Δευτέρα βράδυ. Το Maestro κάνει πρεμιέρα. Το πρώτο επεισόδιο της 3ης σεζόν αρχίζει με την Κλέλια να βρίσκει στο νοσοκομείο τον Θάνο, τον σύντροφό της, να κάνει σεξ με μια νοσοκόμα. Γυρίζει σπίτι και μαζεύει τα πράγματά της. Ο Θάνος γυρίζει κι αυτός, συζητούν για λίγο ήρεμα κι όταν πάει να φύγει, εκείνος την χτυπάει ανελέητα και επιχειρεί να την βιάσει. Σταματάει. Τελικά, εκείνη φεύγει και πάει στην αστυνομία να δει τι μπορεί να κάνει. Ο αστυνομικός της ζητά να προχωρήσει σε μήνυση για να τιμωρηθεί. Εκείνη επιλέγει να μην το κάνει και απλά συνεχίζει τη ζωή της.

Την επόμενη μέρα, βλέπουμε τις κλασικές αναρτήσεις σε ιστοσελίδες για τέτοιες σκηνές: «Αποθέωση για τη σκηνή κακοποίησης στο Maestro», «Maestro: Η συγκλονιστική σκηνή της απόπειρας βιασμού» κτλ. Όλοι αυτοί που τα γράφουν, ακόμα κι αν είναι σε ιστοσελίδα που δεν χάνει ευκαιρία να γράψει κείμενα άποψης καταγγέλοντας την πατριαρχία και τον σεξισμό, ακολουθούν απλά το ψηφιακό ρεύμα, άκριτα, χωρίς να σκέφτονται το αντίκτυπο που έχει η συμμετοχή τους στην μυθοποίηση της βίας, στην κανονικοποίηση της έκθεσης σε κακοποίηση γυναικών.

Σε αυτό το κείμενο, θα επιχειρήσω να εξετάσω το κατά πόσο όλος αυτός ο ορυμαγδός στη μυθοπλασία με σκηνές βιασμού ή και γυναικοκτονιών, εθίζει το κοινό στο να αποζητά τα περιστατικά βίας για να τα καταναλώσει ως παρατηρητής και ενισχύει τους όψιμους θύτες.

Δεν θα το επιβεβαιώσω, θα το εξετάσω μόνο, με τη βοήθεια και ειδικού ψυχολόγου/ψυχοθεραπευτή, του Κωνσταντίνου Ζησιμόπουλου, που επιχειρεί με όχημα τις ερωτήσεις μου μια ανάλυση για το αποτύπωμα που έχει όλη αυτή η υπέρμετρη βιαιότητα στη μυθοπλασία, η οποία συνδυάζεται με την υπέρμετρη βία κατά των γυναικών στην πραγματική ζωή.

Η περίπτωση του Maestro και οι δύο αντίθετες σκηνές

Είναι μια πραγματικότητα πως η μυθοπλασία ακολουθεί το mainstream, αυτό που πουλάει, και τα τελευταία 3-4 χρόνια έχει στραφεί σε σενάρια που εκκινούν από την κακοποίηση ή δολοφονία γυναικών. Η Παραλία, Ηλέκτρα, Άγιος Έρωτας, Το Προξενιό της Ιουλίας, Σασμός, Άγριες Μέλισσες, Grand Hotel, είναι οι πιο επιφανείς σειρές των τελευταίων ετών που η πλοκή τους ξετυλίγεται μετά από τον βιασμό ή τη δολοφονία μιας γυναίκας.

Καθώς μάλιστα η πλοκή είναι τοποθετημένη σε ένα παρελθόν ή σε τρομερά συντηρητικούς τόπους, δεν υπάρχει σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις αποτύπωση μιας διαφυγής του θύματος από τον θύτη και μιας συνέχισης της ζωής του χωρίς τον φόβο της βίας. Ή υπομένουν σιωπηλά ή τις σκοτώνουν.

