Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να κάνεις επικοινωνιακή πολιτική. Με σοβαρότητα, με ειρωνεία, με σεβασμό στους αντιπάλους σου, με ύβρεις, αναδεικνύοντας τα καλά τα δικά σου ή τα στραβά του αντιπάλου σου. Μέσω των παραδοσιακών μέσων (τηλεόραση, ραδιόφωνο, εφημερίδες) ή μέσω διαδικτύου. Με χιούμορ ή με «λάσπη», με πολιτικό πολιτισμό ή τοξικότητα.
Μπορείς σαν μπάρμπας «να κάτσεις με τη νεολαία», μπορείς να αποταθείς στην βάση των ψηφοφόρων σου, μπορείς να δοκιμάσεις να ψαρέψεις ψήφους από μια καινούργια, αχαρτογράφητη δεξαμενή. Μπορείς να κάνεις πολλά και διάφορα, να δοκιμάσεις νέα πράγματα ή να βασιστείς στα παλιά και δοκιμασμένα.
Μόνο που το αποτέλεσμα της κάλπης δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για την τακτική που ακολούθησες: αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το παρελθόν, ούτε «νιώθουν όλοι νικητές», ούτε «νίκησαν όλοι» – αντιθέτως, ηττήθηκε κατά κράτος η αλητεία, η τοξικότητα και ο γελοίος εξυπνακισμός.
Μια ολόκληρη στρατιά ανθρώπων, πληρωμένα τρολς ή σκέτα τρολς, επιδόθηκαν εδώ και πολλούς μήνες σε έναν διαγωνισμό αστειότητας, χυδαιότητας και στείρας κριτικής. Έκαναν παντιέρα το «Μητσοτάκη γ@μιέσαι», το «τι ψηφίσατε ρε μ@λ@κες;», το «ΝΔ – κόμμα παιδοβιαστών». Και όχι μόνο.
Τοξικότητα παντού, πρόγραμμα πουθενά
Προσπάθησαν να κάνουν σλόγκαν τις ύβρεις, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο απηχούν τον παλμό των πιτσιρικάδων, ότι φτιάχνουν trends, ότι θα τους ακολουθήσει μια στρατιά πιτσιρικάδων, ότι θα πάρουν με το μέρος τους τη συντριπτική πλειοψηφία των 400 χιλιάδων νέων ψηφοφόρων, 16 – 20 ετών, που θα πήγαιναν για πρώτη φορά να ψηφίσουν, αυτούς που δεν διαβάζουν εφημερίδες και δεν βλέπουν τηλεόραση και δεν έχουν καμία σχέση με τα «Πετσωμένα ΜΜΕ».
Αποδείχθηκε ότι απλά έκαναν έναν διαγωνισμό εξυπνακισμού στο Twitter που στην πραγματικότητα αφορούσε μόνο τους ίδιους και έναν συναγωνισμό για το ποιος θα φτιάξει τα καλύτερα memes που κοροϊδεύουν τη Ν.Δ., με τα οποία γελούσαν μόνο οι ίδιοι.
Αν αυτός ήταν ο επικοινωνιακός πολιορκητικός κριός του ΣΥΡΙΖΑ, αποδείχθηκε «Δούρειος Ίππος»: ακόμα κι αν κάποιοι γέλασαν την πρώτη φορά, τη δεύτερη χαμογέλασαν αμήχανα και την τρίτη δεν ασχολήθηκαν καν. Διότι μπορεί μια τακτική να είναι όντως να αποδομείς τον αντίπαλό του και να αναδεικνύεις τα λάθη και τις παραλείψεις του, αλλά παράλληλα πρέπει να τονίσεις και τα δικά σου θετικά στοιχεία.
Μπορεί να «πουλάει η πλάκα» αλλά δεν πουλάει τόσο πολύ η χυδαιότητα, όσο κάποιοι νόμιζαν. Μπορεί η πολιτική να θυμίζει γήπεδο και στο γήπεδο να βρίζουμε χωρίς τύψεις και ενοχές, αλλά πρέπει και η ομάδα σου να παίζει μπάλα – αν σέρνεται, τότε το να βρίζεις τον αντίπαλο, χάνει το νόημά του από κάποια στιγμή και μετά. Και ο ΣΥΡΙΖΑ «σερνόταν» προεκλογικά: καμία νέα πρόταση, καμία φρέσκια ιδέα, κανένα απτό επιχείρημα γιατί θα έπρεπε ο κόσμος να τους εμπιστευτεί για δεύτερη φορά.
