Περιεχόμενα
Ήμουν στο στούντιο του Σπορ FM της ώρα του αγώνα Μπράγκα – Παναθηναϊκός, οπότε είχα τη δυνατότητα και να βλέπω το ματς και τα μηνύματα των ακροατών σχετικά με το παιχνίδι. Ως συνήθως, υπήρχαν «κανονικά σχόλια», κριτική για τους παίκτες και τον προπονητή «ανθρώπινη» και υπήρχε και «ανάθεμα»: «ξύπνα Ιβάν», «δεν κάνει ο Σπόραρ», «βγάλε τον Βιλένα», «βάλε μέσα τον τάδε», «έτσι δεν πάμε πουθενά» και άλλα παρόμοια.
Ως εδώ, όλα καλά: ο κόσμος δεν είναι υποχρεωμένος να απολαμβάνει κάτι που δεν του αρέσει, έχει κάθε δικαίωμα να λέει την άποψη ή την αποψάρα του και σε τελική ανάλυση το ότι βλέπεις μπάλα, δεν σημαίνει ότι ξέρεις και μπάλα. Όπως άλλωστε είχε πει ο τεράστιος Μύρτσος, «το ότι πήγαινα 20 χρόνια στα μπουζούκια, δεν σημαίνει ότι έμαθα μπουζούκι».
Η ώρα του Σπόραρ
Όταν ο Σπόραρ, εκεί λίγο μετά το 60’, έχασε αυτό το πολύ εύκολο γκολ, ήξερα πάνω – κάτω τι θα διαβάσω. Δεν περίμενα ωστόσο μια τέτοια έκρηξη μίσους, από οπαδούς μάλιστα της ίδιας της ομάδας του. Διότι πέρα από τα «σήκω φύγε μόνος σου» και «μην ξαναφορέσεις ποτέ τη φανέλα της ομάδας» και «πουλήστε τον χθες και φέρτε έναν κανονικό φορ», υπήρξαν κατάρες. Βρισιές ανείπωτες. Υπήρχαν εκφράσεις που δεν θα έλεγε κάποιος κανονικά ούτε στον μεγαλύτερο εχθρό του.
Σύμπτωμα της εποχής; Μπορεί. Απότοκο της κρίσης, η οποία μας έκανε «οργίλους», διέλυσε σχεδόν τον κοινωνικό ιστό, εξάντλησε τις αντοχές μας και μας έκανε να πλακωνόμαστε για μια θέση πάρκινγκ, για τη μουσική που παίζει δυνατά ή για οτιδήποτε άλλο εντελώς ασήμαντο; Μπορεί. Είναι ο κόσμος πιεσμένος, γκαζωμένος και «στα κάγκελα» μετά από τόσα χρόνια μνημονίων, ακρίβειας, πανδημίας, εγκλεισμού κλπ; Πιθανότατα – αλλά αυτό δεν δικαιολογεί να μισείς τόσο βαθιά και να εκφράζεσαι τόσο απαίσια για έναν άνθρωπο, που έχασε ένα γκολ.
Και το επιχείρημα «καλύτερα να βρίζουν και να τσακώνονται στα social παρά στο δρόμο και τα γήπεδα», εμένα προσωπικά δεν μου λέει κάτι: φοβάμαι ότι οι άνθρωποι που «μισούν» και καταριούνται με τόσο μεγάλη ευκολία, είναι ικανοί να πλακωθούν και να σκοτώσουν αύριο – μεθαύριο, όταν το μυαλό τους θα βράζει σαν κατσαρόλα και ο ατμός δεν θα βρίσκει άλλα διέξοδο πέρα από το ξύλο.
Ποιος λέτε θέλει περισσότερο τη νίκη, οι ποδοσφαιριστές ή οι οπαδοί;
Το να βρίζεις τον (κάθε) Σπόραρ, με το ατράνταχτο επιχείρημα «αυτό θα το έβαζε και η γιαγιά μου» και να τον καταριέσαι και να του στέλνεις «ευχούλες», είναι σαν να λες όχι μόνο ότι είναι κακός παίκτης ή ανίκανος, αλλά ότι δεν νοιάζεται όσο εσύ για την ομάδα, ότι δεν συναισθάνεται την κρισιμότητα του ματς όπως κάνεις εσύ από τον καναπέ, ότι βάζει σε κίνδυνο την πρόκριση και τα χρήματα και το πρεστίζ της ομάδας σου. Μόνο που είναι και δική του ομάδα και έχει πολύ περισσότερα πράγματα να χάσει από εσένα…
Εσύ που νομίζεις ότι οι ποδοσφαιριστές είναι κάτι αδιάφοροι τύποι, κάτι «γαϊδούρια», κάτι μισθοφόροι που έρχονται και φεύγουν και τους νοιάζουν μονάχα τα λεφτά, σε αντίθεση με σένα που υποστηρίζεις μια ζωή την ομάδα της καρδιάς σου χωρίς να βγάζεις λεφτά απ’ αυτήν, λες μόνο τη μισή αλήθεια. Ο ποδοσφαιριστής, Έλληνας ή ξένος, «μισθοφόρος» ή μη, θέλει δέκα φορές περισσότερο από εσένα τη νίκη, την πρόκριση, το Τσάμπιονς Λιγκ. Για να παίξει στην καλύτερη και πιο πρεστιζάτη ευρωπαϊκή διοργάνωση. Για να τον δουν οι σκάουτς άλλων ομάδων.