Σε μια άλλη εποχή, όπου δεν είχαμε τέτοια υπερπληροφόρηση των περιστατικών κακοποίησης και γυναικοκτονιών, ήταν λογικό να το βλέπουμε συχνά στη μυθοπλασία, όπου αποτυπωνόταν ως κάτι υπερβολικό. Κι ας συνέβαινε στην πραγματικότητα. Απλώς τότε δεν είχαμε στρέψει τους προβολείς πάνω στο ζήτημα.

Παρά το ότι σήμερα η πραγματικότητα είναι αφόρητη και απεχθής, η μυθοπλασία την ακολουθεί. Κι ενώ η λογική θα έλεγε πως η τόση προβολή τέτοιων περιστατικών θα έφερνε μια ελάττωση της βίας, αυτή είναι, αν όχι εντονότερη, στα ίδια επίπεδα.

Σε αυτό το κομμάτι του κειμένου, θα σταθώ λίγο παραπάνω στο Maestro διότι είδαμε για πρώτη φορά μια ασφαλή διαφυγή. Η Κλέλια δεν καταδιώκεται από τον κτητικό Θάνο, ούτε τη σκοτώνει. Δεν προβαίνει βέβαια και σε μήνυση για να τιμωρηθεί ο θύτης, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε ένα θύμα του πραγματικού κόσμου, αλλά τουλάχιστον μπορεί να προσφέρει μια τόνωση ηθικού για να πράξει και μια γυναίκα τη δική της απελευθέρωση.

Το Maestro και οι άλλοι: Γιατί συνεχίζουμε να αποθεώνουμε τις σκηνές κακοποίησης των γυναικών στις σειρές;

Την ίδια στιγμή όμως, δύο επεισόδια μετά, βλέπουμε την Καβογιάννη να περπατά σε ένα σοκάκι στους Παξούς και να ακούει να ξυλοφορτώνει ένας άντρας τη σύντροφό του. Πηγαίνει στον ντετέκτιβ να του δώσει τη διεύθυνση και να του πει τι γίνεται, εκείνος πηγαίνει στην αστυνομία να πιέσει για σύλληψη, όμως ο αστυνομικός δεν κάνει κάτι.

Αντιθέτως, λέει πως αν δεν πάει η ίδια η γυναίκα να καταγγείλει, δεν μπορεί να συμβεί τίποτα και καλύτερα να μην ασχολούνται. Και μετά, τον βλέπουμε να πηγαίνει ο ίδιος στο σπίτι της ξυλοκοπημένης γυναίκας, να την ρωτάει αν είναι καλά κι εκείνη να μοιάζει να έχει αποδεχτεί πως θα τρώει ξύλο, επειδή φοβάται πως αν αντιδράσει, θα βρεθεί νεκρή.

Στο Maestro βλέπουμε τις δύο όψεις του νομίσματος και μόνο να φανταστώ μπορώ το πώς θα αισθανθεί μια γυναίκα-θύμα βλέποντας και τις δύο συνθήκες, σε τι εσωτερική σύγκρουση θα μπει, τι απόφαση θα πάρει, αν θα μπορέσει να καθαρίσει το μυαλό της και να διεκδικήσει τη σωτηρία της μακριά από τον άντρα-βιαστή.

Πώς επηρεάζουν τελικά θύτες και θύματα οι σκηνές κακοποίησης;

«Είναι αλήθεια ότι η παρουσίαση σκηνών βίας, είτε στη μυθοπλασία είτε στην πραγματική ζωή μέσω των μέσων ενημέρωσης, έχει πολλαπλές επιδράσεις. Από τη μία πλευρά, η απεικόνιση τέτοιων περιστατικών μπορεί να συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού, φέρνοντας στο φως ζητήματα που στο παρελθόν αγνοούνταν ή κρύβονταν. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερη κατανόηση και κινητοποίηση για την αντιμετώπιση της βίας», εξηγεί αρχικά ο Κωνσταντίνος Ζησιμόπουλος.

