Περιεχόμενα
Μπορεί να τον ξεχάσει όλος ο κόσμος, αλλά εμείς οι Έλληνες, ποτέ. Ξεχνιούνται ωρέ οι… ευεργέτες του έθνους; Καθότι τέτοιος είναι, ο ορισμός αυτού, o Jimmy Jump. Το «ντου» του στον αγωνιστικό χώρο κατά τη διάρκεια του τελικού με την Πορτογαλία στο Euro 2004 διασφάλισε οριστικά πως το «τιμημένο» θα κατέληγε στα χέρια μας – 6 συντάκτες του Intronews.gr ακόμα τα θυμούνται και ανατριχιάζουν, από χαρά.
Κοντά 20 χρόνια μετά, ο Jimmy Jump είναι, από πολλές απόψεις, ένας διαφορετικός άνθρωπος. Δεν μετανιώνει για τίποτα – ίσα ίσα. Αλλά ξέρει πως ό,τι έγινε, έγινε. Τώρα πλέον κάνει μια άλλη ζωή. Έχοντας περάσει από μεγάλα ζόρια που τον έκαναν να καταλάβει με σκληρό τρόπο πως η φάση δεν είναι μόνο διασκέδαση. Η τρέλα και η αθωότητα της νιότης έχει χαθεί.
Jimmy Jump: Λέω να…Figo
Και τι δεν έκανε ο Ζάουμε Μαρκέτ Κοτ, όπως είναι το κανονικό του όνομα… Για πρώτη φορά εισέβαλε στο «Καμπ Νόου», τον Οκτώβριο του 2002. Στην πόλη του, στο γήπεδο της αγαπημένης του ομάδας, είναι «αρρωστάκι» Μπαρτσελόνα. «Ένιωσα να με κατακλύζει μια απίστευτη ενέργεια». Ο Jimmy Jump είχε μόλις γεννηθεί.
Θα τον μάθαινε η πλάση όλη εκείνο το ευλογημένο βράδυ στο «Ντα Λουζ», στις 4 Ιουλίου του σωτήριου έτους 2004. Ήταν πίσω από τον Ότο Ρεχάγκελ. Περίμενε καρτερικά τη στιγμή του. Και μπήκε όταν έπρεπε. Πέταξε μια καταλανική σημαία στον Λούις Φίγκο (τον «προδότη» που είχε αφήσει την Μπάρτσα για τη Ρεάλ Μαδρίτης), ο Πορτογάλος του έριξε ένα βλέμμα που σκότωνε.
Συνέχισε τρέχοντας προς την εστία και έβαλε τον εαυτό του… γκολ. Τον απομάκρυναν άνδρες της ασφάλειας. «Δεν ήμουν και πολύ καλά στα μυαλά μου εκείνη τη στιγμή. Είχα τρελαθεί. Έβλεπα τον εαυτό μου σαν πολεμιστή, ένα σύγχρονο Σπαρτιάτη», θα πει χρόνια αργότερα.
Τον πήραν σηκωτό και έμεινε υπό κράτηση για 1-2 ώρες. Μετά μεταφέρθηκε σε ένα κρατητήριο της Λισαβόνας. Δεν τον ένοιαζε. Δεν μας ένοιαζε. Ήμασταν πρωταθλητές Ευρώπης. Ο Jimmy Jump είχε βάλει κι αυτός το χεράκι του για το θαύμα. Είχε γίνει διάσημος. Παγκοσμίως. Όλοι ήθελαν να μάθουν ποιος είναι και τι κάνει.
Να πούμε πως η πορτογαλική αστυνομία του φέρθηκε τότε πολύ καλά. Έβγαζαν φωτογραφίες μαζί του, τον κερνούσαν ποτό. Πού να μην είχαν χάσει κιόλας. Δεν ήταν πάντα έτσι βέβαια με τις Αρχές. Έφαγε και ξύλο, σε άλλες περιπτώσεις. «Ποτέ δεν ξέρεις πώς θα αντιδράσει η Αστυνομία», έλεγε πάντα.
Jimmy Jump: Η λίστα με τους άθλους του
Το θέμα είναι πως μετά δεν μπορούσε να σταματήσει. Είχε εθιστεί. Έκανε ντου παντού. Ήταν σαν ναρκωτικό. Αυτός ο άνθρωπος, αυτός, εισέβαλε στον τελικό του Champions League το 2007, Μίλαν – Λίβερπουλ (στην Αθήνα). Στον τελικό του Μουντιάλ του 2010 (Ισπανία – Ολλανδία) όταν και αποπειράθηκε να φορέσει μια παραδοσιακή καταλανική «barretina» στο τρόπαιο.
Αυτό το σκουφάκι-σήμα κατατεθέν του, θέλησε κάποτε να το βάλει και στο κεφάλι του Ρότζερ Φέντερερ, ο Ελβετός τενίστας τον κοιτούσε με γνήσια απορία. Παράδωσε χέρι με χέρι μηνύματα σε παίκτες όπως οι Λιονέλ Μέσι, Τιερί Ανρί και Σέρχιο Αγουέρο.