Για να ανεβάσει τη χρηματιστηριακή του αξία. Για να εισπράξει τα μπόνους που προβλέπονται στο συμβόλαιό του για είσοδο στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Για να πάρει έξτρα μπόνους που είναι πολύ πιθανό να μοιράσει ο ιδιοκτήτης της ομάδας από τη χαρά του που η ομάδα τα κατάφερε.
Για όλους αυτούς και άλλους τόσους λόγους οι παίκτες επιθυμούν πολύ περισσότερο από εμάς να τα καταφέρουν. Οπότε κάθε φορά που τους βρίζεις, να έχεις στο μυαλό σου ότι δεν βρίζεις τίποτα αδιάφορους τύπους, που δεν τους καίγεται καρφάκι αν θα τα καταφέρουν ή όχι, αλλά ανθρώπους που έχουν μεγαλύτερη αγωνία από εσένα.
Τι είναι τελικά ο Σπόραρ;
Δεν είναι ούτε Βαζέχα, ούτε Σισέ, ούτε Μπεργκ – αυτό το ξέραμε. Αλλά δεν είναι ούτε Τόργκελε, ούτε Φορναρόλι, ούτε Σόουζα. Με άλλα λόγια είναι ένα καλό φορ που δεν είναι ή δεν θα γίνει ποτέ «τοπ», που αν πάρει τη μπάλα σωστά τις περισσότερες φορές θα το βάλει το γκολ και που του έτυχε η «στραβή» κόντρα στην Μπράγκα να «χάσει το άχαστο».
Συμβαίνουν αυτά και στις καλύτερες οικογένειες και – για κακή του τύχη – ο Ιωαννίδης που τον αντικαθιστά σχεδόν πάντα κάνει κάτι σημαντικό για την ομάδα, οπότε η σύγκριση έρχεται αυτόματα. Αλλά με το χέρι στην καρδιά, οι βρισιές και η γιούχα πιστεύει κανείς ότι κάνουν έναν παίκτη καλύτερο και τον οπλίζουν με επιμονή και την ανάγκη να δώσει απαντήσεις ή του διαλύουν την ψυχολογία;
Πέρυσι, το ίδιο «σιχτίριασμα» τον ακολούθησε μετά το χαμένο πέναλτι με το Βόλο. Τότε, στο επόμενο ματς στο «Βικελίδης», έβαλε το νικητήριο γκολ και εξιλεώθηκε. Ρέφαρε την προηγούμενη κακή του στιγμή, ένιωσε καλύτερα, πήρε τα πάνω του και δεν διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. Τώρα; Τώρα πρέπει να βρει τον τρόπο να είναι πνευματικά δυνατός κάθε φορά που θα αγωνίζεται, είτε ως βασικός είτε ως αλλαγή, διότι η μουρμούρα θα ξεκινά από την ώρα που θα πατάει χόρτο και οι βρισιές θα εκτοξεύονται από το πρώτο λάθος κοντρόλ που θα κάνει.
Ναι, αλλά είχαμε και ματς
Κι όχι απλά ματς, αλλά ένα ακόμα ψυχόδραμα. Όπως έδειξε και η περσινή χρονιά, ο Παναθηναϊκός δεν παρατάει τίποτα και ποτέ, όσο βαθιά κι αν έχει φτάσει το ματς στις καθυστερήσεις. Κι αν η εύκολη και αφελής ανάγνωση είναι «μιλάμε για κωλοφαρδία», δεν γίνεται να είσαι κωλόφαρδος συνέχεια – προφανώς κάνεις κάποια πράγματα σωστά ακόμα και στο 95’ ή το 98’: δεν τα παρατάς, δεν καταφεύγεις σε γιόμες, δεν αφήνεις το ματς να σε πάρει από κάτω, έχεις καλή φυσική κατάσταση, ακολουθείς το πλάνο του προπονητή μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο.
Βέβαια το να παίζεις με τις πιθανότητες και να ελπίζεις ότι πάντα, με κάποιον τρόπο, θα καθαρίζεις τη μπουγάδα στο τέλος, δεν είναι κάποιου είδους «πλάνο», ούτε φυσικά θα συμβαίνει πάντα. Ο Παναθηναϊκός στην Πορτογαλία έπαιξε με τη φωτιά, δεν έκανε γκολ καμία από τις 3-4 σημαντικές ευκαιρίες που έφτιαξε, έφαγε δυο γκολ από δικά του λάθη και κινδύνευσε να γυρίσει Αθήνα με το »βαρύ» 2-0, έχοντας λίγες ελπίδες να προκριθεί. Το 2-1 όμως, αλλάζει τα πράγματα – και μαζί την ψυχολογία των παικτών και τη διάθεσή του κόσμου.
Διότι με 2-0 στην πλάτη, ο Παναθηναϊκός θα χρειαζόταν να βάλει δυο γκολ και να μην δεχθεί κανένα για να στείλει το ματς στην παράταση. Τώρα, με το 2-1, του αρκεί οποιαδήποτε νίκη με ένα γκολ διαφορά για να πάει παράταση και με δυο γκολ περνάει εκείνος. Παραμένει δύσκολο αλλά το γκολ του Μαντσίνι, του δίνει μια άλλη προοπτική πλέον.