Διαβάζω και βλέπω και ακούω όλη την οργή, την αγανάκτηση, τη στενοχώρια και το θυμό για τη δολοφονία του Αντώνη κατά την επιβίβασή του στο Blue Horizon, στο λιμάνι του Πειραιά. Είμαι κι εγώ στενοχωρημένος, θυμωμένος, απογοητευμένος, απορημένος… Ο Αντώνης θα μπορούσε να είναι φίλος μου, γείτονάς μου, συγγενής μου, γνωστός μου. Θα μπορούσε να είναι φίλος ή συγγενής οποιουδήποτε από εμάς. Θα μπορούσε να είναι ο καθένας από εμάς, θύμα ενός ανάλγητου τραμπούκου, που (νομίζει ότι) έχει την απόλυτη εξουσία στην επιβίβαση, το ταξίδι, εντέλει τη ζωή ενός ανθρώπου.

Μια ανθρώπινη ζωή χάθηκε και αυτό είναι πραγματικά λυπηρό. Από τα χέρια ενός ανθρώπου που τον έσπρωξε στη θάλασσα και μερικών ακόμα συναδέλφων του στο Blue Horizon, που κοίταξαν από την άλλη. Δολοφονήθηκε ο Αντώνης κι αν δεν υπήρχαν κάμερες και κινητά να καταγράψουν τη στιγμή, θα λέγαμε (εύλογα) ότι γλίστρησε, ότι πήγε να πηδήξει στον καταπέλτη και δεν τα κατάφερε, ακόμα κι ότι έβαλε τέλος στη ζωή του. Θα βγάζαμε «λογικά» ή βιαστικά συμπεράσματα, θα εκφράζαμε τη λύπη μας και θα συνεχίζαμε τη ζωή μας. Η δύναμη της εικόνας όμως, η δολοφονία on camera, είναι μια συγκλονιστική μαρτυρία. Που δεν μας αφήνει να ηρεμήσουμε, να κοιμηθούμε ή να προσπεράσουμε. Που δεν μας επιτρέπει να «συνεχίζουμε τις ζωές μας».

Δεν είμαστε όλοι ίδιοι

«Πώς καταντήσαμε έτσι;». «Πιάσαμε πάτο». «Πιο κάτω δεν έχει». «Είναι ντροπή για τα ζώα να λέμε ότι γίναμε ζώα». Τέτοια πράγματα ακούς και διαβάζεις. Συγνώμη, αλλά θα διαφωνήσω. Να φορτωθώ εγώ την πράξη του συγκεκριμένου υπαλλήλου του Blue Horizon; Εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές; Οι συγγενείς και οι φίλοι μας; Οι άνθρωποι που ξέρουμε; Να μπούμε όλοι στο ίδιο τσουκάλι και να βράσουμε σε μια «τοξική σούπα», επειδή ο συγκεκριμένος άνθρωπος και οι συνάδελφοί του στο Blue Horizon, επέλεξαν το δρόμο που επέλεξαν;

Όχι! Δεν είμαστε όλοι ίδιοι! Δεν είμαστε δολοφόνοι ή εν δυνάμει δολοφόνοι! Δεν θα σπρώχναμε έναν άνθρωπο στο θάνατο «επειδή μπορούμε», ούτε θα κοιτάζαμε από την άλλη αποσιωπώντας μια δολοφονία «για να μην μπλέξουμε» ή για να καλύψουμε έναν συνάδελφό μας.

Κατανοώ ότι τα πράγματα έχουν αγριέψει πολύ τα τελευταία 10-12 χρόνια. Ότι τα μνημόνια, η οικονομική εξαθλίωση πολλών συνανθρώπων μας, ο κορωνοϊός, ο εγκλεισμός, η απώλεια εργασιών, ο κοινωνικός αναβρασμός και όλα αυτά που έφεραν μαζί τους (αύξηση ενδο-οικογενειακής βίας, γυναικοκτονίες, αύξηση εγκληματικότητας, κατάθλιψη, ψυχικές διαταραχές), είναι πράγματα που έχουν σημαδέψει την κοινωνία μας ανεξίτηλα. Που μας έχουν «αγριέψει» και μας κάνουν να παίζουμε μπουνιές για μια θέση πάρκινγκ, που διαλύουν φιλίες ετών ή ακόμα και συγγενικές σχέσεις επειδή κάποιος εμβολιάστηκε και κάποιος είναι αντίθετος, που μας κάνει να τσακωνόμαστε για τα πολιτικά, για τις ομάδες, για τα λεφτά.

