Debate ίσον, για τους πολιτικούς, μια καλή ευκαιρία να αναδειχθούν επικοινωνιακά αλλά και να κερδίσουν ψήφους λίγο πριν από τις κάλπες.
Debate ίσον, για τους ψηφοφόρους, η δυνατότητα να δουν τους υποψηφίους μαζί, σε ένα στούντιο, και να τους κρίνουν εκ νέου. Και αυστηρά.
Debate ίσον… παγίδα. Μπορεί να σε καταρρακώσει, να σε γκρεμίσει σε ψήφους. Εξ ου και το ελληνικό debate, με τους όρους που διαμορφώνεται, είναι πιο στημένο κι από τη στάση του Εύζωνα έξω από τη Βουλή.
Η αποτυχία του Δουκάκη
Η ιστορία έγραψε, και δη τρεις φορές, πως μια τηλεμαχία διαμόρφωσε το εκλογικό αποτέλεσμα. Και στα καθ’ ημάς οι παλιοί έχουν να θυμούνται την εποχή της Doukakismania. Το όνειρο κάθε συντοπίτη: ένας Έλληνας στην καρέκλα του πλανητάρχη. Παραλίγο λοιπόν να γίνει αλλά ο Μάικλ Δουκάκης, ο ομογενής που διεκδικούσε την προεδρία των ΗΠΑ, τα έκανε… μούσκεμα – μην πω κάτι χειρότερο. Το 1988 πήρε το χρίσμα των Δημοκρατικών και τέθηκε απέναντι στον Τζορτζ Μπους, ο οποίος ως αντιπρόεδρος του Ρόναλντ Ρίγκαν κατοικούσε ήδη επί μια 8ετία στον Λευκό Οίκο. Ο Δουκάκης την πάτησε στο debate αναφορικά με τη θανατική ποινή.
Στο debate, ερωτήθηκε για το αν η σύζυγός του, Κίτι Δουκάκη, έπεφτε θύμα βιασμού και δολοφονίας, θα προτιμούσε την αμετάκλητη ποινή του θανάτου για το δράστη ή όχι; Ο Δουκάκης έμεινε ανέκφραστος και απάντησε ήρεμα ότι εναντιώνεται στη θανατική ποινή σε όλη του την πολιτική καριέρα. Η αδυναμία του να δείξει «ανθρώπινος» κατά πολλούς του κόστισε και την προεδρία.
Η εγκράτεια και η έλλειψη αυθορμητισμού του δημοκρατικού υποψηφίου άλλαξε άρδην το ρεύμα των δημοσκοπήσεων μετά το debate και του στοίχισε τη μάχη με τον Μπους. Δεν μπορείς να απαντάς σε ερώτηση για βιασμό και θάνατο ενός αγαπημένου σου προσώπου με αναφορά σε αφηρημένες φιλελεύθερες αρχές που προστατεύουν εγκληματίες, σχολίασαν τότε οι πολιτικοί αναλυτές. Μέσα σε ένα βράδυ το ποσοστό των ψηφοφόρων που τον υποστήριζε έπεσε από το 49% στο 42%. Η ήττα ήταν πια αναπόφευκτη.
Ο κάθιδρος Νίξον
Να το πάμε και πιο πίσω; 26 Σεπτεμβρίου 1960, το πρώτο debate που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε παναμερικανικό επίπεδο. Αντίπαλοι ο τότε άσημος γερουσιαστής από τη Μασαχουσέτη, Τζον Κένεντι, και ο πλειστάκις αδίστακτος αντιπρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον. Η διαφορά τους ήταν τεράστια και όσοι άκουσαν από το ραδιόφωνο τη συζήτηση είχαν σχηματίσει τη γνώμη ότι νικητής ήταν ο Νίξον. Έλα μου όμως που εκατομμύρια στήθηκαν μπροστά στους (μαυρόασπρους, ακόμη) τηλεοπτικούς δέκτες και είδαν τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων να ιδρώνει, με κακό μακιγιάζ, και χλωμό από γρίπη, ντυμένο στα γκρι, να αναζητά πολλές φορές αποκούμπι στο βήμα που βρισκόταν μπροστά του λόγω ενός τραυματισμού στο γόνατό του, κατάλαβαν πως ο Κένεντι τον… είχε για τα καλά. And the rest is history.
