Περιεχόμενα
- Φανταρικό χώσιμο ο Νίκος Μποζιονέλος
- Ομπρέλα στο αρνί ο Νότης Αργείτης
- Εξέτασε το VAR για μια ιπτάμενη παντόφλα ο Γιώργος Καραχάλιος
- Για ψάρεμα με τα… ΟΥΚ Φολεγάνδρου ο Σπύρος Δαρσινός
- Αναρωτιέται αν ήταν ο ορισμός του πέναλτι ο Κωνσταντίνος Ταγαράς
- Με συκώτια, τζατζίκι και μιάμιση μέρα λόξυγκα ο Στέργιος Πουλερές
Η συντακτική ομάδα του Intronews.gr (όχι ολόκληρη, τα κορίτσια δεν ψήθηκαν να συμμετέχουν) ανασκαλίζει αναμνήσεις από το παρελθόν και φέρνει στο προσκήνιο της μνήμης εκείνες τις ιστορίες του πασχαλινού τραπεζιού που έμειναν πιο έντονες και καταδεικνύουν την αθάνατη ελληνική τρέλα.
Φανταρικό χώσιμο ο Νίκος Μποζιονέλος
Το 2002 ήταν η χρονιά του στρατού. Μικρό βυσματάκι ο Μποζ, άρα πήγα για 16μηνο στην Αεροπορία, αρχές Μαρτίου. Τρίπολη το παρουσιάζειν και μετά εκπαίδευση στο Τατόι (τα ελάχιστα σκοπέτα της θητείας τα έκανα εκεί). Δεν είχα λείψει ποτέ Πάσχα από το πατρικό στο Άργος – ποτέ έως και την πανδημία. Δεν ήθελα να χαλάσω το σερί.
Μιας και οι εκπαιδευόμενοι δεν έπαιρναν άδειες για να πάνε στη μαμά τους (ή στην γκόμενα), τα τακίμιασα με κάτι μονιμάδες: να βοηθήσω στην προετοιμασία (καθαρισμός χώρων, στολισμός βάψιμο αυγών και άλλα για τους στρατόκαβλους) και να φύγω Σάββατο μεσημέρι. Σούπερ λέω.
Έλα που όμως τέζαρα με άσχημη ίωση. Πυρετό όσο δεν πάει. Και καθότι βαμμένος πράσινος, ανάθεμα κι αν θυμάμαι καλά καλά, Μεγάλη Παρασκευή, τον θρίαμβο της Πανάθας στο Final-4 επί της Μακάμπι, οι αναμνήσεις είναι μεταξύ ντεπόν, μιας μάλλινης κουβέρτας (με καλοκαιρινό καιρό) και τριπόντων του Μποντιρόγκα.
Εντέλει συνήλθα το Σάββατο κάπως και την Κυριακή του Πάσχα το πρωί πήρα το λεωφορειάκι με προορισμό την αρχαιοτέρα πόλη της Ευρώπης, για να προλάβω τα καλούδια. Και το βράδυ τον τελικό. Εκείνο το Πάσχα τα λαγουδάκια ήταν… Κίντερ (Μπολόνια).
Ομπρέλα στο αρνί ο Νότης Αργείτης
Αίγινα, μέσα της δεκαετίας του ’80. Αποβραδίς προετοιμασία για ψήσιμο του οβελία στην με σκάψιμο λάκκου σε απομακρυσμένο σημείο του οικοπέδου, ώστε να τοποθετηθούν τα κάρβουνα και να σουβλιστεί το αρνί με τον παραδοσιακό τρόπο. Ως και ξύλινες διχάλες είχαν προνοήσει να φτιάξουν οι “ειδικοί” συγγενείς, διαφορετικού ύψους, ώστε να αυξομειώνεται η ένταση του ψησίματος.
