεπτά μετά – κι ενώ είχε μεσολαβήσει το γκολ του Αράο – πήρε ένα γύρισμα από τον Κώτσιρα, γύρισε το κορμί του στον αέρα και με τη βοήθεια μιας κόντρας έβαλε ένα απίθανο γυριστό, φτάνοντας τα 4 γκολ σε περίπου 70 αγωνιστικά λεπτά που έχει παίξει με τα πράσινα.
Ο Γκριγκόνις, που είχε κάνει ένα αρκετά καλό ματς στο Μονακό, ξαναπάτησε παρκέ λίγα λεπτά πριν τη λήξη. Στην πρώτη του απόπειρα να σκοράρει, κρύος ακόμα, έκανε ένα μπάσιμο πάνω στην αντίπαλη άμυνα και αστόχησε (με ξεκάθαρο φάουλ που δεν κατανοώ γιατί δεν δόθηκε) – για καλή του τύχη ο Λεσόρ πήρε το επιθετικό ριμπάουντ και σκόραρε. Και στα 2,5 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη, με τη διαφορά στο -2, ξετύλιξε το δώρο που είχε κάνει στον Παναθηναϊκό λίγο νωρίτερα με εκείνη την τσουρουκιά στη βολή ο Οκόμπο, πήρε τη μπάλα από τον Μήτογλου και έβαλε το πιο σημαντικό φετινό τρίποντο της ομάδας – κι εδώ έγινε φάουλ που δεν δόθηκε κι ευτυχώς μπήκε το τρίποντο.
Εκείνος – όχι ο clutch Σλούκας ή κάποιος άλλος. Ο παρεξηγημένος Γκριγκόνις. Ο «αναλώσιμος», που διάβαζε όλο το καλοκαίρι ότι έρχεται ο Μίχαλιουκ, ότι μένει μέχρι να φύγει, ότι θα τον κρατήσουν μόνο αν δεν βρουν άλλον, ότι δεν έχει καμία δουλειά στην «υπερηχητική ομάδα που φτιάχτηκε».
Ο Γερεμέγεφ, δεν «θαμπώνει» με τα πράγματα που κάνει στο γήπεδο, δεν έχει κοφτή ντρίπλα, δεν σηκώνει κεφάλι και βλέπει γήπεδο, δεν έχει παιχνίδι εκτός περιοχής ή καλή τεχνική. Δείχνει λίγο «τσουρουκάς», λίγο μονοκόμματος, παίκτης που μπορεί να λειτουργήσει αποκλειστικά μέσα «στο κουτί» και όχι γύρω – γύρω. Αλλά το γκολ το «μυρίζει». Είναι και θέμα ρέντας; Είναι – πάντα στο ποδόσφαιρο παίζει ρόλο η ρέντα.
Αλλά ξέρει επίσης πού να σταθεί, κινείται σωστά χωρίς τη μπάλα, είναι παίκτης της μιας επαφής, έχει αίσθηση του χώρου. Και – το βασικό – δείχνει να συνυπάρχει πολύ καλά με τον Ιωαννίδη: ο Φώτης, μπορεί να κινείται και εκτός περιοχής, να πασάρει, να απλώνει το παιχνίδι. Ο Γερεμέγεφ κινείται σε άλλους χώρους, πιο μπροστά,, άρα δεν «τρακάρουν» πατώντας στα ίδια μονοπάτια, όπως συμβαίνει με Ιωαννίδη και Σπόραρ.
Παναθηναϊκός: Ποιος να το πίστευε πριν ένα χρόνο για τον Γκριγκόνις..;
Ο Γκριγκόνις, δεν είναι ο «σταρ» της ομάδας, ούτε το «πρώτο βιολί» ή το «μεγάλο όνομα». Δεν υπήρξε ποτέ του, σε όποιες ομάδες κι αν έπαιξε. Είναι όμως ένας εξαιρετικός παίκτης, που λειτουργεί καλύτερα όταν τα φώτα φεύγουν από πάνω του και σημαδεύουν κάποιον άλλον: τότε μπορεί να πάρει τα σουτ που «περισσεύουν», να εκτελέσει όταν η προσοχή της αντίπαλης άμυνας είναι προσανατολισμένη σε άλλους, να τρέξει στον αιφνιδιασμό, να πάει προς το αντίπαλο καλάθι. Κι όλα αυτά σε μια ομάδα όπου για αρκετές εβδομάδες, από τότε που Παπαπέτρου και Χουάντσο τραυματίστηκαν, απέμεινε το μοναδικό «τριάρι», χωρίς καν να είναι «τριάρι»…
Ο αθλητισμός, όπως θα έλεγε και ο Ρέμος, «Είναι Στιγμές». Στιγμές που μπορεί να σε απογειώσουν ή να σε χαντακώσουν. Ένα σουτ που θα βάλεις ή θα χάσεις, μια εύστοχη ή μια άστοχη βολή, ένα ριμπάουντ, ένα πάτημα της τελικής γραμμής, μια μπάλα που γλίστρησε μέσα από τα χέρια σου, ένα σουτ που πήγε δοκάρι και μέσα ή δοκάρι και έξω. Ο Γερεμέγεφ και ο Γκριγκόνις, την ίδια μέρα και με διαφορά λίγων λεπτών, έζησαν της δικές τους Στιγμές.
Μέσα σε αποθέωση και λατρεία. Σφράγισαν τα παιχνίδια του Παναθηναϊκού, ο ένας βοήθησε ώστε να μείνουν πίσω τα άσχημα αποτελέσματα των τελευταίων εβδομάδων σε Ελλάδα και Ευρώπη, ο άλλος υπέγραψε τη μεγαλύτερη φετινή νίκη της ομάδας, η οποία όλοι ελπίζουν να είναι αυτή που θα γυρίσει τον διακόπτη.
Είναι αυτές οι στιγμές που μπορούν να κάνουν τον αθλητισμό υπέροχο, που σε κάνουν να πετάγεσαι όρθιος, να πανηγυρίζεις με φλέβες τεντωμένες στο λαιμό, να χαμογελάς, να σχολιάζεις με τους φίλους σου, να κάνεις πλάκα, να νιώθεις πραγματικά υπέροχα. Στιγμές που στη χώρα αυτή, με όλα αυτά που γίνονται μέσα και γύρω από τον αθλητισμό, κοντέψαμε να τις ξεχάσουμε τον τελευταίο καιρό…