Περιεχόμενα
- Φοβήθηκα μη και δεν το ήθελαν οι δικοί μου. Για να πω την αλήθεια, γκρίνιαξαν λίγο. Αλλά όταν είδαν ότι δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά μου, τον αποδέχτηκαν ως μέλος της οικογένειας. Μεγαλώσαμε μαζί με τον Φιντέλ. Και με τον ασπρόμαυρο γάτο μου, τον Τομ (καταλάβατε…Τομ και Τζέρι) ο οποίος είχε έρθει μόνος του και δεν ξεκολλούσε από το σπίτι.
- Πριν απ΄αυτούς ατύχησα με ένα καταπληκτικό λαμπραντόρ και μου δολοφόνησαν ένα κόκερ σπάνιελ. Γυρνούσα για μέρες τις νύχτες στη γειτονιά, μπας και πετύχω κάποιον που έριχνε φόλες με ποντικοφάρμακο. Δεν τον πέτυχα ποτέ. Είχα ορκιστεί ότι θα πονέσει περισσότερο απ΄ό,τι η Μπίμπο όταν πέθαινε.
- Ο Λουτσιάνο το “λαμόγιο” και ο γάτος που βλέπουμε μαζί ταινίες
- Καμιά φορά όμως δε διαλέγεις εσύ ένα ζώο. Είναι το ζώο που σε διαλέγει.
- Ο Κάρμα τα κατάφερε
- Το έμαθε στο τέλος. Έμαθε και να τρώει. Γιατί είχα βαρεθεί με τη σύριγγα-μπιμπερό. Μου έλειψε. Και αύριο, ήρθε η μέρα να πάω να τον πάρω υγιή, σχεδόν διπλάσιο, και χαρούμενο – φαντάζομαι – που γυρίζει στο σπίτι.
Δεν ήξερα ότι σήμερα είναι η Παγκόσμια Ημέρα των Ζώων. Τώρα το διάβασα. Βλέπω που έχουν γεμίσει τα social media με γατάκια, σκυλάκια, παπαγαλάκια, κανένα φιδάκι, αρνάκια, κατσικάκια κι ίσως καναρίνια, αν υπάρχουν ακόμα.
Εγώ δεν είμαι γενικά αυτού του σπορ. Δε νομίζω ότι οι ευαισθησίες ή οι μεγάλες στενοχώριες ή οι μεγάλες καταστροφές, είναι για να τις ποστάρεις κάθε μέρα στο Instagram. Ψιλοντρέπομαι, να σας είμαι ειλικρινής.
Η δική μου μέρα των ζώων ήρθε όταν ήμουν 8 χρονών και γυρνούσα ξυπόλητος καλοκαιριάτικα στη γειτονιά μου στον Βόλο. Εκεί ξαφνικά όταν κλώτσαγα μια μπάλα με έναν φίλο μου, είδα σε μια γωνία ένα μαύρο μπαλάκι, γούνινο να κινείται. Πήγα κοντά και αντίκρυσα τον πρώτο μου κεραυνοβόλο έρωτα. Ήταν νωρίς για κορίτσια. Αλλά ήταν ό,τι έπρεπε η ηλικία μου για ένα σκυλάκι.
Τότε οι οικογένειες στην επαρχία δεν είχαν ζώα. Απλά θυμάμαι τη μάνα μου να βγάζει πιάτα στην αυλή για να ταΐζει γάτες με τα περισσεύματα από το τραπέζι μας. Όλες οι γάτες στη γειτονιά ήταν στρουμπουλές. Και όλα τα σκυλιά έτρωγαν κάτι από τις ταβέρνες.
Φοβήθηκα μη και δεν το ήθελαν οι δικοί μου. Για να πω την αλήθεια, γκρίνιαξαν λίγο. Αλλά όταν είδαν ότι δεν ξεκολλούσε από την αγκαλιά μου, τον αποδέχτηκαν ως μέλος της οικογένειας. Μεγαλώσαμε μαζί με τον Φιντέλ. Και με τον ασπρόμαυρο γάτο μου, τον Τομ (καταλάβατε…Τομ και Τζέρι) ο οποίος είχε έρθει μόνος του και δεν ξεκολλούσε από το σπίτι.