Και δεν ήταν μόνο το ποδόσφαιρο. Κάποτε, σε ντεφιλέ μόδας στη Βαρκελώνη, εμφανίστηκε στην πασαρέλα με ένα… στρινγκ. Έκανε χαλάστρα στον Χαβιέρ Μπαρδέμ, σε μια τελετή βράβευσης του ισπανικού σινεμά. Χόρεψε μαζί με έναν παρουσιαστή στην ουγγρική τηλεόραση, ακόμα και στη Eurovision (το 2010) είχε… συμμετοχή ο αθεόφοβος! Formula-1 (μπήκε στην πίστα την ώρα της κούρσας ο παλαβός!) και πόλο (βούτηξε σε πισίνα εν ώρα αγώνα) ήταν επίσης στη λίστα με τα ανδραγαθήματά του.
Τα χρέη βουνό, ξενιτιά και φτώχεια καταραμένη
Όσο περισσότερο τα κατάφερνε όμως τόσο περισσότερο ενοχλούσε τις Αρχές. Τα πρόστιμα άρχισαν να πέφτουν, βροχή. Τα χρόνια περνούσαν κι αυτός κολυμπούσε στα χρέη. Έφτασε κάποια στιγμή να πρέπει να πληρώσει κοντά στα 300 χιλ. ευρώ! To κράτος του έκανε κατάσχεση λεφτά από το μισθό του. Για να μην πάει φυλακή, μετανάστευσε στο Βερολίνο αρχικά και μετά στο Αμβούργο.
Επιασε πάτο. Βρέθηκε μόνος, να μην ξέρει τι να κάνει. Τα πάντα ήταν δύσκολα. Ζητιάνευε για λεφτά, κοιμόταν σε εκκλησίες. Από Νο1 εισβολέας των γηπέδων και σταρ, ένα παρίας. Βρήκε τελικά δουλειά σε ένα εργοστάσιο, έβγαζε 1.000 ευρώ το μήνα. Αλλά ήταν κάτι. Από το τίποτα.
Το 2018 με το ζόρι τα έβγαζε πέρα, είχε έντονα συμπτώματα κατάθλιψης. Είχε μιλήσει τότε στο Bleacher Report (από τη συνέντευξη αυτή αντλήθηκαν αρκετά στοιχεία γι’ αυτό το κείμενο) και δεν ήτανε καλά, καθόλου καλά. Δεν είχε πια κέφι ο Jimmy Jump. Φοβόταν…
Προσαρμόστηκε στη Γερμανία, απολαμβάνει ξανά τη ζωή
Αλλά αυτά ανήκουν ευτυχώς στο παρελθόν. Προϊόντος του χρόνου, κατάφερε να χτίσει μια νέα ζωή στη Γερμανία. Πλέον, στις αναρτήσεις που κάνει στο Facebook βλέπουμε έναν άνθρωπο που γελάει ξανά. Έχει βρει μια καλή δουλειά, σχολιάζει ζητήματα που αφορούν την αγαπημένη του Μπάρτσα, πάντα με πάθος και άποψη. Πηγαίνει πάλι στο γήπεδο, αλλά πλέον μακριά από τη βαβούρα. Ο νέος του «νταλκάς» είναι το ποδόσφαιρο Γυναικών. Έχει γίνει μεγάλος φαν.
Και τα «ντου»; Στο παρελθόν, εκεί που ανήκουν δηλαδή. Από το 2011 και ύστερα, δεν έχει κάνει κανένα, πουθενά. Έπαψε σταδιακά να αντλεί ευχαρίστηση από όλο αυτό. Η ασφάλεια στα γήπεδα έγινε πολύ πιο ζόρικη από άλλοτε, ειδικά μετά την εποχή των τρομοκρατικών χτυπημάτων του ISIS σε μεγάλα αθλητικά γεγονότα και όχι μόνο.
Αλλά και τα χρέη που τον γονάτισαν και τον εξόρισαν, τον έκαναν να καταλάβει πως δεν είναι όλα παιχνίδι και χαρά. Ο… καλύτερος εισβολέας στον κόσμο είναι πια μια ανάμνηση. Ο Jimmy Jump παραμένει όμως πάντα άνθρωπος έξω καρδιά, λένε όσοι τον έχουν γνωρίσει. Που σου μιλάει για τον εαυτό του, για τη ζωή του, χωρίς να φυλάγεται. Αθώος και απονήρευτος; Μπορείς να το πεις και έτσι.
Και θυμάται με νοσταλγία τις ημέρες της δόξας. Κατάλαβε όμως πως δεν έχει νόημα να προσπαθεί να γίνει κάποιος μέσω αυτού. Αλλά, το ξαναλέμε, δεν αποκηρύσσει τίποτα (ή κλείνει το μάτι σε ένα μελλοντικό comeback, τιμής ενέκεν;!).
Φαίνεται ξεκάθαρα και από το τι πόσταρε στο Facebook, στην 19η επέτειο από τον τελικό του Euro 2004:: «Κάθε 4 Ιουλίου θα θυμάμαι αυτή την εισβολή! Τότε που το άλμα ήταν σαν ναρκωτικό, καθαρή αδρεναλίνη! Τελικός EURO 2004 Πορτογαλία 0-Ελλάδα 1».
Ούτε εμείς θα (σε) ξεχάσουμε ποτέ παλιόφιλε Jimmy Jump. Ούτε εμείς. Salta!