Με όλα όσα έχουν συμβεί το 2021 και με τις 15 γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους άντρες τους, πολλοί έχουν μπει σε μια διαδικασία να σκεφτούν πώς θα αντιδρούσαν αν ήταν παρόντες σε ένα περιστατικό έντονης βίας. Θα παρενέβαιναν; Θα κοίταζαν και θα βιντεοσκοπούσαν ως αντάξια μέλη της κοινωνίας του θεάματος; Θα έκαναν πώς δεν είδαν; Ο Γιάννης Βασιλείου δε χρειάζεται να το φανταστεί, γιατί ήταν αυτόπτης μάρτυρας και έδρασε διά της αδράνειας κι απάθειας του.

Όπως αποκάλυψε ο Γιάννης Βασιλείου στο Πρωινό, πριν από αρκετά χρόνια είχε ακούσει φωνές στα καμαρίνια και όταν μπήκε μέσα, είδε τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, που τώρα είναι νεκρός, να βιάζει μία κοπέλα. Παρότι, όπως εξηγεί, τα έχασε, δεν του πέρασε από το μυαλό να διακόψει, έστω και υποτυπωδώς. Πήρε ό,τι ήθελε από το καμαρίνι, γύρισε πλάτη και άφησε τον βιασμό να συνεχιστεί.

«Εγώ πήγαινα να πάρω τα ρούχα μου και μέσα στα καμαρίνια ήταν μια κοπέλα και το αφεντικό τη βίαζε. Άκουγα φωνές. Δεν μπορώ να πω το όνομα του μαγαζιού γιατί θα καταλάβετε, σε ένα μαγαζί στην παραλία. Το αφεντικό αυτό τώρα είναι συγχωρεμένος. Τελείωνε η σεζόν, εγώ πήγαινα να πάρω τα ρούχα μου και μέσα στα καμαρίνια ήταν μια κοπέλα και το αφεντικό τη βίαζε. Άκουγα φωνές.

Ανοίγω την πόρτα και μου λέει: ”Τι κάνεις εδώ πέρα; Φύγε κι άφησέ μας”. Έφυγα, έπαθα πλάκα, τρελάθηκα. Τι να κάνω; θα μπορούσα να αντιδράσω, αλλά δεν ήθελα να μπω στη μέση, δεν γινόταν. Δεν έχω μετανιώσει, ειλικρινά όχι, γιατί δεν ήταν δικό μου θέμα. Θα μπορούσα αλλά έμπαινα σε ξένο γήπεδο και θα γινόταν χαμός».

Ο Γιάννης Βασιλείου δεν μεγάλωσε και ανετράφη στην εποχή που ακόμα και η παρενόχληση θεωρείτο κάτι το νορμάλ και κάθε γυναίκα θα έπρεπε να το δεχτεί. Έζησε και στην εποχή των αμέτοχων, ιδίως στον κόσμο της νύχτας όπου, αδικαιολογήτως, ισχύουν άλλοι νόμοι. Μόνο που η εποχή των αμέτοχων, είναι και η εποχή των συνένοχων.

Ο Γιάννης Βασιλείου και το «ξένο γήπεδο»

Προφανώς, δεν είναι απόλυτο το να τον ψέξει κανείς για την τότε αντίδρασή του. Ο καθένας θα μπορούσε να τα ‘χασει σε τέτοιο βαθμό που να βγει από το καμαρίνι και να μην δράσει εκείνη τη στιγμή. Ο καθένας θα μπορούσε να σταθμίσει εκείνη τη στιγμή την δουλειά του ως ανώτερη από τον βιασμό ενός ανθρώπου. Δεν το επικροτούμε. Απλώς λέμε ότι δεν είμαστε αυτοί που θα το παίξουμε ηθικά ανώτεροι. Ναι, προφανέστατα η θεωρία μας λέει ότι θα τον διακόπταμε και θα τον καταγγείλαμε. Η θεωρία όμως από την πράξη απέχει και οι άνθρωποι είμαστε φουλ ελαττωματικά όντα.