Ειδικά ο πατέρας μου, τον ερωτεύτηκε όπως εγώ. Μετά από 8 χρόνια, που έφυγα για σπουδές στην Αθήνα, η μάνα μου μου έλεγε ότι ο πατέρας μου μιλούσε στον Φιντέλ σαν να ήμουν εγώ. Με είχε υποκαταστήσει.
Μετά, ως φοιτητής, μάζεψα κανά δυο γάτες, αλλά σύντομα έφυγα για τις σπουδές στο Παρίσι, όπου τα σπίτια που μέναμε, ήταν τόσο μικρά που δε μπορούσε να ζήσει ζώο. Μπορεί να μην είχα και λεφτά για γατοτροφές. Αν κάποιος γελάει γι΄αυτό, θέλω να πω ότι ακόμα και το κρέας και τα τυριά για να φάμε εμείς, μαζί με άλλον έναν, το κλέβαμε από το σούπερ μάρκετ. Τις σαλάτες τις αγοράζαμε.
Ήρθε όμως κάποια στιγμή ο καιρός, μετά από αρκετά χρόνια, να κάνω έναν μικρό ζωολογικό κήπο. Το χόμπι ήταν να μαζεύω όποιο μικρό γατί έβλεπα μόνο του στη Μύκονο. Είχε γεμίσει το σπίτι γάτες. Και μετά, ήρθαν τρία σκυλιά μαζεμένα. Δύο σιχ τσού κι ένα lhasa apso. Ο Δαλάι, ο Λάμα και ο Μάο. Ένα για κάθε παιδί. Όταν σκοτώθηκε, από λάθος, ένα από τα σιχ τζου, τον θάψαμε με τελετή στον κήπο μας, κλαίγοντας ολόκληρη οικογένεια.
Πριν απ΄αυτούς ατύχησα με ένα καταπληκτικό λαμπραντόρ και μου δολοφόνησαν ένα κόκερ σπάνιελ. Γυρνούσα για μέρες τις νύχτες στη γειτονιά, μπας και πετύχω κάποιον που έριχνε φόλες με ποντικοφάρμακο. Δεν τον πέτυχα ποτέ. Είχα ορκιστεί ότι θα πονέσει περισσότερο απ΄ό,τι η Μπίμπο όταν πέθαινε.
Με το λαμπραντόρ ατύχησα γιατί ήταν το μόνο λαμπραντόρ που έχω γνωρίσει, που είχε συμπεριφορά ντόπερμαν, σχεδόν. Τα έκανα όλα, όλες τις εκπαιδεύσεις. Κανονική εκπαίδευση. Εκπαίδευση με επιβράβευση συκωτάκι βράστο. Μέχρι που πήρα και κάποιον με καλιφορνέζικη εκπαίδευση που του έδινε, πέρα από τα άλλα, μια μαριχουάνα για σκύλους για να καλμάρει. Τίποτα ο κεφάλας. ‘Οπου βλέπαμε σκυλί στον δρόμο, με έκανε ρεζίλι, μιας και ορμούσε στα ξένα σκυλιά.
Προφανώς, έλεγαν ότι ο επώνυμος μαλάκας, εγώ δηλαδή, έχει πάρει άγριο σκυλί. Τον αγαπούσα πολύ όμως και πιστεύω ότι του έκανα ένα μεγάλο δώρο, στέλνοντας τον σε ένα μεγάλο κτήμα στην Αίγινα, όπου μπορούσε και να το οργώνει. Τον ακάθιστο είχε. Λες στη γέννα να του είχαν δώσει ναρκωτικά..;
Πέρασαν κι άλλα σκυλιά και γατιά, αλλά ο τελευταίος μου έρωτας ήταν ο Λόλο, ένας τεράστιος, άσπρος γάτος, με μια μαύρη βούλα στο μέτωπο, που έζησε 15-16 χρόνια (μπορεί και παραπάνω), ο οποίος συμπεριφερόταν σαν σκύλος. Μου έδινε και εντολές. Ήξερα με ποιο μιάου πρέπει να ανοίξω την πόρτα, με ποιο να φέρω νερό και με ποιο να του δώσω όχι φαγητό από κονσέρβα, αλλά από το πιάτο μου κι ότι ήρθε ώρα για ταινία. Έρωτας ο Λόλο, αλλά τσαμπουκάς.