Δυστυχώς όλα αυτά ισχύουν: η φτώχεια φέρνει γκρίνια, η γκρίνια φέρνει εντάσεις, οι εντάσεις εύκολα μετατρέπονται σε καυγάδες, ακόμα και χειροδικία. Και δεν είναι μόνο η «φτώχεια», όπως ήταν 10-12 χρόνια πριν, όταν ξεκινήσαμε εκείνο το σκοτεινό ταξίδι στις θάλασσες του ΔΝΤ και της ΕΚΤ – προστέθηκαν ένα σωρό άσχημα πράγματα στις ζωές μας τα τελευταία χρόνια. Τσιτώσαμε, αγριέψαμε, γίναμε πιο σκληροί και λιγότερο υπομονετικοί, γίναμε απόλυτοι στις απόψεις μας και ισχυρογνώμονες όσο ποτέ. Αλλά δολοφόνοι δεν γίναμε! Προς Θεού!

Μια επιλογή εγκληματική και μεμονωμένη!

Δεν ξέρω γιατί έκανε ό,τι έκανε ο συγκεκριμένος υπάλληλος του «Blue Horizon», οι συνάδελφοί του, ο καπετάνιος του πλοίου. Ξέρω όμως, ότι εγώ δεν θα το έκανα. Ούτε οι «δικοί μου άνθρωποι», αυτοί τους οποίους γνωρίζω, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα και αγαπάω. Ξέρω ότι δεν γίναμε όλοι «ζώα», ότι δεν έχουμε πιάσει τόσο πολύ πάτο ως κοινωνία, που να δολοφονούμε τον διπλανό μας χωρίς κανέναν απολύτως λόγο ή να κάνουμε τα στραβά μάτια όταν βλέπουμε δίπλα μας να συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Το ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος επέλεξε να δολοφονήσει έναν άλλον άνθρωπο (διότι το επέλεξε, δεν έτυχε, δεν ήταν «ατύχημα» ή η κακιά στιγμή), δεν μπορεί να χαρακτηρίζει ή να στιγματίζει μια ολόκληρη κοινωνία ή έναν ολόκληρο λαό. Ό,τι θέματα κι αν είχε στο κεφάλι του, ό,τι προβλήματα κι αν αντιμετωπίζει, ό,τι και να τον βαραίνει στη ζωή του, η απόφασή του ήταν να σπρώξει έναν άνθρωπο στη θάλασσα, δίπλα στις προπέλες του πλοίου, να κοιτάξει για δυο δευτερόλεπτα το σώμα στη θάλασσα και να συνεχίσει τη δουλειά του σαν να μην τρέχει τίποτα.

Αυτή ήταν η επιλογή του δολοφόνου, όχι «τα χαρακτηριστικά της ράτσας μας» ή «της φυλής μας» ή «αυτό που έχουμε καταντήσει ως Έλληνες». Είναι αυτό που κατάντησε ο ίδιος, που δεν εκφράζει και δεν χαρακτηρίζει κανέναν άλλον, πέρα από τον εαυτό του.

Η καταγραφή του συμβάντος από κάμερες και κινητά, θα στείλει στη Δικαιοσύνη τους δράστες – αυτό δεν θα φέρει δυστυχώς τον Αντώνη πίσω, αλλά τουλάχιστον δεν θα επιτρέψει σε αυτούς που φταίνε να τη «βγάλουν καθαρή». Είναι ένα από τα πράγματα που πρέπει να απαιτούμε να συμβαίνουν στην ευνομούμενη κοινωνία όπου ζούμε: να εφαρμόζονται οι Νόμοι και να λογοδοτούν οι ένοχοι στη Δικαιοσύνη.

Ασφαλώς και πρέπει και μπορούμε και απαιτούμε να γίνουν πολλά ακόμα πράγματα – ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον απ’ αυτά που μπορούμε να κάνουμε μέσα στην οικογένειά μας, «εκπαιδεύοντας» και προετοιμάζοντας τα παιδιά μας, πριν βγουν στον στίβο της ζωής. Και μετά, φυσικά έχουμε κάθε δικαίωμα να «απαιτούμε» πράγματα από το σχολείο, το Πανεπιστήμιο, το Κράτος, τις Υπηρεσίες, την Αστυνομία, από κάθε αρμόδιο φορέα που έχει υποχρέωση να φροντίζει να κάνει τη ζωή μας όσο γίνεται καλύτερη.