Από το πρωί ανταριασμένος καιρός με σύννεφα, κατά τις 10.30 αρχίζει η βροχή, ενώ το αρνί δεν είχε συμπληρώσει καν ένα δίωρο στη σούβλα. Πολύ νωρίς για να το φάμε, πολύ αργά για να το αποσύρουμε, να το τεμαχίσουμε και να το χώσουμε στο φούρνο. Επειδή η τότε… αγία τριάς της ΕΜΥ (Καντερές, Ζιακόπουλος, Μελανίτης) δεν είχε προειδοποιήσει για κακοκαιρία, στο εξοχικό βρέθηκε μόνο μία ομπρέλα, σε κακή κατάσταση, πεταμένη στην αποθήκη. Η οποία δεν έφτανε καν για να καλύψει το αρνί, πόσο μάλλον αυτόν που γύριζε τη σούβλα κι αυτόν που κρατούσε την ομπρέλα.
Επί 2,5 ώρες, λοιπόν, βρισκόμουν είτε πάνω από τη φωτιά με την ομπρέλα στο χέρι, είτε στη σούβλα, εκτεθειμένος στη βροχή που ολοένα δυνάμωνε. Όταν τελείωσε η διαδικασία, έκανα ένα ζεστό μπάνιο και πήρα την εκδίκησή μου: Έφαγα σχεδόν το μισό. Πρωτόγνωρο, διότι μέχρι τότε έτρωγα ελάχιστο αρνί.
Εξέτασε το VAR για μια ιπτάμενη παντόφλα ο Γιώργος Καραχάλιος
Τα οικογενειακά τραπέζια, οι μαζώξεις του σογιού ή των σογιών πιο σωστά, είναι από μόνα τους αστεία. Ετερόκλητοι κατά κανόνα άνθρωποι μαζεύονται λόγω δεσμών αίματος ή εξ αγχιστείας επειδή το απαιτεί η μέρα, η παράδοση. Όχι απαραίτητα επειδή αγαπιούνται πραγματικά. Όχι και πολύ χριστιανικό στα θολά από τις αναμνήσεις μάτια μου ή ίσως, το πιο χριστιανικό πράγμα από όλα, πραγματικά είναι τόσο αντιφατικό.
Μην γκρινιάζω, βέβαια, είχε, έχει τη φάση του. Όπως τότε που «τρυφερούδι» ων ηλικιακά, είχα πάρει την κάμερα και τραβούσα τους «μεγάλους» να χορεύουν – τόσα «Χριστός Ανέστη», «Αληθώς» και πάμε άσπρο πάτο τους είχαν φέρει για τα καλά στο κέφι. Τα κλαρίνα έδιναν πόνο, τα αυτιά μου πονούσαν από τα ηχεία που ποτέ δεν ήταν φτιαγμένα για να αντέχουν τόσα ντεσιμπέλ, όταν ξαφνικά ο μπάρμπα Παναής φώναξε ένα δυνατό «όπα». Δεν είχε έρθει ακόμα περισσότερο στο κέφι όπως αρχικά νόμισα.
Η ιπτάμενη παντόφλα που αργότερα είδα όταν εξέτασα προσεκτικά και καρέ-καρέ το υλικό από τις κάμερες να έρχεται καταπάνω μου ήταν η παράπλευρη συνέπεια ενός γλιστρήματος την ώρα του χορού κατά τη διάρκεια μιας φιγούρας. Ευτυχώς δεν έσπασε κάνα κόκκαλο να ‘τρεχε ο άνθρωπος πασχαλιάτικα. Ευτυχώς η παντόφλα σφύριξε δίπλα από το κεφάλι μου χωρίς ποτέ να με πετύχει – για εκατοστά μου είπαν αυτόπτες μάρτυρες. Μην βαράτε τον καμεραμάν παιδιά, απλώς τη δουλειά του κάνει. Το σόι μου. Μέσα. Σε όλα.