«Ωστόσο», προσθέτει, «υπάρχει και ο κίνδυνος να αποτυπωθεί μια “κανονικοποίηση” της βίας. Όταν τέτοιες σκηνές παρουσιάζονται χωρίς το κατάλληλο πλαίσιο, υπάρχει πιθανότητα να ελαχιστοποιείται το σοκ ή η φρίκη που πρέπει να συνοδεύει την πράξη της βίας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια μορφή απευαισθητοποίησης του κοινού ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και στη μυθοποίηση της βίας, ειδικά όταν παρουσιάζεται με αισθητική ή δραματικότητα που ενδέχεται να εξιδανικεύει τους θύτες.

Η ουσία βρίσκεται στην πρόθεση και στον τρόπο παρουσίασης. Όταν η βία απεικονίζεται με στόχο την αφύπνιση, συνοδευόμενη από μηνύματα που αναδεικνύουν τις καταστροφικές συνέπειές της, μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ευαισθητοποίησης. Ωστόσο, όταν προβάλλεται ως μέσο ψυχαγωγίας, υπάρχει κίνδυνος να χάσει τη βαρύτητά της και να ενισχύσει λανθασμένες αντιλήψεις. Η ισορροπία ανάμεσα στην καλλιτεχνική απόδοση και την κοινωνική ευθύνη είναι κρίσιμη, ώστε να αποφεύγεται η απευαισθητοποίηση ή η μυθοποίηση της βίας».

Η παραπάνω ανάλυση μου δίνει να καταλάβω πως, τελικά, οι δημιουργοί, εφόσον έχουν και στο μυαλό τους να κινητοποιήσουν μυαλά και πράξεις, θα πρέπει να δίνουν πολύ μεγαλύτερη βάση στην αποτύπωση της βίας κι όχι να προχωρούν ελαφρά τη καρδία στη λήψη, χωρίς να έχουν συμβουλευτεί ειδικούς για το πώς μπορεί αυτή η σκηνή να φτάσει στα θύματα, που αυτά μας ενδιαφέρουν περισσότερο.

Και με τους θύτες; Μπορούν τέτοιες σκηνές να αποτρέψουν τους θύτες ή μήπως όλη αυτή η ελεγειακή απόδοση και η «αποθέωση από X και μίντια», ενισχύει τον ναρκισσισμό και την κτητικότητα του θύτη;

«Η επίδραση της απεικόνισης σκηνών βίας σε άτομα με προδιάθεση για κακοποίηση είναι ένα ζήτημα που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ψυχολογική τους κατάσταση, η προσωπική τους ιστορία και η ενσυναίσθησή τους», εξηγεί ο Κωνσταντίνος Ζησιμόπουλος.

«Σε ορισμένες περιπτώσεις, η θέαση τέτοιων σκηνών θα μπορούσε να προκαλέσει ενοχές ή ακόμα και να λειτουργήσει ως καθρέφτης, βοηθώντας το άτομο να συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα και τις συνέπειες των πράξεών του. Αυτό μπορεί να συμβεί ιδιαίτερα όταν οι συνέπειες της βίας προβάλλονται με σαφή και ρεαλιστικό τρόπο, αναδεικνύοντας τον πόνο και την καταστροφή που προκαλείται στα θύματα.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την πιθανότητα το ίδιο υλικό να επιδράσει διαφορετικά. Για παράδειγμα, κάποιος που ήδη έχει τη διάθεση να κακοποιήσει μπορεί να ταυτιστεί με τον θύτη ή να αντλήσει από τέτοιες σκηνές μια μορφή ενίσχυσης της συμπεριφοράς του, ειδικά αν οι συνέπειες της πράξης παρουσιάζονται μετριασμένες ή αν ο θύτης εμφανίζεται ισχυρός ή ατιμώρητος».

Στο Maestro δε βλέπουμε τον θύτη να τιμωρείται. Βλέπουμε μια γυναίκα να πηγαίνει στο τμήμα και να μην κάνει μήνυση. Δεν το αναφέρω καταγγελτικά, η σειρά αποτυπώνει κάτι πραγματικό, ότι οι γυναίκες εκτός μεγάλων πόλεων, δεν έχουν πρόσβαση σε δομές υποστήριξης για να πάνε ως το τέρμα. Ένας θύτης, βλέποντας το Maestro, θα καταλάβει πως μπορεί εύκολα να τη γλυτώσει, ειδικά αν μένει σε χωριά και νησιά.

