Πρώτο θέμα έγινε πάλι η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή φουντώνει το πράγμα, επειδή την Παγκόσμια Ημέρα (3 Μαϊου) δημοσιεύεται η έκθεση των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF) με τη λίστα κατάταξης των χωρών, όσον αφορά τις συνθήκες δουλειάς των δημοσιογράφων. Στην πρόσφατη λίστα του 2023 η Ελλάδα βρίσκεται στην 107η θέση, ανέβηκε μια θέση από την 108η του 2022, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να μας χαροποιεί. Τουλάχιστον αυτό μας λένε.

Η 107η θέση παγκοσμίως, και τελευταία θέση αν απομονώσουμε τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει εξελιχθεί από θλιβερή διαπίστωση σε εργαλείο. Την επικαλούνται σε μόνιμη βάση συγκεκριμένοι άνθρωποι, που εκπροσωπούν συγκεκριμένο χώρο, ως απόδειξη για την κατρακύλα της χώρας και σ’ αυτόν τον τομέα, τον κρίσιμο τομέα του Τύπου και της ελευθερίας του.

Μήπως είναι ώρα να τραβήξουμε λίγο την κουρτίνα και να δούμε τι συμβαίνει πιο μέσα; Δηλαδή, πώς βγαίνει αυτή η λίστα; Ποια στοιχεία αξιοποιεί; Ποιοι τα δίνουν; Πώς γίνεται η κατάταξη; Τι συμβαίνει στις άλλες χώρες που βρίσκονται πάνω από τη δική μας και κατατάσσονται ως πιο ελεύθερες;

Το συμπέρασμα που βγαίνει όταν κάποιος αναλύσει τα δεδομένα της λίστας και των εκθέσεων (reports) που την ακολουθούν οδηγεί σε παραλογισμούς. Οι οποίοι αποδυναμώνουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της.

Η ιστορία της λίστας: Από τον παράδεισο στην κόλαση

Κατ’ αρχάς, λίγη ιστορία. Ανατρέξαμε στις λίστες από την έναρξη δημοσιοποίησής τους, το 2002. Όλες βρίσκονται στην ιστοσελίδα της RSF και μπορεί να τις δει ο καθένας. Αν πιστέψουμε, λοιπόν, τις λίστες αυτές, η Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 2000 αποτελούσε έναν δημοσιογραφικό παράδεισο, ο οποίος σε λίγα χρόνια μετατράπηκε στην απόλυτη κόλαση.

Η Ελλάδα το 2002 φιγουράριζε στην περίοπτη 19η θέση της λίστας και μάλιστα βρισκόταν 11η ανάμεσα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απαραίτητη σημείωση: για να είναι ομοιόμορφη η λίστα υπολογίζουμε τα νυν κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κι όχι όσα ήταν ενταγμένα τότε που δημοσιοποιήθηκαν οι λίστες. Ένα σκορ οπωσδήποτε κολακευτικό. Μετά από μία υποχώρηση την επόμενη διετία, η Ελλάδα έφτασε το 2005 στην 18η θέση, που είναι και ως τώρα το ταβάνι της.

Από το 2006 και μετά ξεκίνησε η κατηφόρα, σύμφωνα πάντα με τη λίστα. Το διάστημα 2006-2009 βολοδέρναμε ανάμεσα στην 30η και 35η θέση και το 2010, σε μία χρονιά μόλις, πέσαμε 38 (!) ολόκληρες θέσεις και καταλήξαμε στην 73η. Η κατηφόρα συνεχίστηκε μέχρι το 2017, όπου φλερτάραμε με τον τριψήφιο αριθμό στην κατάταξη (99η το 2014, 88η το 2017).

Αιφνιδιαστικά (;), όμως, η κατάσταση άλλαξε προς το καλύτερο. Το 2018 υπήρξε μια μεγάλη βελτίωση (74η θέση), η οποία συνεχίστηκε (65η θέση το 2019 και το 2020 και 70η το 2021). Την τελευταία διετία είχαμε νέα κατρακύλα, στην 108η θέση και ελάχιστα βελτιωμένοι φέτος (107η).

