Συμβαίνει σε όλους μας να χρησιμοποιούμε κάποιες λέξεις στην καθημερινή μας ομιλία και να πιστεύουμε ότι η σημασία τους είναι ταυτόσημη.

Και όμως η ελληνική γλώσσα είναι τόσο λεπτομερής και σχολαστική στις έννοιές της που οι περισσότερες λέξεις έχουν πολύ συγκεκριμένη σημασία.

Σας παρουσιάζουμε μερικές από αυτές και ναι, ξέρουμε ότι θα εκπλαγείτε όταν δείτε ποιες είναι οι διαφορές τους.

Λέξεις σημασία

Λέξεις με… διαφορές

Ένας μικρός κατάλογος με τις λέξεις που μας προκαλούν σύγχυση…

Αντιπρόσωπος: Άτομο εξουσιοδοτημένο να ενεργεί ή να κάνει δικαιοπραξίες για λογαριασμό άλλου, ο πληρεξούσιος. πχ. Δικαστικός αντιπρόσωπος.

Εκπρόσωπος: Αυτός που αντιπροσωπεύει ένα καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό ρεύμα, ένα κόμμα, ένα σύλλογο κ.λπ. Ο νέος κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Διακόσμηση: Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του «διακοσμώ», ο στολισμός. πχ. Η διακόσμηση του μαγαζιού.

Διάκοσμος: Ό,τι χρησιμοποιείται στη διακόσμηση, τα στολίδια. π.χ. Ο διάκοσμος της αίθουσας.

Διαμονή: Αναφέρεται συνήθως σε μόνιμη εγκατάσταση και διαβίωση σε συγκεκριμένο τόπο. π.χ.: τόπος διαμονής.

Παραμονή: Αναφέρεται συνήθως σε προσωρινή εγκατάσταση και διαβίωση σε συγκεκριμένο τόπο. πχ. Η παραμονή στο εξωτερικό.

Εκμάθηση: Η τέλεια μάθηση, η τέλεια γνώση. πχ. Εκμάθηση ιταλικών.

Μάθηση: Η απόκτηση γνώσεων. πχ.η αγάπη για μάθηση.

Εμπειρία: Το βίωμα. Η μοναδική εμπειρία του τοκετού.

Πείρα: Σύνολο εμπειριών. πχ. Η οδηγική εμπειρία.

Επέμβαση:

  1. Δυναμική και έντονη ανάμειξη (με θετικό ή αρνητικό πρόσημο). πχ. Η επέμβαση της αστυνομίας.
  2. διόρθωση ή προσθήκη. πχ. Επέμβαση σε μία μελέτη.

Παρέκβαση: Λοξοδρόμηση, απομάκρυνση από το θέμα. πχ. Έκανε συχνές παρεκβάσεις στην ομιλία του.

Παρέμβαση: Απλή ανάμειξη, μεσολάβηση (θετική συνήθως σημασία). πχ. Παρενέβη ο αρχηγός της ομάδας και όλοι ηρέμησαν.

Παράλυση: Διάλυση, αποδιοργάνωση. πχ. Ο καιρός προκάλεσε παράλυση του οδικού δικτύου.

Παραλυσία: Διαφθορά, κραιπάλη, έκλυτη ζωή. πχ. Η ηθική παραλυσία που χαρακτήριζε εκείνη τη χρονική περίοδο.

Πλειονότητα: Το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου. Η πλειονότητα των Ελλήνων αγαπά τη θάλασσα.

Πλειοψηφία: Το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου σε ψηφοφορία. πχ. Η πλειοψηφία των πολιτών ψήφισε κυβέρνηση.

Ατυχής: Λέγεται συνήθως για καταστάσεις και ενέργειες. πχ. Ατυχής σύμπτωση.

Άτυχος: Λέγεται συνήθως για έμψυχα. πχ. Άτυχος άνθρωπος.

Πολιτισμικός: Αυτός που έχει σχέση με την κουλτούρα και την πνευματική καλλιέργεια. πχ. Στοιχεία πολιτισμικής κληρονομιάς.

Πολιτιστικός: Αυτός που υπηρετεί και προωθεί την ανάπτυξη του Πολιτισμού, δηλαδή ό,τι εκπολιτίζει. πχ. Πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Αποφέρω: Φέρνω κέρδος. πχ. Η επένδυση απόφερε κέρδος.

Επιφέρω: Προκαλώ. Η απουσία του επέφερε διάλυση του προεδρείου.

Εγχειρίζω: (>εγχείριση) Παραδίδω στα χέρια. πχ. Του ενεχείρισα αυτό το βιβλίο.

Εγχειρώ: (>εγχείρηση). Χειρουργώ. πχ. Ο γιατρός θα τον εγχειρήσει.

Κινώ: 1. Θέτω κάτι σε κίνηση. 2. Μετακινώ. πχ. Το τηλεχειριστήριο κινεί το αυτοκίνητο στην οθόνη.

Κουνώ: Κινώ κάτι του οποίου το ένα άκρο είναι σταθερό. πχ. Κουνώ το δέντρο.

Παρακινώ: (θετική σημασία): Προτρέπω ενθαρρύνω. πχ. Τον προέτρεψε να μπει στο πανεπιστήμιο.

Υποκινώ: (αρνητική σημασία) Προκαλώ κρυφά μία ενέργεια, ξεσηκώνω. πχ. Υποκινούσε όλα τα προβλήματα και τις διενέξεις στη σχέση τους.

Από μέρους μου: Όσον αφορά εμένα, από την πλευρά μου. πχ. Από μέρους μου θα κάνω ό,τι μπορώ.

Εκ μέρους μου: Με εντολή μου, εξ ονόματός μου. πχ. Μίλησέ του εκ μέρους μου.

Απλά: Με απλό τρόπο. πχ. Μιλάει με απλά λόγια.

Απλώς: Μόνο. πχ. Είμαι απλώς κουρασμένη.

Έκτακτα: Θαυμάσια, πολύ ωραία. πχ. Το φαγητά ήταν έκτακτα.

Εκτάκτως: Ξαφνικά. πχ. Εκτάκτως πετάχτηκα στην Αθήνα.

Κάθειρξη: Ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία επιβάλλεται για κακούργημα. Διακρίνεται σε πρόσκαιρη και σε ισόβια (διάρκεια από 5 χρόνια και πάνω). πχ. Ισόβια κάθειρξη.

Φυλάκιση: Ποινή στερητική της ελευθερίας, επιβάλλεται για πλημμέλημα (διάρκεια από 10 μέρες έως 5 χρόνια). πχ. Φυλάκιση ενός μήνα.