Ο κ. Ζησιμόπουλος μου λέει ότι «Η μυθοπλασία μπορεί να έχει ισχυρή επίδραση στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τις προσωπικές μας καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τόσο σοβαρά ζητήματα όπως η κακοποίηση. Όταν βλέπουμε στις σειρές ή στις ταινίες μια γυναίκα να προσπαθεί να ξεφύγει από μια βίαιη σχέση και η ιστορία της καταλήγει με τραγικό τρόπο, αυτό μπορεί να ενισχύσει τον φόβο και την αίσθηση ανημπόριας σε όσες βιώνουν αντίστοιχες συνθήκες στην πραγματική ζωή.

Αυτό το φαινόμενο ενδέχεται να οδηγήσει ορισμένες γυναίκες να παραμένουν σε κακοποιητικές σχέσεις, καθώς μπορεί να πιστεύουν ότι η προσπάθεια φυγής είναι εξίσου επικίνδυνη ή ακόμη και μοιραία. Ο φόβος της κλιμάκωσης της βίας, ειδικά όταν προβάλλεται έντονα στη μυθοπλασία, μπορεί να ενισχύσει την ψυχολογική παγίδα της “παραλυτικής” αναμονής, κατά την οποία το θύμα προτιμά να παραμείνει σε μια ελεγχόμενη (αν και βίαιη) κατάσταση, παρά να ρισκάρει την απόλυτη απειλή.

Εδώ, όμως, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι η πραγματικότητα δεν είναι τόσο μονοδιάστατη όσο παρουσιάζεται στη μυθοπλασία. Υπάρχουν μηχανισμοί στήριξης, όπως γραμμές βοήθειας, καταφύγια και νομική προστασία, που μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες να διαφύγουν με ασφάλεια από βίαιες καταστάσεις. Η σωστή ενημέρωση και η ανάδειξη αυτών των υποστηρικτικών δικτύων μέσα από τα μέσα επικοινωνίας είναι εξίσου σημαντική με την απεικόνιση των κινδύνων».

Τι συμβαίνει με τους απλούς παρατηρητές, τους καταναλωτές περιεχομένου βίας;

Μέχρι εδώ, δεν έχω πιάσει την πλευρά των θεατών, των καταναλωτών μυθοπλαστικής βίας, μα και πραγματικής μέσω του σόου που στήνεται τηλεπτικά.

Εδώ η απάντηση που δίνει ο κ. Ζησιμόπουλος, αν και έχει προφανείς ερμηνείες, χρήζει μεγαλύτερης προσοχής, διότι κάθε φορά που τα μίντια ασχολούμαστε με το τι αποθέωσε το X ή εν γένει το κοινό, επιλέγουμε να μην εξετάζουμε την αρνητική πλευρά που είναι, τελικά, εξίσου ισχυρή με την θετική.

«Η συνεχής έκθεση σε σκηνές βίας και κακοποίησης, είτε μέσω της μυθοπλασίας είτε μέσω της υπερανάλυσης πραγματικών περιστατικών από τα μέσα ενημέρωσης, μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε αυτό που περιγράφετε: μια μορφή ψυχικής “απονεύρωσης” ή απευαισθητοποίησης. Πρόκειται για έναν μηχανισμό άμυνας του ανθρώπινου ψυχισμού, ο οποίος ενεργοποιείται όταν η έκθεση σε τέτοιες εικόνες και αφηγήσεις ξεπερνά τα όρια αντοχής μας. Είναι ένας τρόπος προστασίας απέναντι στην υπερφόρτωση από αρνητικά ερεθίσματα.

Αυτή η απευαισθητοποίηση μπορεί να έχει δύο όψεις. Από τη μία, κάποιοι επιλέγουν να απομακρυνθούν εντελώς από τέτοιου είδους περιεχόμενο, αναζητώντας πιο ανάλαφρες ή ακόμα και επιφανειακές μορφές ψυχαγωγίας, όπως το gossip ή το “κουτό”. Από την άλλη, υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρηθεί η βία “κανονική” ή αναπόφευκτη, γεγονός που μειώνει την ευαισθησία μας απέναντι στον πόνο και τις ανάγκες των θυμάτων.