Σε όλη αυτή τη διάρκεια, βέβαια, η Ελλάδα έξυνε τον πάτο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν εξαιρεθεί η πρώτη χρονιά (2002), ποτέ άλλοτε δεν είμασταν στο πάνω μισό της λίστας. Το 2010 πιάσαμε τον απόλυτο πάτο, από το 2011 ως το 2017 περνούσαμε μόνο τη Βουλγαρία και μόνο την τετραετία 2017-21 βρεθήκαμε πάνω και από τη Μάλτα και την Ουγγαρία.

Για του λόγου το αληθές, ιδού και η ακριβής λίστα:

ΕΤΟΣ                     ΘΕΣΗ                    ΒΑΘ       Ε.Ε.

2002                     19η/139                5             11η

2003                     31η/166                6             19η

2004                     33η/167                7             20η

2005                     18η/167                4             15η

2006                     32η/168                8             19η

2007                     30η/169                9,25       18η

2008                     31η/173                7,5         20η

2009                     35η/175                9             19η

2010                     73η/178                19           27η

2011-12               71η/179                24           26η

2013                     84η/179                71,54     26η

2014                     99η/180                68,67     26η

2015                     91η/180                68,99     26η

2016                     89η/180                69,65     26η

2017                     88η/180                69,11     26η

2018                     74η/180                70,81     26η

2019                     65η/180                70,92     24η

2020                     65η/180                71,20     24η

2021                     70η/180                70,99     24η

2022                     108η/180             55,52     27η

2023                     107η/180             55,20     27η

Θα παρατηρήσατε, πιθανόν, ότι μετά το 2013 υπάρχει σημαντική διαφορά στη βαθμολογία. Αυτό γίνεται επειδή εκείνη την χρονιά άλλαξε η μεθοδολογία υπολογισμού από την ειδική επιτροπή των RSF. Σύμφωνα και με τους νέους βαθμούς, η Ελλάδα έχει ακόμα μικρότερη βαθμολογία το 2023 από το 2022, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται μία θέση ψηλότερα στη λίστα.

Μεθοδολογία: Τι εξετάζουν τα ερωτηματολόγια;

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αβίαστο: Σε ποια στοιχεία βασίζεται η λίστα; Ποια είναι η μεθοδολογία, με την οποία βαθμολογούνται οι χώρες ανάλογα με την ελευθερία που απολαμβάνει ο Τύπος; Η ιστοσελίδα των RSF δίνει ακριβή απάντηση:

«Η βαθμολογία υπολογίζεται με βάση δύο στοιχεία:

  • Έναν ποσοτικό πίνακα με περιστατικά επιθέσεων κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων σε σχέση με το έργο τους και
  • Μια ποιοτική ανάλυση της κατάστασης σε κάθε χώρα ή περιοχή με βάση τις απαντήσεις ειδικών για την ελευθερία του Τύπου (συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων, ερευνητών, ακαδημαϊκών και υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων) σε ένα ερωτηματολόγιο RSF διαθέσιμο σε 24 γλώσσες».

Με λίγα λόγια, ξέχωρα από τα πραγματικά στοιχεία περί επιθέσεων, συλλήψεων και κάθε λογής κακοποιήσεων εναντίον δημοσιογράφων ή ΜΜΕ, η λίστα βασίζεται (κυρίως) στη ΓΝΩΜΗ συγκεκριμένων ανθρώπων, τα ονόματα των οποίων μάλιστα δεν δημοσιοποιούνται. Αυτοί καλούνται να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο 83 ερωτήσεων και υπο-ερωτήσεων, οι οποίες αφορούν τέσσερις τομείς:

  • Πολιτικό πλαίσιο (33 ερωτήσεις): Εξετάζεται το πόσο η πολιτική ηγεσία σέβεται την αυτονομία του τύπου, τον τρόπο που ελέγχεται η πολιτική ηγεσία από τον τύπο και το πόσο εμπιστεύεται το κοινό ό,τι διαβάζει/ακούει/βλέπει.
  • Νομικό πλαίσιο (25 ερωτήσεις): Εξετάζεται αν οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν νομικές κυρώσεις με ρεπορτάζ που δημοσιεύουν, η ικανότητά τους να έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες και η δυνατότητά τους να προστατεύουν τις πηγές τους.
  • Οικονομικό πλαίσιο (25 ερωτήσεις): Εξετάζεται η δυνατότητα του να δημιουργηθεί ένα καινούργιο ΜΜΕ, η γενική οικονομική κατάσταση των δημοσιογράφων και ο τρόπος που λειτουργεί η διαφημιστική δαπάνη (κρατική και μη) στην ελευθερία του Τύπου.
  • Κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο (22 ερωτήσεις): Εξετάζεται η ελευθερία του δημοσιογράφου να κάνει τη δουλειά του ανεξάρτητα το φύλο, την κοινωνική τάξη, την εθνικότητα ή τη θρησκεία του.
  • Ασφάλεια (12 ερωτήσεις): Εξετάζεται η δυνατότητα του δημοσιογράφου να κάνει ρεπορτάζ και δημοσιεύσεις χωρίς να κινδυνεύει η ζωή του ή η σωματική του ακεραιότητα, αλλά και χωρίς να δέχεται ψυχολογική η συναισθηματική δυσφορία (distress).

Τα ερωτήματα και η παράλογη κατάταξη

Είναι προφανές ότι μία λίστα που στηρίζεται κυρίως σε ανθρώπινες γνώμες και όχι σε στοιχεία μπορεί να αμφισβητηθεί. Ειδικά από τη στιγμή που μπορεί να παίξει το ρόλο της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Δηλαδή κάποιος να βαθμολογεί χαμηλά τη χώρα του και μετά φωνάζει πρώτος για την χαμηλή της βαθμολογία.

Αν κάποιος εξετάσει διαχρονικά τις λίστες και την κατάταξη των χωρών, θα βρεθεί μπροστά σε ερωτήματα και επισημάνσεις που αποδυναμώνουν την όποια αξιοπιστία τους. Σε τέτοιο βαθμό, που είναι να αναρωτιέται κανείς αν πρέπει να δίνουμε τελικά τόση σημασία σ’ αυτή την κατάταξη.

Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα:

Η έκθεση των RSF για την Ελλάδα του 2023 αναφέρει συγκεκριμένα πράγματα για να δικαιολογήσει την χαμηλή βαθμολογία της Ελλάδας. Ανάμεσά τους ότι

  • Η εμπιστοσύνη του πληθυσμού στα μέσα ενημέρωσης είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη εδώ και πολλά χρόνια.
  • Μερικοί επιχειρηματίες διοικούν τη συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης, ενώ εμπλέκονται σε άλλους επιχειρηματικούς τομείς που σχετίζονται με κρατικές δουλειες.
  • Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι αργό στις αντιδράσεις του και αναποτελεσματικό.
  • Γίνεται αναφορά στο Predatorgate και υιοθετούνται δημοσιεύματα περί 13 δημοσιογράφων που παρακολουθούνταν, αν και μόνο ένας απ’ αυτούς (Θανάσης Κουκάκης) έχει απευθυνθεί στις αρχές.
  • Σημειώνεται η άσχημη οικονομική κατάσταση των περισσότερων ΜΜΕ, ακόμα και των σημαντικών ομίλων.
  • Αναφορές στις επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων από ακροαριστερές και ακροδεξιές ομάδες.
  • Η δολοφονία του αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ το 2021, που δεν έχει εξιχνιαστεί ακόμα.

Αυτά ήταν αρκετά για να μας κατατάξουν στην 107η θέση. Μια θέση πιο πάνω μας (106η) η Ταϊλάνδη, η οποία (σύμφωνα πάντα με την αναφορά των RSF) διοικείται από στρατιωτικό καθεστώς και ο «πρωθυπουργός» εμφανίζεται κάθε Παρασκευή στην τηλεόραση, τα ελάχιστα αντιπολιτευτικά μέσα απειλούνται με κλείσιμο, ισχύει το άρθρο 112 του ποινικού κώδικα που καταδικάζει σε 15ετή φυλάκιση οποιονδήποτε δημοσιεύσει κάτι εναντίον του βασιλιά και των αρχών και «δεκάδες δημοσιογράφοι και bloggers έχουν αναγκαστεί να επιλέξουν μεταξύ φυλάκισης και αυτοεξορίας».