Ήταν τέτοιο το σοκ από την καταστροφική εμφάνιση Νίξον, που χρειάστηκε να περάσουν 16 χρόνια για να συμφωνήσουν οι Ρεπουμπλικάνοι σε νέο debate. Η μάχη ανάμεσα στον Τζίμι Κάρτερ και τον Τζέραλντ Φορντ το 1976 ανέδειξε νικητή τον πρώτο χάρη σε γκάφα του Φορντ για την εξωτερική πολιτική. Και αυτό έμεινε στην ιστορία για την ατυχέστατη δήλωση του Φορντ ότι «δεν υπάρχει σοβιετική κυριαρχία στην ανατολική Ευρώπη» – τέτοια γκάφα, ούτε πολιτικάντης του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έλεγε.
L’ homme du passif
Η Γαλλία έχει επίσης γράψει τη δική της ιστορία. Όταν ο Ζισκάρ ντ’ Εστέν αποκάλεσε τον Φρανσουά Μιτεράν «l’ homme du passé» (σ.σ. άνθρωπο του παρελθόντος), εκείνος, επιδεικνύοντας εξαιρετικά αντανακλαστικά, χαμογελώντας τον χαρακτήρισε «l’ homme du passif» (σ.σ. άνθρωπο με χρέη). Ο Νικολά Σαρκοζί έγινε γνωστός ως ο υποψήφιος που χάνει εύκολα την ψυχραιμία του. Η δε Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν εκείνη που δεν έχανε τα λόγια της, αλλά ξέχναγε, παρά τις πρόβες, να χαμογελάει, ώστε να φανεί λιγάκι πιο προσιτή στους Βρετανούς.
Ακόμα και οι αδιάφοροι για το είδος, πάντως, οφείλουν να παραδεχτούν ότι ένα καλό πολιτικό debate μπορεί να προσφέρει όχι μόνο πολιτική ενημέρωση, αλλά και ψυχαγωγία που δεν βρίσκεται πουθενά. Αρκεί να έχει παλμό και ζωντάνια, έξυπνες ατάκες, αλλά και γκάφες…
Δεν προσφέρει το παραμικρό
Το ελληνικό debate, ωστόσο, έχει προκαθορισμένους όρους και είναι παντελώς ανούσιο – μόνο ο Νίκος Χατζηνικολάου (που έχει λάβει μέρος σε παλιότερα) βγήκε δημόσια να το παραδεχθεί. Πως δεν προσφέρει το παραμικρό έτσι όπως διαμορφώνεται. Προς επίρρωση τούτου και η ατάκα της Σίας Κοσιώνη, ότι η μορφή που θα έχει το debate (και φέτος) είναι αποφασισμένη – και όχι από τους δημοσιογράφους.
Με δεδομένο ότι θα υπάρξουν έξι ενότητες την προσεχή Τετάρτη, οι δημοσιογράφοι ζήτησαν να έχουν μια ελεύθερη ερώτηση στο τέλος – τα κόμματα δεν έχουν απαντήσει ακόμη. Κοντολογίς, η ελληνική τηλεμαχία είναι ένα ομαδικό διάγγελμα των πολιτικών αρχηγών – αυτοί των μικρών κομμάτων δε απαντούν σε τελείως άκυρες ερωτήσεις. Ποιος ξεχνά άλλωστε, πριν από χρόνια, ότι είχαν ρωτήσει την Αλέκα Παπαρήγα τι θα έκανε στο τάδε θέμα το ΚΚΕ αν… κυβερνούσε;