Η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία είναι να βρούμε μια ισορροπία. Είναι σημαντικό να ενημερωνόμαστε για θέματα κακοποίησης, αλλά εξίσου σημαντικό είναι να αποφεύγουμε την υπερβολική έκθεση ή την “αισθητικοποίηση” της βίας. Τα μέσα ενημέρωσης και η ψυχαγωγία έχουν ευθύνη να παρουσιάζουν τα γεγονότα με τρόπο που δεν κουράζει ούτε απωθεί, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί την απαραίτητη ευαισθησία και κατανόηση απέναντι στα θύματα».

Με βάση αυτό που αναφέρει ο κ. Ζησιμόπουλος, δίνεται και μια παράπλευρη απάντηση, στο ερώτημα που τίθεται συχνά για το γιατί βλέπει ο κόσμος «σκουπίδια» και δεν ασχολείται με τα «σοβαρά».

Η μυθολογία μιας σκηνής με νεκρή γυναίκα και ο «γοητευτικός» θύτης

Η «απονεύρωση» του κοινού είναι κάτι που είχε αναλυθεί και σε ένα άρθρο του Broadcastnow.co.uk από την Λιζ Τάκερ, επικεφαλής του Women In Film & TV στο Ηνωμένο Βασίλειο, οργανισμού που μελετά την παρουσία των γυναικών στη βιομηχανία του θεάματος, της μυθοπλασίας.

Γράφει λοιπόν η Τάκερ το εξής: «Μια παλιότερη έρευνα από το αμερικανικό ακαδημαϊκό περιοδικό Pediatrics, το 2017, έδειξε πως η συντριπτική πλειοψηφία των μελετών αποκαλύπτουν πως η έκθεση στην εικονική βία, αυξάνει τις επιθετικές σκέψεις και τον θυμό, ειδικά σε παιδιά και εφήβους.

Και, πιο σημαντικό, προτείνει ότι η έκθεση σε εικόνες βίας, μπορεί εν ευθέτων χρόνω να αποευαισθητοποιήσει τους ανθρώπους ως προς τη βία. Η έρευνα, δυστυχώς, αποκαλύπτει ότι αν ο θύτης είναι γοητευτικός στην εμφάνιση, οι θεατές δυσκολεύονται να σταθούν απέναντι του.

Μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι τέτοιες σκηνές, όπως μια γυναίκα που δολοφονείται αργά από έναν συμβατικά ωραίο βιαστή, δεν θα προκαλέσουν τους διαταραγμένους να εμπνευστούν για να στήσουν τη δική τους σκηνή εγκλήματος;».

Η Τάκερ θέτει τον παράγοντα «γοητευτικός θύτης» και την έλξη που μπορεί να προκαλέσει σε δυνητικούς θύτες η αισθητική και καλλιτεχνική «ομορφιά» μιας λήψης όπου ένα γυναικείο σώμα είναι τοποθετημένο σε ένα πάτωμα, με το αίμα γύρω του και παίζει ένα τραγούδι αποπλάνησης, είναι δηλαδή κάτι το κινηματογραφικό. Πόσες φορές έχουμε ακούσει τη φράση «μα κι αυτός, τόσο ωραίο παιδί, γιατί να βιάσει;».

«Θα ήταν τόσο δύσκολο να σκεφτούμε κάποιες νέες πλοκές που δεν περιλαμβάνουν την ειδεχθή βία και δολοφονία γυναικών;», καταλήγει το κείμενο της Τάκερ.

«Αν είσαι σε αμφιβολία, απλά σκότωσε μια γυναίκα»

Το 2021, και ο Guardian είχε καταπιαστεί με το θέμα της αποτύπωσης κακοποίησης γυναικών στη μυθοπλασία, με την αρθρογράφο Ζόε Γουίλιαμς να εισάγει έναν κανόνα στη συγγραφή σεναρίου.

