Σε οτιδήποτε αφορά την ελληνική επαρχία, δεν με ξαφνιάζει τίποτα. Όχι ότι οι μεγάλες πόλεις, δη η Αθήνα, πάνε πίσω, αλλά εδώ τουλάχιστον δεν υπάρχει αυτός ο νόμος της σιωπής επειδή γνωρίζουμε όλοι ο ένας τον άλλον. Κι υπάρχει και μια υποτυπώδης αστυνομία. Στην επαρχία ισχύουν άλλοι κανόνες και αυτοί οπλίζουν κάθε φορά την ανωμαλία των ανθρώπων και το δολοφονικό τους ένστικτο.

Δεν διαφέρουν πολλοί αυτοί που σκότωσαν πριν 18 χρόνια τους κυνηγούς με τον 37χρονο που σκότωσε την 11χρονη ανιψιά του, αφού, όπως λένε τα ρεπορτάζ, επιχείρησε να την βιάσει και εκείνη του είπε πως θα το πει στους γονείς της. Δεν διαφέρει ο 37χρονος καθ’ ομολογίαν δολοφόνος από κάθε δολοφόνο στης επαρχίας τα μέρη, ειδικά στην Ηλεία, όπου όλοι μας έχουμε μια καλή αντίληψη του τι συμβαίνει σε περιοχές που είναι εξ ολοκλήρου χωριά στην αντίληψη και με τον κουτσαβακισμό αντί σταυρού στο χέρι, με την επιτομή του «κοιτάμε τα χωράφια μας και το σπιτικό μας κι οι άλλοι ας κάνουν ό,τι θέλουν».

Δεν χρειάζεται να έχει κάποιος συγκεκριμένα στοιχεία ή να έχει ζήσει όλη του τη ζωή σε μέρη όπως η Ηλεία, για να γνωρίζει τι νοοτροπία επικρατεί. Και πως όποιος πάει να σπάσει το απόστημα, το πιθανότερο είναι να φάει γερό ξύλο ή να βρεθεί νεκρός. Ένας φαύλος κύκλος επικρατεί στην ελληνική επαρχία και γι’ αυτό η μόνη λύση για τους περισσότερους είναι να σηκωθούν να φύγουν και να βρουν λίγο πολιτισμό στις μεγάλες πόλεις, στην Αθήνα κατά βάση.

Όσο κι αν το θέλω, δε μπορώ να πιστέψω ότι ο 37χρονος επιχείρησε πρώτη φορά να βιάσει την 11χρονη. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ήταν ένας άγιος άνθρωπος και απλά μια μέρα αποφάσισε ότι θα κακοποιήσει σεξουαλικά την 11χρονη και τελικά θα την σκοτώσει για να μην το μάθει κανείς. Όχι, προφανώς και τέτοιες συμπεριφορές δε βγαίνουν στην επιφάνεια.

Αλλά στην επαρχία, πάντα υπάρχουν δείγματα, ίσως και πολύ χαρακτηριστικά, διότι η διαφορετική νοοτροπία αλλάζει και το τι είναι ντροπή, τι πρέπει να το κρύβεις και τι αφήνεις να φανεί. Ακόμα και η οργηλή συμπεριφορά, η επιθετικότητα, η συμπεριφορά προς τα ζώα, μπορούν να πουν πολλά για έναν άνθρωπο.

Από τα στοιχεία που βγαίνουν από τα ρεπορτάζ, αλλά κυρίως από την άνεση με την οποία ο ίδιος ομολόγησε το πώς έφτασε στην δολοφονία, είναι εμφανές ότι ο 37χρονος δεν έκρυψε ποτέ το τι μπορεί να κάνει και το τι κουβαλάει στο κεφάλι του. Κι αυτό που κουβαλάει, δεν είναι σπάνιο στην επαρχία. Αφθονεί. Αφθονεί η παιδική σεξουαλική κακοποίηση και η αίσθηση πως δεν είναι κάτι το κακό. Αφθονεί η σκέψη πως ακόμα κι αν κάπου κάτι στραβώσει, εύκολα θα το κουκουλώσουμε, γιατί επαρχία είναι, τόσα μέρη να εξαφανιστεί ένα πτώμα υπάρχει κι η αστυνομία πάντα έκανε για χάρη μας τα στραβά μάτια.

Όπως έγινε, άλλωστε, γνωστό, ο 37χρονος έχει ιστορικό. Το 2020 είχε κριθεί ένοχος για βιασμό. Πριν 4 χρόνια. Και του δόθηκε αναστολή μέχρι το Εφετείο. Τρεις γυναίκες δικαστίνες έβγαλαν αυτή την απόφαση.