Ο γιος μου ακόμα τον θυμάται να γυρίζει ματωμένος από ομηρικές μάχες. Και δεν ξεχνάει ότι ο Λόλο, όταν είχε πια γεράσει, μια μέρα έφυγε περήφανος και δεν ξαναγύρισε για να μην τον δούμε να πεθαίνει.
Ο Λουτσιάνο το “λαμόγιο” και ο γάτος που βλέπουμε μαζί ταινίες
Α, ξέχασα και τον άλλον έρωτα μου, ένα άλλο μπασταρδάκι που μου είχε κάνει δώρο, θυμάμαι, η Αφροδίτη Σημίτη, κάτι ανάμεσα σε χάσκι και κάτι άλλο, ένας θεός ξέρει τι. Με αυτόν είχα τεράστιο κόλλημα. Και κάναμε μαζί τις καλύτερες διακοπές. Λουτσιάνο, έτσι τον έλεγα. Από τον Λάκι Λουτσιάνο, τον mobster. Μεγάλο λαμόγιο ο Λουτσιάνο. Τον χτύπησε αυτοκίνητο.
Και του επιφυλάξαμε με τους φίλους μου, με άλλους δύο άντρες, μια όμορφη κηδεία, με κανονικό φέρετρο, εκεί που μετά χτίστηκαν τα πρώτα Village, δίπλα στα γραφεία του Κλικ. Θυμάμαι ότι έκλαιγα, όπως όλοι έκλαιγαν, όταν ένα απ΄αυτά τα ζώα χανόταν.
Τα τελευταία χρόνια δεν είχα σκύλο. Ούτε γάτα. Σε ένα διαμέρισμα και με συχνά ταξίδια, δύσκολα μπορείς να έχεις ένα ζώο. Μου έφερνε ο γιος μου τον έρωτα του, ένα γλυκύτατο τζακ ράσελ, που μπορεί να κάθεται να το χαΐδευεις κανά 6ωρο και τη γάτα του. Κι αυτή προερχόταν από τα χωράφια της Μυκόνου.
Τώρα για να πω την αλήθεια, για το τζακ ράσελ, κάθε φορά που έφευγε, έπρεπε να καθαρίζω το σπίτι επί δύο ώρες για τις τρίχες. Πώς και δε μένουν ποτέ φαλακρά με τόση τρίχα που βγάζουν; Γιατί οι δικές μου τρίχες δεν ξαναβγαίνουν;
Καμιά φορά όμως δε διαλέγεις εσύ ένα ζώο. Είναι το ζώο που σε διαλέγει.
Φέτος τον Αύγουστο, πάλι στη Μύκονο, (τελικά μου φαίνεται, όταν έγραφα για τη Μύκονο, θα έπρεπε να γράφω για σκυλιά και γάτες κι όχι για lifestyle) εκεί που πηγαίναμε με τον γιο μου στο αυτοκίνητο, νύχτα, πάνω σε μια στροφή, είδα πάλι ένα μπαλάκι να ψιλοκουνιέται στη μέση του δρόμου. Στο τσακ δεν το πάτησα.
Κατέβηκε ο μικρός και γύρισε πίσω κρατώντας στη χούφτα του έναν γατούλη. Με κλεισμένη τη μύτη, με τσίμπλες στα μάτια, σκελετωμένο, να φταρνίζεται, 2-3 εβδομάδων το πολύ. Είδαμε ένα σπίτι με φώτα και πιστέψαμε ότι ήρθε από κει. Πήγε ο μικρός, το άφησε κι αυτό αντί να κάτσει, άρχισε να τον ακολουθεί. Το ξαναπήγαμε και το αφήσαμε στο μπαλκόνι. Αυτός ξανά πίσω από μας να τρέχει και να βγαίνει στη μέση του δρόμου.
Πού να τ΄αφήσεις μέσα στη μαύρη μαυρίλα της νύχτας; Κοιταχτήκαμε και καταλάβαμε ότι θα έρθει μαζί μας μέχρι ένα σημείο. Στη Μύκονο μένουν όλα ανοιχτά μέχρι αργά. Φτάσαμε σε ένα pet shop κατά τις 21:30 και ενώ με περίμεναν σε ένα σπίτι φίλοι για να πάω να κάνω τον ψήστη.