Η τοξικότητα των social media είναι ένα φρούτο που ξεπήδησε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, μέσα στην κρίση και που ποτίστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι να γίνει μεγάλο δέντρο. Όλοι θυμούνται με τι εκφράσεις χαρακτηρίστηκε όλο το ΠΑΣΟΚ ή όποιος τολμούσε να μην είναι ΣΥΡΙΖΑ.
Το «#ΝΔ_Παιδεραστές» δεν προέκυψε τώρα με την υπόθεση της 12χρονης του Κολωνού, αλλά όταν διακινήθηκε από τα ίδια τρολς πως το Μαξίμου εμπορευόταν παιδάκια μεταναστών από τις δομές. Μετά ήρθαν και οι «δολοφόνοι» της ΝΔ που σκότωσαν την κατά πάσα πιθανότητα αγέννητη «μικρή Μαρία» στον Έβρο. Κι όταν απεδείχθη η αλήθεια, τουμπεκί ψιλοκομμένο. Ο μόνος τυχερός της υπόθεσης ήταν ο Γεωργούλης. Λόγω κομματικής ταυτότητας «ξεχάστηκε» γρήγορα από τους κανίβαλους των social media, σε αντίθεση με ό,τι έχει συμβεί σε περιπτώσεις άλλων καταγγελομένων στο παρελθόν. Εδώ λοιδορήθηκε η καταγγέλουσα. Μονά ζυγά δικά μας.
Οι προσωπικές επιθέσεις δε σταμάτησαν στη γυναίκα του πρωθυπουργού, αλλά πήραν αμπάριζα και τον γιο του, γιατί τα έχει λέει με τη Μαρία Σάκκαρη. Γι’ αυτό, σύμφωνα με τα τρολ, έδειξε η ΕΡΤ τον αγώνα της στους Ολυμπιακούς το 2021 και δεν έδειξε του Πετρούνια.
Η αλαλάζουσα Τάνια Τσανακλίδου, ο Μιθριδάτης, ο Δεληβοριάς αποθεώνονται ως αγωνιστές του λαϊκού κινήματος, ενώ, επισήμως αλλά και τρολαριστά, αποστέλλεται στο πυρ το εξώτερον ο Διονύσης Σαββόπουλος γιατί τόλμησε να πει ότι θα ήθελε να βγει κυβέρνηση αυτοδυναμίας του Μητσοτάκη. Οι «ο,τινάνοι», που είπε εύστοχα και ο Χωμενίδης, πήραν τα τσεκούρια και τις πριονοκορδέλες. Οι γνωστοί Πολάκης και Ακρίτα έδωσαν το έναυσμα για τον καταιγισμό πυρός. Ουδείς απ’ όλους όσοι έχουν εκφραστεί εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, δε γλύτωσε τα θανατηφόρα μπινελίκια, τις καταδίκες και το πετσόκομμα στα social media, βιώνοντας ένα κλίμα τραμπουκισμού.
Και το πιο θλιβερό είναι ότι και το άλλο trending hashtag, το «#ΜητσοτάκηΓ@μιέσ@ι», δεν έμεινε στα social media, αλλά κυριάρχησε σε φεστιβάλ της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ το 2022, όπου ο τσογλανισμός πήρε και θεσμική, πανηγυρική μορφή.
Από αυτογκόλ σε αυτογκόλ
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να βάλει το ένα αυτογκόλ πίσω από το άλλο: πρώτα με τον Παύλο Πολάκη, που τον έδιωξαν για να τον πάρουν πίσω μετά από λίγο καιρό, μην τυχόν και χάσουν τέτοιο τεφαρίκι, με τον Κατρούγκαλο, τη «χοντράδα» που είπε και την αποπομπή του, με το «ερωτικό κάλεσμα» του Αλέξη Τσίπρα στα «ορφανά του Κασιδιάρη». Πολλά μαζεμένα αυτογκόλ – και μάλιστα στο πιο κρίσιμο χρονικό σημείο, για να μπορέσει να σηκώσει κεφάλι.