Τι ακριβώς έκανε ελεύθερος; Πολλοί θα είναι αυτοί που γνωρίζουν και αποφάσισαν να μην ασχοληθούν. Πώς είχε πρόσβαση αυτός ο άνθρωπος στην ανιψιά του;

Πάντα θα εμφανίζεται μια Ηλεία για να υπενθυμίζει στο κράτος πως η αστυνομία χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας και ξήλωμα προσώπων

Στο δικό μου μυαλό, δεν θα επιτευχθεί ποτέ να εξαλείψουμε τους βιαστές, παιδοβιαστές, τους παραβατικούς εν γένει. Αυτό που πρέπει να αλλάξουμε, είναι ο τρόπος αντιμετώπισης, η νοοτροπία. Αυτή τη στιγμή, ένα τεράστιο ποσοστό του αστυνομικού προσωπικού στην επαρχία, είναι διαποτισμένο με τέτοια νοοτροπία και τέτοια αίσθηση «ανέγγιχτου», πως κανείς δεν θα τους κουνήσει, που μπροστά τους να έβγαζε ο 37χρονος την 11χρονη και να την θώπευε, αν τους έλεγε ένα «δε θα το ξανακάνω», θα τον άφηναν να πάει σπίτι του.

Απόλυση και πρόσληψη άλλων, εκπαιδευμένων σωστά. Αυτό χρειάζεται. Όχι μόνο για να αντιμετωπίζουν τους παραβατικούς, αλλά και για να προσφέρουν μια αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς σε αυτούς που θα θελήσουν να καταγγείλουν, ότι δε θα βρεθούν με κανένα μαχαίρι καρφωμένο στον λαιμό τους ή κάτι τέτοιο. Ότι δεν θα έχουν το συγγενολόι του κακοποιού να τους τραμπουκίζει.

Χρειάζεται στην επαρχία να υπάρχει αστυνομία που να εμπνέει ασφάλεια και ταυτόχρονα φόβο. Να έχεις πειστεί βαθιά μέσα σου πως ό,τι κάνεις, θα το μάθουν και θα βρεθείς υπόλογος νομικά. Αυτό απουσιάζει.

Κι οι άνθρωποι, περνάνε από τον φόβο της καταγγελίας, στην απόλυτη σιωπή, μετά στην απλή παρατήρηση των γεγονότων και στο τέλος μόνο που δεν δείχνουν και κατανόηση ή φιλική διάθεση προς τον εμφανώς παραβατικό. Από τα πιο μικρά στα πιο μεγάλα.

Κι αυτό είναι ένα ζήτημα. Η αίσθηση πως δεν θα σε αγγίξει ποτέ ο νόμος, δεν εμφανίζεται έτσι μια μέρα. Ούτε βρίσκεται με την πρώτη σε κακουργήματα. Ξεκινάει από τα μικρά. Να φοροδιαφύγω. Να βάλω μια φωτιά στο δάσος. Να μολύνω ένα ποτάμι. Να σπάσω το αμάξι κάποιου που με ενοχλεί. Να τον σαπίσω στο ξύλο. Στην επαρχία μεγαλώνουν με αυτή την αντίληψη.

Στην πιο μικρή, φαινομενικά, ανομία, χτίζεται μια νοοτροπία παραβατικότητας. Από το να οδηγάς στα 11 σου αυτοκίνητο ή τρακτέρ μέχρι το να κλέψεις ένα μηχανάκι. Και κάποια στιγμή βρίσκεσαι μπροστά σε ένα παιδί, νιώθεις ερωτική διέγερση και πιστεύεις ότι μπορείς να κάνεις σεξ μαζί του και να μην αντιμετωπίσεις ποινική ευθύνη.

Είναι ξεκάθαρο ότι ο άνθρωπος, ειδικά στην Ελλάδα, ειδικά στην επαρχία, δεν μαθαίνει από την εσωτερική του φωνή, από την ευσυνειδησία του. Θα κάνει τη μικρή παρανομία και αν τον συλλάβουν, θα γυρίσει να πει «όλους αυτούς που κλέβουν και πουλάνε τη χώρα μας δεν τους συλλαμβάνατε, εμένα βρήκατε».

Εδώ. Αυτό ακριβώς είναι το θεμέλιο της παρανομίας στην Ελλάδα. Το «ο άλλος έκανε το Χ που είναι χειρότερο από το δικό μου, να συλλάβετε αυτόν και μετά εμένα», είναι που κυριαρχεί σε όλο το φάσμα της νοοτροπίας. Είναι όμως πιο εμφανές στην επαρχία γιατί στην επαρχία είναι πιο εύκολο να κρυφτείς.

Το κράτος μπορεί να συνεχίσει να κλαίει με κροκοδείλια δάκρυα, αλλά αν δεν καταλάβει και δεν αποφασίσει να ξηλώσει όλο το αστυνομικό σώμα και να βάλει στη θέση των ανεπαρκών υπάρχοντων ανθρώπους με αίσθηση καθήκοντος που δεν κοιτάζει γνωριμίες, καλοσύνες και κεράσματα, πάλι σε μερικούς μήνες θα έχουμε κάποια άλλη δολοφονία ή βιασμό.

Τίποτα δεν είναι μεμονωμένο, τίποτα δεν είναι τυχαίο γεγονός. Όλα συνδέονται, όλα έχουν την ρίζα τους σε κάτι άλλο που δεν το βλέπουμε, κυρίως γιατί αρνούμαστε. Τα μεγαλύτερα κακουργήματα ξεκίνησαν από ένα πταίσμα που έμεινε ατιμώρητο.