Δεν θέλω να πηγαίνω πια τα παιδιά στις κούνιες. Ούτε στην παιδική χαρά. Ούτε στο γηπεδάκι της γειτονιάς για μπάλα. Δεν είναι ότι βαριέμαι. Ούτε επειδή είμαι κουρασμένη από τη δουλειά. Είναι γιατί φοβάμαι. Για τα παιδιά. Μην πάθουν κάτι. Και για μένα. Μην χάσω τον έλεγχο και ξεφύγω. Είναι γιατί απογοητεύομαι. Όχι από τα παιδιά. Από τους μεγάλους. Από τους διπλανούς γονείς στο παγκάκι που έχουν για τσιχλόφουσκα τη λέξη «μαλάκα» και για μαλλί της γριάς μερικά γαμοσταυρίδια. Όχι μεταξύ τους. Μπροστά κι απέναντι στα παιδιά. Τα προφέρουν και τα δύο γελώντας. Γιατί είναι μαγκιά. Και δεν ενοχλούνται όταν τα αναπαράγουν τα τέκνα τους (ιδίως τα αρσενικά), γιατί είναι διπλή μαγκιά. Και δεν σταματούν εκεί…  

Διάβαζα πριν από λίγο στο facebook για μία ομάδα ανήλικων παιδιών, το μεγαλύτερο από αυτά μόλις έκλεισε τα δεκατέσσερα, πως εδώ και μία εβδομάδα, σχεδόν κάθε βράδυ επιτίθενται με πέτρες, δυναμιτάκιακαι σάπια φρούτα σε μία άστεγη γυναίκα στην Αίγινα. Την κυρία Ελένη. Έχει πλάκα. Δεν έχει; Είναι «παιχνίδι» δεν είναι; Έτσι έχουν μάθει να παίζουν και να γελάνε αυτά τα παιδιά…  

Διάβαζα πάλι προχθές (ξανά στο facebook) για έναν πατέρα που «ξεκοίλιασε» σε παιδική χαρά της Άνοιξης την μπάλα ποδοσφαίρου κάποιων πιτσιρικάδων επειδή ενοχλούσαν την κόρη του. Νοοτροπία τρόμπα μπροστά σε ανήλικα μάτια που ξεπατικώνουν την τρέλα, την παράνοια, την κακία, τον τραμπουκισμό, την εκδίκηση. Τις προάλλες, μια φίλη μου έλεγε πως σε κάποιο παρκάκι της Βούλας καμιά δεκαριά δεκάχρονα είχαν πιάσει από τον λαιμό έναν συνομήλικο τους κοντεύοντας να τον πνίξουν κι όταν η μάνα του παιδιού απείλησε τους γονείς των τσαμπουκάδων με μήνυση εκείνοι της απάντησαν: «θα μας κάνεις τα τρία δύο». (Δεν ειπώθηκε ακριβώς έτσι /ντρέπομαι να γράψω πώς / δεν είναι δύσκολο να το βρεις). Το παιδί συνήλθε μετά από κάνα μισάωρο, η φίλη μου ακόμη να συνέλθει… 

Κι ύστερα απορούμε. Για τους επτά ανήλικους που επιτέθηκαν πριν από λίγες ημέρες με κουζινομάχαιρο και σουγιάδες σε δεκατετράχρονο. Τους κοίταξε, λέει στραβά. Κι εκείνοι τα πήραν. Και τον έστειλαν στο νοσοκομείο με μαχαιριές στα πλευρά. Τόσο απλά. Τόσο απροκάλυπτα. Τόσο φυσικά. Την επομένη απορήσαμε ξανά, αυτή τη φορά στην τοποθεσία «Κηφισιά», όταν δύο δεκαεπτάχρονοι επιτέθηκαν σε δεκαπεντάχρονο χτυπώντας τον με γροθιές, κλωτσιές κι ένα μαχαίρι που΄χαν _ για ώρα ανάγκης _ στην κωλότσεπη. Αιτία, ένα κινητό καλύτερο από το δικό τους και μερικά φράγκα περισσότερα από το χαρτζιλίκι τους. 

Αύριο, πάλι θα απορήσουμε για το παιδί του φίλου, του γείτονα, του γνωστού, του άγνωστου, ίσως και για το δικό μας. Και θα γίνουμε έξω φρενών, και θα αναρωτηθούμε σε τι κόσμο μεγαλώνουν, και θα τα ρίξουμε σε εκπαίδευση και παιδεία, και θα αναθεματίσουμε κράτος και δικαιοσύνη, και θα καταραστούμε σόγια και γονείς και θα σιχτιρίσουμε ιερά και όσια. Κι ύστερα, πάλι σιωπή. Και πιο μετά φόβος. Κι αργότερα μαχαιριές σε ανήλικα κορμιά από ανήλικα χέρια και φτου κι απ’ την αρχή.

Δεν ξέρω αν υπάρχει λύση. Η μούντζα μπροστά στον καθρέφτη είναι μια καλή αρχή. Γιατί τα παιδιά εμείς τα φτιάχνουμε. Οι σουγιάδες τους είναι η προέκταση του δικού μας χεριού. Και οι βρισιές τους ο αντίλαλος του δικού μας στόματος. Και η επιθετικότητά τους η συνέχεια της δικής μας απάθειας και κυρίως της δικής εμπάθειας πως το δικό μας το παιδί είναι το καλύτερο απ’ όλα και δεν φταίει ποτέ και για τίποτα. Κανένα παιδί δεν γεννιέται παλιόπαιδο, ούτε κλέφτης, ούτε δολοφόνος, ούτε αλήτης. Πολλά παιδιά ανατρέφονται ως τέτοια. Κι άλλα ξεπατικώνουν ενήλικους κουραδόμαγκες που γυρνούν σε παιδικές χαρές κομματιάζοντας μπάλες… Γι’ αυτό, καλύτερα στο σπίτι. Με playstation,Netflix, αποχαύνωση και κανά ποπ κορν για να περνάει η ώρα. Α! Και καμιά μούντζα για επιδόρπιο…      

*Φωτογραφία: Pixabay/PublicDomainPictures