Αν και η λέξη «αυτογκόλ» δείχνει και μια επιείκεια, υποδηλώνει ότι κάποιος μπορεί να αντιληφθεί τα λάθη του. Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν δείξει κανένα τέτοιο χαρακτηριστικό. Άρα δε μιλάμε για αυτογκόλ, μιλάμε για μια επένδυση στην τοξικότητα, μια επένδυση στο να δαιμονίζουν τα πάντα χωρίς να έχουν τίποτα να παρουσιάσουν. Ακόμα και σήμερα, βλέπουμε τον Πολάκη να δηλώνει με απύθμενο τσαμπουκά πάλι το «όλοι τους και μόνοι μας». Κάτι σαν τον Καραϊσκάκη απέναντι στους Τούρκους στο Φάληρο. Ο λεγόμενος λεονταρισμός στον καθρέφτη. Κι όχι μόνο λεονταρισμός, αλλά και αυτοθαυμασμός.
Όλο αυτό το σοσιαλμιντιακό πανηγύρι απ’ τον ΣΥΡΙΖΑ τον έριξε στην παγίδα του αυτοεφησυχασμού. Ψήθηκαν μόνοι τους ότι το hype που είχαν, αντιπροσώπευε και την κοινωνική πραγματικότητα. Και όχι μόνο κάποιους βαρεμένους. Μόνοι τους παραμυθιάστηκαν με την ανταλλαγή likes και σχολίων, και νόμιζαν ότι κυριαρχώντας στο λασπωμένο πληκτρολόγιο, κερδίζουν και την παρτίδα.
Την ώρα που η Ν.Δ. επέλεξε να πορευτεί προεκλογικά με τα παραδοσιακά επικοινωνιακά της όπλα, να παραδεχθεί λάθη, να τάξει παροχές και να υποσχεθεί καλύτερες μέρες, τα τρολς επέλεξαν να βρίζουν.
Την ώρα που το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε να μας πείσει ότι από το «τσαλακωμένο» και φθαρμένο κόμμα του παρελθόντος έχει κρατήσει μόνο το όνομα και το έμβλημα στη φανέλα, τα τρολς απλά το ειρωνεύονταν, διότι προφανώς δεν υπολόγιζαν ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε τη δυναμική του.
Την ώρα που ακόμα και το ΚΚΕ, πέρα από τη συγκεκριμένη «ξύλινη γλώσσα του», επέλεξε ένα άνοιγμα στη νεολαία, με το Δημήτρη Κουτσούμπα να κάνει ό,τι μπορεί για να παίζει καθημερινά στο Luben, με τα «αυτοί είστε» και «πού τα βρήκατε αυτά τα φυντάνια», τα τρολς απαξίωναν αυτούς που ψήφιζαν τους απέναντι, τους πρόσβαλαν και – άθελά τους – τους συσπείρωσαν: άμα είσαι άσχετος από επικοινωνία, αυτά τραβάς.
Είναι η διαφορά ανάμεσα σε αυτόν που την έχει σπουδάσει στις ΗΠΑ και αμείβεται με αρκετές χιλιάδες ευρώ το μήνα και σε αυτόν που την έχει σπουδάσει σε ένα υπόγειο πίνοντας φραπέ σκέτο και αμείβεται με 20 ευρώ για τον «κόπο του»…
Ο Τσίπρας θέλει δε θέλει, μετά το αποτέλεσμα θα αναγκαστεί να αλλάξει πολλά. Θα δούμε τι… Αν όμως δεν καταλάβει ότι η τοξικότητα, η αλητεία, τα μπινελίκια, η δολοφονία χαρακτήρων και τα fake news είναι ένα μπούμερανγκ που σκάει αργά ή γρήγορα στο κεφάλι σου, θα ανοίξει, όπως και το 2019, μια τρύπα στο νερό. Και ο ίδιος θα πάει οριστικά στον κουβά, όπως πήγε και η τοξικότητα σε αυτές τις εκλογές.