Στην 85η θέση της κατάταξης (22 θέσεις καλύτερα από εμάς) βρίσκουμε τη Γουινέα, η οποία διοικείται από στρατιωτικούς μετά το πραξικόπημα του 2021 και σύμφωνα με την έκθεση «η κυβέρνηση προωθεί τα κρατικά ΜΜΕ έναντι των ιδιωτικών», «ζήτηματα όπως η ομοφυλοφιλία, η πολυγαμία και η οικογενειακή βία συχνά απαγορεύεται να δημοσιευτούν» και «δημοσιογράφοι πέφτουν συχνά θύματα βίας ειδικά σε πολιτικές διαδηλώσεις και η κρατική βία της αστυνομίας δεν τιμωρείται».

Στην 76 θέση, ακόμα πιο ψηλά, βρίσκουμε το ψευδοκράτος στο βόρειο μέρος της Κύπρου. Εδώ δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για τον παραλογισμό. Η λίστα μπορεί μεν να τοποθετεί την Τουρκία του Ερντογάν στην 165η θέση σε σύνολο 180 κρατών και περιοχών, όμως το κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου, το οποίο λειτουργεί ουσιαστικά σαν επαρχία της Τουρκίας, βρίσκεται 31 θέσεις πιο ψηλά από την Ελλάδα.

Η Σιέρα Λεόνε που μαστίζεται από αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και βιώνει θανάτους δημοσιογράφων σχεδόν κάθε μήνα φιγουράρει στην 74η θέση. Η Λιβερία, με μερικούς από τους πιο αυστηρούς νόμους εναντίον του τύπου παγκοσμίως, βρίσκεται στην 66η θέση, δύο θέσεις πιο πάνω από την ισχυρότατη Ιαπωνία.

Το δικτατορικό καθεστώς της Μπουρκίνα Φάσο και ο εμφύλιος που διεξάγεται στο έδαφός της δεν την πτοούν στο να βρεθεί στην 58η θέση, αν και στην έκθεσή της τονίζονται οι θάνατοι δύο Ισπανών δημοσιογράφων το 2021 από τρομοκρατικές επιθέσεις και οι απαγορεύσεις δημοσιευμάτων για την θρησκευτική βία που μαστίζει τη χώρα.

Το πιο ακραίο παράδειγμα, όμως, είναι αυτό της Ολλανδίας. Η οποία κατατάσσεται στην περίοπτη 6η θέση της λίστας, αν και σε αυτή κατεγράφη δολοφονία δημοσιογράφου (του επίσης αστυνομικού ρεπόρτερ Πέτερ ντε Φράις) το 2021 χωρίς να έχει διαλευκανθεί. Η έκθεση των RSF για την Ολλαδία το 2023 παραδέχεται, επίσης, ότι «αύξηση των σωματικών και λεκτικών επιθέσεων κατά δημοσιογράφων, ιδίως εναντίον τηλεοπτικών συνεργείων και φωτογράφων» και ότι «υπάρχει ανησυχία για την αυξανόμενη συγκέντρωση οικονομικής ισχύος στα μέσα ενημέρωσης, καθώς δύο εταιρείες κατέχουν τη μεγάλη πλειοψηφία των εφημερίδων». Υπάρχουν, δηλαδή, ζητήματα παρόμοια με τα δικά μας. Ενδεχομένως όχι σε τέτοια ένταση και μέγεθος, όπως τα δικά μας, αλλά οπωσδήποτε δεν δικαιολογούν διαφορά όχι μίας και δύο, αλλά… 101 θέσεων με την Ελλάδα.

Ας επισημάνουμε και δύο ακόμα πράγματα.