Για ψάρεμα με τα… ΟΥΚ Φολεγάνδρου ο Σπύρος Δαρσινός
Παρά την παράδοση που θέλει τους Δαρσινούς να συγκεντρώνονται το Πάσχα στον κάμπο της Νεμέας, πριν από καμιά 20αριά χρόνια σημειώθηκε η άτυπη ανταρσία: Η μουτσουνάρα μου ήθελε Φολέγανδρο, τη γενέτειρα της μάνας. Το πρώτο σχίσμα ήταν γεγονός καθώς ο Δαρσινός ο πρεσβύτερος, ως γνήσιο ελληνικό αρσενικό, δεν θ’ άφηνε τη μανούλα του μόνη της. Έτσι λοιπόν ο πρώτος τη τάξει διάδοχος του ονόματος βρέθηκε στο κυκλαδονήσι, εκτός καλοκαιρινής σεζόν και άνευ πυρηνικής οικογένειας. Αγκαζέ με ελάχιστους επίλεκτους από το άλλο σόι έγινε η απόβαση στο πράσινο και όχι κίτρινο λόγω ξηρασίας, νησί.
Κι αν στα χωριά της Νεμέας τρώγαμε, πίναμε και λογαριασμό δεν δίναμε, στη Φολέγανδρο έπρεπε να στάξουν ποτάμια ιδρώτα να ποτιστεί η γης (sic). Κάθε μετακίνηση γίνονταν αυστηρά με τα πόδια, ενώ το πρόγραμμα περιείχε πεζοπορίες σε γκρεμούς με κλίση… 85% με στόχο το… ψάρεμα σαργών, ενώ οι βουτιές ήταν προαιρετικές και ακολουθούνταν πάντα από κοψοχολιάρικα σχόλια του τύπου «κοίτα εδωνά που θα του κόψει δάκτυλο καμιά σμερναριά» συνοδευόμενα πάντα από χαιρέκακα γέλια. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του σοκ μετάβασης, από τα φημισμένα κρασιά και τα semi-αξιοπρεπή τσίπουρα του κάμπου κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στο ανήκουστο: τρώμε ΤΑ ΠΑΝΤΑ με ξύδι «γιατί ξύδι ήπιε ο Χριστούλης πάνω στον σταυρό».
Αναρωτιέται αν ήταν ο ορισμός του πέναλτι ο Κωνσταντίνος Ταγαράς
Η ιστορία που θα αναφέρω δεν έχει να κάνει με το πασχαλινό τραπέζι, αλλά ένα περιστατικό που έγινε λίγη ώρα προτού αυτό στηθεί. Πρωταγωνιστές οι παππούδες μου, ένα σκοινί και ένα τσιγκέλι (ελπίζω όλοι να γνωρίζετε πως είναι το εξάρτημα που βλέπουμε συνήθως στα κρεοπωλεία και είναι κρεμασμένα σε αυτό τα αρνιά).
Ενώ λοιπόν είμαστε έτοιμοι να βγάλουμε το αρνί από το τσιγκέλι και να το βάλουμε στη σούβλα για να αρχίσει το ψήσιμο, η γιαγιά μου γλιστράει και πέφτει στο έδαφος σαν άλλος Αλεξανδρής. Γύρω της δεν υπήρχε κανένας άλλος πλην του παππού μου. Απλά για να σας δώσω λίγο την εικόνα, η αναλογία βάρους ήταν σαν αυτή του Κώστα Τσάκωνα και της Ευαγγελίας Σαμιωτάκη.
Επειδή όμως ο παππούς μου δεν είναι Σκανδιναβός να έχει μυϊκή δύναμη, αλλά δαιμόνιος Έλληνας, εκείνη τη στιγμή ανάβει το λαμπάκι στο μυαλό του. Αν δεν ήταν αθυρόστομος, μπορεί να έλεγε και «Εύρηκα», αλλά δεν θυμάμαι να άκουσα αυτή τη λέξη να βγαίνει από τα χείλη του. Αντιθέτως, άκουσα πολλές άλλες που είχαν να κάνουν με τα… θεία.
Η λύση λοιπόν για να σηκωθεί η δύστυχη γιαγιά μου ήταν η εξής. Αφού ο παππούς μου έβγαλε το αρνί από το τσιγκέλι, πέρασε από τη μέση της τη μία πλευρά του σκοινιού. Την άλλη πλευρά την πέρασε στο τσιγκέλι και εφάρμοσε απλά τον νόμο της τροχαλίας. Άρχισε να τραβάει μέχρι που ο Αλεξανδρής, εεε η γιαγιά μου ήθελα να πω, σηκώθηκε.