«Το παλιό ρητό του Ρέιμοντ Τσάντλερ που λέει ότι “αν αμφιβάλλεις, βάλε έναν άντρα να περνά μια πόρτα με όπλο στο χέρι του”, έχει γίνει σήμερα το “αν ανησυχείς πως ο θεατής δεν θα το νιώσει, απλά σκότωσε μια γυναίκα”.

Είναι εύκολο να συμφωνήσουν όλοι πως η βία κατά των γυναικών στην πραγματική ζωή είναι κακή, αλλά είναι δυσκολότερο να το πουν με σιγουριά για την εικονική βία και είναι σχεδόν απίθανο να το έχουν ως κοινωνική προτεραιότητα. Γίνεται ντεμοντέ κάτι για λίγο και χρειάζεται απλά να βάλεις την δολοφονία μιας γυναίκας υψηλού στάτους για να αναθερμάνεις το ενδιαφέρον. Και γίνεται διαρκώς αυτό το μπρος πίσω, ξεχνάμε σαν χρυσόψαρα και καταλήγουμε στο ίδιο έδαφος».

Η μυθοπλασία, σύμφωνα με την Γουίλιαμς, αποτυπώνει μια γυναίκα ευάλωτη, γεννημένη για να είναι θύμα και μετά δραματοποιεί αυτή τη συνθήκη, ώστε αποπροσανατολίζει τον θεατή από την ουσία του πράγματος.

Το Maestro και οι άλλοι: Γιατί συνεχίζουμε να αποθεώνουμε τις σκηνές κακοποίησης των γυναικών στις σειρές;

Τρανά παραδείγματα είναι το True Detective στην πρώτη σεζόν και το Hannibal. Είναι δύο σειρές-επιτομή της ελεγειοποίησης της δολοφονίας γυναικών από κατ’ εξακολούθηση δολοφόνους.

Για να καταλάβει κανείς και τι συζητάμε, ίσως χρειαστεί ένα αντιπαράδειγμα. Όταν έχουμε μυθοπλασία με επίκεντρο την εξαφάνιση ή τη δολοφονία ενός παιδιού, εκεί τραβιέται μια κόκκινη γραμμή και δεν φαίνεται σε κάποια σκηνή το πτώμα του παιδιού ή το πώς το σκότωσαν. Σπάνια θα γίνει. Αντιθέτως, το ξεδίπλωμα της βίας και τελικά του φόνου μιας γυναίκας, γίνεται ποιητικά, λυρικά, παίρνει χρόνο. Αν μάλιστα είναι μαύρη, Λατίνα, μη Καυκάσια εν γένει, η αποτύπωση θα είναι όσο πιο βάναυση γίνεται.

Σε αρκετές επίσης ταινίες, έχουμε το εξής μοτίβο: ο φόνος ή ο βιασμός μιας γυναίκας, λειτουργούν ως κίνητρο ώστε ο άντρας να αναζητήσει κάτι, να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί το κοινό ζητάει τέτοια μοτίβα, αλλά και γιατί δεν είναι αρκετές οι γυναίκες που συμμετέχουν σε σενάρια ή αποφασίζουν για το ποια σενάρια θα προκριθούν.

Για να το πω με απλά λόγια, στη μυθοπλασία η κακοποίηση των γυναικών αποτυπώνεται ως μια φυσική συνέχεια, όπως ένα λιοντάρι τρώει μια ζέβρα. Τοποθετεί η μυθοπλασία τη γυναίκα σε θέση θηράματος και περνά το μήνυμα πως τελικά είναι κάτι αναπόφευκτο, άρα ίσως δεν αποτρέπει τον επόμενο θύτη. Αντιθέτως, μάλλον τον κινητοποιεί περισσότερο!

* Ο Κωνσταντίνος Ζησιμόπουλος είναι ψυχολόγος/ψυχοθεραπευτής και παρουσιάζει την εκπομπή Time To Talk στο PanikTV.

* * Photo credits: Δημιουργία Πέγκυς Δαδάκη