Ήμασταν εδώ που γράφαμε πριν από έναν χρόνο για το μεγάλο κόλπο του Κυριάκου Μητσοτάκη να κερδίσει τους νέους μέσα από το TikTok και την διαφορετική διαχείριση της εικόνας του στα social media. Και το κρίναμε ως κάτι θετικό για την εξέλιξη της πολιτικής επικοινωνίας, μα και ουσίας. Για τις Ευρωεκλογές, μάλλον αυτό το θετικό έχει μετατραπεί σε κάτι πολύ αρνητικό, αν κρίνουμε από την διάθεση πολιτικών ηγετών και υποψηφίων να εμφανιστούν ακόμα και στο πιο «άκυρο» account στα social media ή κανάλι στο Youtube για να πλασάρουν μια εικόνα ανθρώπου με φρέσκες ιδέες που επικοινωνεί με τη νεολαία.
Αφορμή για αυτό το κείμενο στάθηκε η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο κανάλι του ηθοποιού Γιάννη Σαρακατσάνη στο Youtube, αλλά και ότι έδωσε συνέντευξη στο Madame Figaro.
Ο Γιάννης Σαρακατσάνης έχει ένα κανάλι πολύ θεωρητικό, όπου μιλάει για βιβλία, για κοινωνικά φαινόμενα που τα αναλύει με την επιστράτευση της αυθεντίας, με μπόλικη δόση φιλοσοφίας. Είναι πραγματικά το τελευταίο Youtube κανάλι όπου θα περιμέναμε να δούμε τον Πρωθυπουργό να εμφανίζεται για τις Ευρωεκλογές. Κι όμως. Και σε αυτό μίλησε πολύ θεωρητικά για το πολιτικό γίγνεσθαι, για το τι είναι οι Ευρωεκλογές, αλλά ελάχιστα με πολιτική ουσία, περισσότερο με περιτύλιγμα.
Το Madame Figaro δεν είναι σίγουρα ένα περιοδικό που αναζητά την πολιτική χροιά στα πράγματα, έχει, εννοείται, μια lifestyle προσέγγιση στα πράγματα. Και μπορεί να είναι ένα πολύ σημαντικό brand στην αγορά, αλλά δεν μπορώ να αντιληφθώ πώς ακριβώς βοηθάει στην εικόνα και την προσέλκυση ψηφοφόρων προς τη ΝΔ, που αυτός είναι ο αντικειμενικός στόχος.
Κι έχοντας δει αρκετά από τα πεπραγμένα του σε εμφανίσεις του σε εκπομπές, στα social media, όπως και του Στέφανου Κασσελάκη, ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ, καταλήγουμε πως πλέον οι πολιτικοί έχουν περάσει στο άλλο άκρο. Στο άκρο όπου τα δημοφιλή social media, δηλαδή το TikTok και το Youtube, δεν αποτελούν ένα εργαλείο στόχευσης και image, αλλά ένα μέσο αποπροσανατολισμού, απομάκρυνσης από την πολιτική κουβέντα και επικέντρωσης σε στοιχεία της προσωπικής τους ζωής και προσωπικότητας που τα θεωρούν ελκυστικά για τον μέσο ψηφοφόρο.
Δεν γνωρίζουμε τι κατευθύνσεις δίνουν τα επιτελεία επικοινωνίας των πολιτικών αρχηγών και εν γένει υποψηφίων στις Ευρωεκλογές, αυτό όμως που παρατηρούμε είναι ότι οι υποψήφιοι αφιερώνουν τόσο χρόνο στο να είναι παρόντες σε εκπομπές πιο lifestyle περιεχομένου και συνδιαλέγονται τόσο με Youtubers-TikTokers-Instagrammers, που υπερβαίνουν και τα promo tours ηθοποιών blockbuster ταινίες.
Είναι οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι με την πολιτική που καθιστούν τους TikTokers-Youtubers κλπ. σε φιγούρες πολιτικής διαμόρφωσης, τους μετατρέπουν σε opinion makers, σε political influencers, σε ανάλαφρους ιδεολογικούς ταγούς.
Σχετίζονται οι Ευρωεκλογές με την προσωπική ζωή των υποψηφίων;
Με ποια κριτήρια άραγε τα επικοινωνιακά επιτελεία κρίνουν το ωφέλιμο της παρουσίας του πολιτικού στο Χ κανάλι στο Youtube ή τηλεοπτική εκπομπή; Τα δίνουμε όλα στον βωμό της επικοινωνίας; Σε αυτές τις Ευρωεκλογές υπάρχει διακύβευμα, αλλά δεν είμαστε σίγουροι πως οι πολιτικοί θέλουν να το πουν δυνατά. Όσοι το κάνουν, έχουν ελάχιστη θέση στη δημόσια σφαίρα, επειδή είναι άγνωστοι και τα ονόματά τους δεν είναι «πουληστερά» όπως του Μητσοτάκη και άλλων.
Βλέπουμε ακόμα και Ευρωβουλευτές που έχουν αποδεδειγμένα κάνει έργο στην προηγούμενη 5ετία, όπως τον Πέτρο Κόκκαλη, να φέρνουν στο προσκήνιο την προσωπική τους ζωή – υπάρχουν βίντεο όπου συζητά με τη Δήμητρα Ματσούκα για την υποψηφιότητα του σε αυτές τις Ευρωεκλογές.
Γενικότερα, βλέπουμε πολιτικούς, είτε είναι υποψήφιοι στις Ευρωεκλογές είτε εκπροσωπούν ένα κόμμα, να λένε, όπως και στα νομοσχέδια στη Βουλή, «Ναι σε όλα», χωρίς κριτήριο, χωρίς μέτρο, να πάρουν οτιδήποτε από οποιοδήποτε κανάλι επικοινωνίας.
Με την συμπεριφορά τους, οι πολιτικοί περισσότερο ενισχύουν την γενικότερη αίσθηση πως στις Ευρωκλογές δεν διακυβεύεται κάτι τόσο σημαντικό όσο στις εθνικές εκλογές, παρά πείθουν τον κόσμο να πάει να ψηφίσει. Αν πέρσι, στις βουλευτικές, υπήρχε τέτοια αποχή, μπορώ να υποθέσω τι θα συμβεί τώρα, στις Ευρωεκλογές, όταν η αίσθηση είναι πως «δεν έγινε και κάτι αν δεν ψηφίσω». Ή, χειρότερα, «δεν έγινε και κάτι αν ψηφίσω».