Παρακαλέσαμε τον ιδιοκτήτη να το κρατήσει και να το δώσει σε κάποιον, αλλά δεν ψήθηκε. Ο γιος μου με κοίταζε συνέχεια με ένα ύφος, σαν κουτάβι κι αυτός, με αυτό το ύφος που όλοι όσοι είσαστε γονείς, το ξέρετε πολύ καλά. Αλλά κι εγώ έτσι θα αισθανόμουν. Δε μπορούσα να τον αφήσω. Ήξερα ότι δεν θα έχει αύριο. Ήταν καρμικό αυτός ο γάτος να μείνει μαζί μας. Γι΄αυτό και αυτόματα, πήραμε ένα πλαστικό κλουβί, τον βάλαμε μέσα και τον πήραμε μαζί μας. Και βέβαια, το όνομα αυτού είναι Κάρμα.
Ο Κάρμα τα κατάφερε
Περάσαμε δύσκολα. Γιατί ο Κάρμα δεν ήξερε να τρώει και, ακόμα χειρότερα, ήταν άρρωστος με πνευμονίτιδα. Τον πήγαμε την άλλη μέρα στην Τήνο, όχι στην Παναγιά, αλλά σε μια κλινική ζώων και τον αφήσαμε δυόμιση μέρες για να τον φέρουν στα ίσια του. Μετά, γυρίσαμε χαρούμενοι όλοι μαζί.
Αυτός δεν είναι γάτος. Ή παπαγάλος είναι ή μαΐμου. Πάει και κάθεται στον ώμο τον δικό μου ή στον ώμο του Μαξ. Είναι για να παίξει στους Πειρατές της Καραϊβικής. Αγαπηθήκαμε. Κι είδαμε πολλές ταινίες και σειρές μαζί. Έχει μάλλον τα ίδια γούστα με μένα και τον γιο μου.
Τηλεόραση κοίταζε στα κλωτσομπούνια, πριν τον πάρει ο ύπνος στα πόδια μου. Αλλά η πνευμονίτιδα δεν είχε περάσει. Άρχισε να βήχει όλο και περισσότερο, να φταρνίζεται και κάθε φορά που έβηχε, νόμιζα ότι πονούσε το παιδί μου. Τον έβαλα ξανά στο κλουβί πριν 8 μέρες και τον πήγα στην κλινική μικρών ζώων.
Ο κτηνίατρος, ο φίλος μου ο Γιάννης, που έχει δει δεκάδες ζώα μου, αφού μας είπε ότι δεν είναι σκέτος γάτος, αλλά ένας κούκλος γάτος, τον ανέλαβε. Παρότι δεν είχε μείνει μαζί μου πολλές μέρες, μου έλειπε, κι ας ήθελα να τον πνίξω όταν έβρισκα σκατουλάκια κάτω από το ψυγείο, αντί να πάει στην άμμο του.
Το έμαθε στο τέλος. Έμαθε και να τρώει. Γιατί είχα βαρεθεί με τη σύριγγα-μπιμπερό. Μου έλειψε. Και αύριο, ήρθε η μέρα να πάω να τον πάρω υγιή, σχεδόν διπλάσιο, και χαρούμενο – φαντάζομαι – που γυρίζει στο σπίτι.
Ήθελα κι έναν σκύλο εκεί στην Τήνο, που πήγα στην κλινική. Ήταν ένα κάτασπρο σκυλί, κάποιο μιξάρισμα από πίτμπουλ και λαμπραντόρ. Κούκλος και κουλαριστός. Ρώτησα τον γιατρό, ο οποίος του έψαχνε σπίτι και μου είπε ότι ήταν αλητήριος και γυρνούσε ένα χρόνο μόνος του σε όλη την Τήνο. Του λέω “τον θέλω κι αυτόν” και μου απαντάει “άστον τώρα που έχεις το γατί, θα το κάνει μια χαψιά”. Μια ζωή μέσα στους δρόμους και τις νύχτες, μια ζωή με παρανόμους και αλήτες, είχε κακές συνήθειες και κακή εμπειρία με γάτες.
Αυτά, με μένα και τα ζώα. Ξέχασα πολλά, αλλά φαντάζομαι ότι θα με συγχωρέσουν.
Ηθικό συμπέρασμα; Κανένα παιδί δεν πρέπει να μεγαλώνει (κατά την ταπεινή μου γνώμη) χωρίς ένα, δύο ή δέκα ζωάκια γύρω του.