Όμως, ακόμα κι αν δε διακόπταμε τον βιασμό εκείνη τη στιγμή, μετά από ώρες, μετά από μέρες, μετά από βδομάδες, μήνες, έστω χρόνια, θα επιχειρούσαμε να ζητήσουμε μια συγγνώμη από την κοπέλα. Θα ψάχναμε μια ευκαιρία για συγχώρεση, θα δείχναμε μετάνοια, θα μας είχαν φάει οι τύψεις. Ο Γιάννης Βασιλείου δεν πέρασε καν ξώφαλτσα απ΄αυτό, όπως λέει. Τουλάχιστον ήταν ειλικρινής. Όσο κι αν το προσπαθούμε όμως να του δώσουμε ένα ελαφρυντικό ότι κάπως σάστισε όσο μιλούσε και δεν εκφράστηκε όπως θα ήθελε, δε μας βγαίνει.

Με τίποτα, θέλουμε να πιστεύουμε, δε θα βγαίναμε στην τηλεόραση να πούμε «ξέρετε, ναι είδα που τη βίαζε, αλλά δεν είναι δικό μου θέμα, δεν ήθελα να μπω σε ξένο γήπεδο».

Σε ξένο γήπεδο λέμε ότι μπαίνουμε όταν βλέπουμε έναν γονιό να διαπαιδαγωγεί το παιδί του με τρόπο που δε μας βρίσκει σύμφωνους. Σε ξένο γήπεδο μπαίνουμε ότι κάνουμε υπόδειξη στον Μάρτινς για το πώς να κατεβάσει τον Ολυμπιακό στο ντέρμπι. Σε ξένο γήπεδο μπαίνουμε όταν λέμε στον Άκη Πετρετζίκη πως να φτιάχνει φασολάκια γιαχνί.

«Μη χαλάσουμε τις σχέσεις μας με τους γείτονες»

Όταν μια κοπέλα βιάζεται και δη στα καμαρίνια, δηλαδή στο γήπεδο μας, τότε δε λέγεται «μπαίνω σε ξένο γήπεδο», αλλά «προσφέρω την ανθρώπινη βοήθεια σε έναν συνάνθρωπο που εκείνη τη στιγμή είναι εγκλωβισμένος σε μια κακοποιητική συνθήκη από την οποία προσπαθεί να ξεφύγει και δε μπορεί».

Κι ακόμα κι αν δε νιώθουμε μετάνοια, έχουμε έστω τη στοιχειώδη αντίληψη να διαβάσουμε την κοινωνία και δεν το λέμε δημόσια, παρά μόνο αν έχουμε την ανάγκη να ζητήσουμε δημόσια συγγνώμη. Αντιθέτως, εδώ ακούσαμε ότι δεν το μετανιώνει. Θα έλεγε άραγε το ίδιο ο Γιάννης Βασιλείου αν δεν ήταν μάρτυρας βιασμού, αλλά ξυλοδαρμού ενός παιδιού από ενήλικο;

Εκείνο που αφήσαμε για το τέλος, είναι η ατάκα «θα γινόταν χαμός». Αυτή η μικροαστική αντίληψη του μέσου Έλληνα να μην επέμβει, να μη διεκδικήσει το ηθικά σωστό, το κοινωνικά δίκαιο για να μη διαταράξει σχέσεις και να μην προκαλέσει σύγκρουση, είναι μια Έχιδνα, η μάνα όλων των τεράτων της κοινωνίας. «Μη χαλάσουμε τη σχέση μας με τους γείτονες», «Μην τσακωθούμε στο οικογενειακό τραπέζι, ας λέει ρατσιστικές φράσεις ο θείος σου» κτλ κτλ.

Ο στίχος του Αγγελάκα δίνει όλες τις απαντήσεις σε αυτή την απάθεια-συνενοχή που έχουμε επιδείξει όλοι λίγο ως πολύ σε αντίστοιχες ή ήσσονος σημασίας περιπτώσεις. «Βάλε φωτιά, σ΄ό,τι σε καίει, σ΄ό,τι σου τρώει την ψυχή»…