Παρότι έχουν περάσει χρόνια από τότε, δύο πράγματα ακόμα με βασανίζουν. Πρώτον, αν ήταν ο ορισμός του πέναλτι η πτώση της γιαγιάς μου και δεύτερον τί θα γινόταν αν αντί για τη μέση, περνούσε το σκοινί στο πόδι της. Food for thought…
Με συκώτια, τζατζίκι και μιάμιση μέρα λόξυγκα ο Στέργιος Πουλερές
Ιστορίες οικογενειακού τραπεζιού έχω λίγες, γιατί στην οικογένεια δεν πολυγουστάρουμε να μαζευόμαστε με το σόι. Τα τραπέζια μας ήταν πάντα μαμά, μπαμπάς, εγώ, η αδερφή μου, ο παππούς και η γιαγιά (γονείς μαμάς) και τα ζώα μας. Πάντα θα υπήρχε ο σκύλος μας ο Ρόμπι και κάποιες χρονιές είχαμε τον γάτο μας τον Σνούπι, τον κούνελο τον Ρόνι (ας μην ασχοληθούμε με τα ονόματα παρακαλώ) και τις πολλές χελώνες που είχαν ο παππούς και η γιαγιά στο χωράφι του σπιτιού.
Τα Πάσχατα τα περνούσαμε στην Άνω Γλυφάδα, στο σπίτι τους, που για μένα μέχρι τα 18 μου ήταν σαν ταξίδι εκτός Αθηνών. Ήταν επίσης και ένα βάσανο γιατί η ολάνθιστη φύση μου προκαλούσε ενόχληση στη μύτη και έσκαγαν τα αλλεργικά, με τι μύξα να φεύγει ποτάμι.
Έχω δύο ιστορίες. Η μία που μου έχει στιγματίσει τις παιδικές αναμνήσεις και μία πιο μεγάλη.
Η μάνα μου είχε από τα μικράτα μου ένα θέμα: ήθελε να με μπουκώνει κρέας. Στο πασχαλινό μας τραπέζι υπήρχαν πάντοτε συκώτια, που εγώ τα σιχαινόμουν κι ίσως ήταν ένα δείγμα πως θα γίνω βίγκαν. Βρωμούσαν άσχημα και με το που έβαζα μια μπουκιά στο στόμα, μου ερχόταν ανακατωσούρα. Μια χρονιά αποφάσισα να κάνω επανάσταση και να μη φάω. Η μάνα μου όμως έπαιξε εκβιασμό και μου έλεγε «αν δεν τα φας, δεν έχει ούτε τυριά ούτε πατάτες τηγανητές». Τελικά, η γιαγιά και ο παππούς παρενέβησαν να με υποστηρίξουν και έφαγα αυτά που ήθελα.
Η δεύτερη ιστορία αφορά ένα τζατζίκι και έναν λόξυγκα. Κάποια στιγμή στα 16-17 μου αποφάσισα να καθιερώσω ως παράδοση να φτιάχνω εγώ το τζατζίκι. Έλα όμως που το έκανα τούρμπο και αρκούσε μια μπουκιά για να το ρεύεσαι κανένα διήμερο. Πρέπει να ήταν γύρω στα 19-20 μου όταν έκανα ένα τζατζίκι τόσο τούρμπο που το έφαγα το βράδυ της Ανάστασης και μετά μέχρι το πρωί της Δευτέρας, δε μπορούσα να πάρω ανάσα από τον ακατάπαυστο λόξυγκα. Κάθε 10 δευτερόλεπτα μου έσκαγε. Δοκιμάσαμε τα πάντα. Ψωμί με ζάχαρη, νερό, να κρατήσω την ανάσα μου, να με τρομάξουν, δεν έλεγε να περάσει. Το στομάχι μου ήταν στα σχοινιά για μιάμιση μέρα, τελικά κατάφερε να μείνει όρθιο.
Τότε ήταν μια εποχή που υπήρχαν συχνά στις ειδήσεις περιπτώσεις ανθρώπων με λόξυγκα που κρατούσε για 3 εβδομάδες ή και για χρόνια και σκεφτόμουν ότι θα βγω στην τηλεόραση.