Πρώτο: Μήπως το 2002, που η χώρα μας βρισκόταν στην 19η θέση της λίστας, η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ δεν ήταν στα χέρια λίγων; Μήπως δεν είχαν καταγραφεί επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων; Μήπως δεν υπήρχαν πιέσεις εναντίον συγκεκριμένων μέσων να μη δημοσιεύσουν πληροφορίες; Μήπως οι γυναίκες δημοσιογράφοι έκαναν απρόσκοπτα τη δουλειά τους, χωρίς χυδαίες επιθέσεις και υπονοούμενα ακόμα κι από συναδέλφους τους; Ήταν τότε παράδεισος η Ελλάδα για τον Τύπο;

Δεύτερο: Το 2016 έγινε μια προσπάθεια απόλυτης χειραγώγησης του τηλεοπτικού τοπίου στην Ελλάδα, με την απόφαση της τότε κυβέρνησης να προκηρύξει πλειοδοτικό διαγωνισμό για τέσσερις μόνο. Για όλη αυτή την ιστορία έχει αποφανθεί η δικαιοσύνη και ο πρωταγωνιστής της, ο τότε υπουργός Νίκος Παππάς, καταδικάστηκε ομόφωνα. Στη λίστα των RSF εκείνα τα χρόνια δεν καταγράφεται αυτό το γεγονός ως σημαντικό για την ελευθερία του τύπου. Όπως αναφέραμε ήδη, το 2015 βρισκόμασταν στην 91η θέση και το 2016 στην 89η, βελτιωθήκαμε κιόλας! Στις αμέσως επόμενες χρονιές, μάλιστα, η βαθμολογία μας αυξάνεται εντυπωσιακά και κάνουμε άλματα ελευθερίας. Αν αυτό δεν δείχνει ότι υπάρχει πρόβλημα στη μεθοδολογία, τότε τι;

Το πρόβλημα της υποκειμενικής βαθμολογίας

Αυτά είναι μόνο μερικά από τα παραδείγματα που δείχνει πόσο σημαντικό πρόβλημα υπάρχει στην αντικειμενική κατάταξη της λίστας. Το οποίο μάλλον είναι εγγενές. Ακόμα κι αν κάποιος δεν ήθελε να αμφισβητήσει την ειλικρίνεια όσων συμπληρώνουν τα ερωτηματολόγια, μπορεί να τους κατηγορήσει για παντελή άγνοια του διεθνούς περιβάλλοντος και αδυναμία σύγκρισης με τις συνθήκες που επικρατούν αλλού. Κοινώς, ο καθένας που καλείται να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο βαθμολογεί και κρίνει με βάση του πώς θα ήθελε να είναι η κατάσταση ή ενδεχομένως το πώς ήταν στο απώτατο παρελθόν και όχι με βάση κάποια κριτήρια που θα’ πρεπε να ισχύουν διεθνώς.

Κι εδώ μπαίνει η ευθύνη των RSF. Οι οποίοι υιοθετούν μια βαθμολογία και μια βαθμολογία, που και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι, αν εξεταστεί σοβαρά, θα οδηγήσει περισσότερο σε καγχασμούς και γέλια παρά σε σοβαρά συμπεράσματα. Μια καλή ιδέα για να αποτυπωθούν καλύτερα οι συνθήκες ελευθερίας του Τύπου σε κάθε χώρα είναι να απευθύνονται τα ερωτηματολόγια σε επαγγελματίες του Τύπου, ακαδημαϊκούς και ερευνητές που έρχονται απ’ όλο το πολιτικό φάσμα κι όχι μόνο από ένα μέρος του. Μια σωστή ιδέα, επίσης, είναι να ανακοινώνονται τα ονόματα αυτών που συμμετείχαν στην έρευνα. Όχι η βαθμολογία τους, αλλά τα ονοματεπώνυμά τους.

Αντί επιλόγου: Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ έχουν ζητήματα. Αυτό όλοι το παραδέχονται, ειδικά όσοι έχουν ζήσει τα μέσα από… μέσα, επί χρόνια. Από αυτό το σημείο, όμως, μέχρι να εμφανίζεται η Ελλάδα ως μια πλήρως ανελεύθερη χώρα στο χώρο του Τύπου, με συνθήκες παρόμοιες ή χειρότερες με αυτές που ζουν στυγνά δικτατορικά καθεστώτα, πάει πολύ.